ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν Εὐαγγέλιον 14ης κυριακῆς Λουκᾶ

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον 14ης κυριακῆς Λουκᾶ

 

 

Ἐπίμονη προσευχή

 

 

ΙΔ΄ Κυρ. Λουκᾶ (Λκ 18,35-43) (τυφλὸς ᾿Ιεριχοῦς)

 

    Κάποτε ὁ Ἰησοῦς πλησίαζε τὴν ᾿Ιεριχῶ, κωμόπολη τῆς Παλαιστίνης, ΒΑ τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, ποὺ τὴν ξέρουμε κι ἀπὸ ἄλλες ἀναφορὲς τῶν Εὐαγγελίων. Σὲ κάποιο πολυσύχναστο ὁδικὸ κόμβο ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Ιεριχῶ καθόταν ἕνας τυφλός, ὁ ὁποῖος μὴ μπορώντας νὰ ἐργαστεῖ καὶ νὰ βγάλει τὸ ψωμί του ζητιάνευε.

    Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ λείπει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μία βασικὴ φυσικὴ ἱκανότητα, ὅπως ἡ ὅραση. Ὁ τυφλὸς ὅλα τὰ ἔχει γύρω του σκοτεινὰ καὶ δυσκολεύεται καὶ στὶς πιὸ ἁπλὲς κινήσεις καὶ ἐργασίες. Σήμερα βέβαια μὲ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ συστήματος Μπράιγ, μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦν νὰ δια­βά­ζουν οἱ στερούμενοι ὁράσεως, ἔχουν βελτιωθεῖ πολὺ τὰ πράγματα. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς μαθαίνουν γράμματα, γίνονται ἐπιστήμονες καὶ δροῦν ἐνερ­γῶς μέσα στὴν κοινωνία. Ἀλλὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὰ πράγματα δὲν ἦταν καὶ τόσο αἰσιόδοξα.

    Ἄκουσε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θόρυβο πολυκοσμίας, περπατήματα, καὶ συνομιλίες. Ἀντιλήφθηκε ὅτι πλῆθος λαοῦ περνοῦσε δίπλα του. Δὲν τὸν γελοῦσαν τ’ αὐτιά του. Ρώτησε καὶ ἔμαθε ὅτι περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος καὶ κόσμος πολὺς ποὺ τὸν συνοδεύει. Μὰ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἦταν τόσο γνωστὸς ἐξ ἀκοῆς. Εἶχε ἀκούσει γι’ αὐτὸν τόσα καὶ τόσα θαυμαστὰ πράγματα. Καὶ τώρα, συλλογιζόταν, περνοῦσε δίπλα του; Αὐτὸ πιὰ δὲν ἦταν τυχαῖο· ἦταν γι’ αὐτὸν μία μοναδικὴ κι ἀνεπανάληπτη εὐκαιρία νὰ τὸν γνωρίσει καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ φῶς του. Τὸ μυαλό του δού­λεψε γρήγορα καὶ σωστὰ καὶ ἡ διαίσθησή του δὲν τὸν διέψευσε· φώ­να­ξε λοιπὸν δυνατά· Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με.

    Ἀπὸ τὴν προσφώνηση καταλαβαίνει κανεὶς τὴν προσδοκία τοῦ τυφλοῦ. Ἐλπίζει ὅτι ὁ Ἰησοῦς κοντὰ στὶς τόσες καλοσύνες, θὰ κάνει καὶ μία ἀκόμη. Εἶναι σίγουρος ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀποπέμψει. Εἰσηγεῖται τὸ αἴτημά του ταπει­νά. Σὲ πρῶτο βῆμα ζητεῖ ἔλεος. Ποιός ξέρει ἂν κάποιο ἁμάρτημά του δὲν ἔγινε αἰτία νὰ χάσει τὸ φῶς του; Ἀποκλείεται τὸ ἔλεος νὰ φέρει πίσω τὸ φῶς του;

