11 ὀκτωβρίου, Φιλίππου ἐκ τῶν ἑπτά (ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα)
Ὁ Φίλιππος ὄργανο τοῦ Θεοῦ
11 Ὀκτ., Φιλίππου ἐκ τῶν ἑπτὰ (Πρξ 8,26-39)
Ὁ Φίλιππος εἶναι διακεκριμένο πρόσωπο τῆς πρώτης ἐκκλησίας, ὁ δεύτερος ἀπὸ τοὺς ἑφτὰ ἄντρες ποὺ διάλεξε ἡ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, γιὰ νὰ διακονοῦν τὰ τραπέζια ποὺ παρέθετε στὰ φτωχὰ καὶ ἀδύνατα μέλη τῆς (χῆρες, ὀρφανὰ κλπ). Ἐδῶ εἶναι ἀναγκαία μία ἐξήγηση. Ἐπειδὴ οἱ ἑφτὰ αὐτοὶ ἄντρες τῆς πίστεως διακονοῦσαν τὰ τραπέζια, ἐπεκράτησε κακῶς νὰ πιστεύεται ἀπὸ τοὺς ἀδαεῖς ὅτι εἶναι καὶ λέγονται διάκονοι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τρίτου βαθμοῦ τῆς ἱεροσύνης! Φυσικὰ πρόκειται γιὰ μεγάλη παρανόηση. Οἱ ἑφτὰ αὐτοί, ὅπως φαίνονται στὶς Πράξεις, δὲν ἦταν διάκονοι μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια τοῦ ὄρου. Ἦταν ἕνα εἶδος ἀποστόλων, ἀνώτεροι ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐπισκόπους. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὶς δραστηριότητες κυρίως τῶν δυὸ ἀπὸ τοὺς ἑφτά, τοῦ Στεφάνου καὶ τοῦ Φιλίππου, ποὺ περιγράφονται στὶς Πράξεις. Αὐτοὶ οἱ δυό, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι πέντε, ἀνέπτυσσαν καὶ ἄλλες δραστηριότητες πέρα ἀπὸ τὴ διακονία τῶν τραπεζῶν, ὅπως λόγου χάρη τὴ διακονία τοῦ κηρύγματος. Διότι ἦταν ἄνθρωποι γεμάτοι ἀπὸ σοφία καὶ ἅγιο Πνεῦμα. Κήρυκας ἦταν ὁ Στέφανος, καὶ λόγῳ τοῦ κηρύγματος ὁδηγήθηκε νωρὶς στὸ μαρτύριο. Κήρυκας ἦταν καὶ ὁ Φίλιππος, ὅπως διαβάζουμε ἐδῶ στὴν περικοπή μας, τὴν ὁποία παρουσιάζουμε στὴ συνέχεια. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τραπέζια λοιπόν, τὰ ὁποῖα διακονοῦσαν μὲ προθυμία καὶ ἀγάπη, εἶχαν καὶ τὸ κήρυγμα.
Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες τῶν Πράξεων, κατὰ τὸ μεγάλο διωγμὸ ποὺ ξέσπασε στὰ ᾿Ιεροσόλυμα ἐναντίον τῆς ἐκκλησίας καὶ τὴ διασπορὰ τῶν πιστῶν στὶς ἐπαρχίες τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς Σαμάρειας, συναντοῦμε τὸ Φίλιππο στὴ Σαμάρεια νὰ κηρύττει μὲ ζέση τὸ Χριστὸ καὶ νὰ κάνει σημεῖα σὲ παραλύτους καὶ χωλούς. Πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίστηκαν παρακινούμενοι ἀπὸ τὸ κήρυγμα καὶ τὰ σημεῖα τοῦ Φιλίππου. Εἶχε πιστέψει ἀκόμη καὶ ὁ Σίμων ὁ μάγος, ἀλλὰ τελικὰ ἀποδείχτηκε ὅτι πίστεψε γιὰ λόγους ἰδιοτελεῖς καὶ κερδοσκοπικοὺς καὶ στιγματίστηκε καὶ ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, γιατί νόμιζε ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶται μὲ χρήματα καὶ χρησιμοποιεῖται γιὰ ἀθέμιτη ἀπόκτηση χρημάτων.
Σὰν εὔχρηστος στὴ διακονία τοῦ κηρύγματος καὶ καλὸς γνώστης τῶν Γραφῶν ὁ Φίλιππος κατὰ καιροὺς καὶ περιστάσεις ἁρπαζόταν ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀποστελλόταν σὲ διάφορες πόλεις. Ἔτσι ἁρπαγμένος λόγου χάρη βρέθηκε στὴν Ἄζωτο, μιὰ παραθαλάσσια πόλη ποὺ ἀπεῖχε 5 χιλιόμετρα ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τῆς Μεσογείου θαλάσσης στὸ δρόμο ἀπὸ Παλαιστίνη πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ, στὴν Ἄζωτο καὶ στὶς γύρω πόλεις, κήρυττε τὸ εὐαγγέλιο, μέχρις ὅτου ἐγκαταστάθηκε στὴν Καισάρεια, τὴν πολιτικὴ πρωτεύουσα τῆς Παλαιστίνης, παραθαλάσσια πόλη καὶ αὐτή, μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὶς 4 θυγατέρες του, ποὺ προφήτευαν. Ἐκεῖ εἶχε φιλοξενήσει καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν ἀνέβαινε γιὰ τελευταία φορὰ στὰ ᾿Ιεροσόλυμα.
Τὸ σπουδαιότερο περιστατικὸ τῆς κηρυκτικῆς δραστηριότητος τοῦ Φιλίππου, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ συγγραφεὺς τῶν Πράξεων Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ἀφιερώνει σχετικῶς ἐκτενῆ περιγραφή, εἶναι ἡ κατήχηση καὶ ἡ βάπτιση τοῦ ἀξιωματούχου Αἰθίοπα. Ἡ περιγραφὴ αὐτὴ διαβάζεται σὰν ἀποστολικὴ περικοπὴ στὴν ἱερὰ μνήμη του στὶς 11 Ὀκτωβρίου. Λέει λοιπὸν ὁ Λουκᾶς ὅτι, ἐνῷ ὁ Φίλιππος βρισκόταν στὴ Σαμάρεια, ἄγγελος Κυρίου τοῦ μίλησε καὶ τοῦ εἶπε· Σήκω καὶ πήγαινε πρὸς τὸ νότο στὸ δρόμο ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὴν ᾿Ιερουσαλὴμ στὴ Γάζα, παραθαλάσσια πόλη, περισσότερα ἀπὸ ἑκατὸ χιλιόμετρα νοτίως τῆς Σαμάρειας. Καὶ ἔχε ὑπ’ ὄψη σου ὅτι ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι ἔρημος.
Καὶ ὁ Φίλιππος χωρὶς νὰ ρωτήσει τὸ γιατί, σηκώθηκε καὶ πῆγε, ἐκδηλώνοντας ἄκρα ὑποταγὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ ἀγγέλου, ποὺ ἦταν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἄραγε ὁ ἄγγελος δὲν τοῦ εἶπε τὸ λόγο; Προφανῶς γιὰ ν’ ἀναπτύξει ὁ ἴδιος ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὴν ἱεραποστολική του πρωτοβουλία. Καὶ πράγματι. Νά, καὶ βλέπει μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο Αἰθίοπα εὐνοῦχο, ἀξιωματοῦχο τῆς αὐλῆς τῆς βασίλισσας τῶν Αἰθιόπων. Οἱ βασίλισσες στὴν Αἰθιοπία εἶχαν τὴ γενικὴ ὀνομασία «κανδάκη», ὅπως στὴν Αἴγυπτο οἱ βασιλεῖς εἶχαν τὴν ὀνομασία «φαραώ». Εἶναι περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Αἰθιοπία εἶναι χώρα τῆς κεντροανατολικῆς Ἀφρικῆς, στὰ βουνὰ τῆς ὁποίας ἔχει τὶς περισσότερες πηγές του ὁ Νεῖλος ποταμός. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ὁ ταμίας ὄλου τοῦ θησαυροφυλακίου της, ὁ ὑπουργὸς τῶν οἰκονομικῶν, θὰ λέγαμε σήμερα, τῆς βασίλισσας. Καὶ παρ’ ὅλο ὅτι ἦταν ἐθνικός, παρ’ ὅλο ὅτι ἔμενε στὴν Αἰθιοπία, μιὰ χώρα γεμάτη δεισιδαιμονίες, παρ’ ὅλο ὅτι εἶχε μεγάλες εὐθῦνες σὰν ταμίας τοῦ κράτους, ἦρθε νὰ προσκυνήσει στὴν ᾿Ιερουσαλήμ, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἦταν εὐσεβὴς καὶ μὲ ἐκλεπτυσμένη ψυχῆ, καὶ προφανῶς καὶ κατηχούμενος καὶ προσήλυτος τῶν Ἰουδαίων.
Ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν ᾿Ιερουσαλὴμ ὁ Αἰθίοπας αὐτός, καὶ καθὼς καθόταν πάνω στὴν ἅμαξά του, διάβαζε τὸν προφήτη Ἠσαΐα. Λέει τότε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὸ Φίλιππο· πλησίασε καὶ προσκολλήσου στὴν ἅμαξα αὐτή. Τρέχει ὁ Φίλιππος, καὶ καθὼς περνάει, τὸν ἄκουσε νὰ διαβάζει φωναχτὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα. Καὶ τοῦ εἶπε· Ἄραγε καταλαβαίνεις αὐτὰ ποὺ διαβάζεις; Οὔτε τὸν πρόσβαλε οὔτε τὸν κολάκευσε· ἁπλῶς ρώτησε ἀπὸ ἐνδιαφέρον ἐκτίμηση καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ διάβαζε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ σὲ συνθῆκες ταξιδιοῦ, ἀνέπτυξε ἐνδιαφέρον γι’ αὐτὰ ποὺ διάβαζε καὶ προσπαθοῦσε νὰ καταλάβει τί λέει.
Τότε ὁ Αἰθίοπας τὸν ρωτάει· Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ καταλάβω, ἂν κάποιος δὲν μὲ ὁδηγήσει; Ὁ Αἰθίοπας ὅμως ἀπὸ τὸ ἐρώτημα κατάλαβε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ βρέθηκε ἔτσι ἀναπάντεχα δίπλα του μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει ἐξηγήσεις, καί, μολονότι δὲν τὸν ἤξερε, τὸν παρακάλεσε ν’ ἀνεβεῖ στὴν ἅμαξα καὶ νὰ καθίσει κοντά του. Τὸ κομμάτι ποὺ διάβαζε ἦταν· Σὰν πρόβατο ποὺ ὁδηγήθηκε στὴ σφαγὴ καὶ σὰν ἀρνάκι ἑνὸς ἔτους ἄφωνο στὰ χέρια αὐτουνοῦ ποὺ τὸ κουρεύει, ἔτσι δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του νὰ διαμαρτυρηθεῖ. Ὅταν αὐτοταπεινώθηκε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, τὸ δίκιο του καταπατήθηκε, καὶ τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ ἐπίγεια ζωή του. Ἀλλὰ δὲν ἔχασε τὴ δόξα του, διότι εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν πίστεψαν καὶ τὸν δοξάζουν. Ποιός μπορεῖ νὰ τοὺς μετρήσει; Προφανῶς ὁ προφήτης Ἠσαΐας μιλάει ἐδῶ προφητικὰ γιὰ τὸ Χριστό.
Καὶ εἶπε ὁ εὐνοῦχος στὸ Φίλιππο· Σὲ παρακαλῶ, πές μου· γιὰ ποιόν τὸ λέει αὐτὸ ὁ προφήτης; Γιὰ τὸν ἑαυτό του ἣ γιὰ κανέναν ἄλλο; Καὶ σὰν ἄνοιξε τὸ στόμα του ὁ Φίλιππος, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν περικοπὴ αὐτὴ τῆς Γραφῆς, τοῦ μίλησε γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ καθὼς συνταξίδευαν, ἔφτασαν σὲ κάποιο τόπο μὲ νερό. Καὶ λέει ὁ εὐνοῦχος· Νά, ἐδῶ ὑπάρχει μπόλικο νερό. Τί μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτιστῶ; Καὶ τοῦ λέει ὁ Φίλιππος· Ἂν πιστεύεις μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου, μπορεῖς νὰ βαπτιστεῖς. Κι ἐκεῖνος εἶπε· Πιστεύω ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ εὐνοῦχος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ σταμάτησε ἡ ἅμαξα, καὶ μπῆκαν καὶ οἱ δυὸ μέσα στὸ νερό, καὶ ὁ Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ὁ Φίλιππος τὸν βάπτισε.
Συμπέρασμα. Ὁ καρδιογνώστης Θεὸς εἶχε καταλάβει τὴν καλὴ πρόθεση τοῦ εὐνούχου καὶ ἔστειλε τὸ Φίλιππο. Ὁμοίως γνωρίζει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε καλοπροαίρετου καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ χαθεῖ, ἀλλὰ βρίσκει ἕναν τρόπο καὶ τὸν σῴζει.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις· ὀκτώβριος 2010)