    Οἱ ἄνθρωποι ποὺ περνοῦσαν ἀπ’ ἐκεῖ, τοῦ ἔλεγαν αὐστηρὰ νὰ σιωπή­σει, προφανῶς γιὰ νὰ μὴν ἐνοχληθεῖ, κατὰ τὴ γνώμη τους, ὁ Χριστός. Ἀλλ’ ὁ τυφλὸς δὲν τοὺς ἄκουσε. Ἀντίθετα μάλιστα φώναζε πιὸ δυνατά, μὴν τυ­χὸν καὶ δὲν τὸν ἀκούσει, καὶ χαθεῖ ἡ εὐκαιρία. Μέσα του εἶχε βαθιὰ πε­ποί­θηση ὅτι, ἂν οἱ πολλοὶ δὲν ξέρουν ἀπὸ συμπόνια, ὁ Ἰησοῦς ὅμως καὶ ξέρει καὶ εἶναι κοντὰ στοὺς πονεμένους, ὅταν μάλιστα αὐτοὶ προστρέχουν σ’ αὐ­τὸν μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη.

    Πράγματι ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν κραυγὴ τοῦ τυφλοῦ καὶ στάθηκε. Διέκο­ψε τὴν πορεία γιὰ χάρη του· γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει.  Διέταξε νὰ τὸν φέ­ρουν μπροστά του, κι ὅταν ἦρθε, τὸν ρώτησε· Τί ἐξυπηρέτηση θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Τί ζητᾶς; Ὁ Ἰησοῦς ἤξερε βεβαίως τί ζητάει, ἀλλ’ ἤθελε νὰ τὸ ἀκούσει ἀπὸ τὸ στόμα του, γιὰ νὰ μὴν ποῦν αὔριο οἱ κακεντρεχεῖς ὅτι τάχα ὁ τυφλὸς ζητοῦσε οἰκονομικὴ βοήθεια κι ἐκεῖνος τοὔδωσε ἐπιδεικτικὰ τὸ φῶς του. Τότε ὁ τυφλὸς ἀμέσως πετάχτηκε· Κύριε, θέλω τὸ φῶς τῶν μα­τιῶν μου. Ὁ Ἰησοῦς συνήθως σὲ τέτοιες στιγμὲς ζητεῖ πίστη, ἀλλὰ στὴν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ δὲν ζήτησε. Σὰν τέτοια ἐξέλαβε τὴν ἐπιμονή του, ποὺ ἦταν πράγματι ἐκδήλωση σταθερῆς καὶ ἀμετακίνητης πίστεως. Γι’ αὐ­τὸ καὶ αὐτοστιγμεὶ τοῦ λέει· Ν’ ἀναβλέψεις ἀμέσως. Ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει.

    Καὶ σημειώνει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, ὅτι τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπέκτησαν τὰ μάτια του τὸ φῶς, καὶ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ χαρὰ ὁ πρώην τυφλὸς μπῆκε κι αὐτὸς στὴν ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ καὶ δόξαζε συνεχῶς τὸ Θεὸ ποὺ τὸν ἐλέησε. Κι ὄχι μόνο αὐτός, ἀλλὰ κι ὅλος ὁ λαὸς δόξαζαν τὸ Θεὸ γι’ αὐτὸ ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὰ μάτια τους.

    Παρατηρῆστε παρακαλῶ ὅτι στὴν ἀρχὴ τοῦ κεφαλαίου, ποὺ κλείνει μὲ τὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ, ὁ Κύριος συνιστοῦσε στοὺς μαθητάς του ὅτι πρέ­πει νὰ προσεύχονται πάντοτε καὶ νὰ μὴν ἀποθαρρύνονται, ὅταν τυχὸν δὲν παίρνουν ἀπάντηση. Στὸ τέλος τοῦ κεφαλαίου προβάλλει ζωντανὸ παρά­δειγμα ἐπίμονης προσευχῆς τὸν τυφλό.

    Πόσο παραμελημένο εἶναι τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς ἀπὸ τοὺς Χρι­στια­νούς; Ὁ Κύριος μᾶς συνιστᾷ νὰ τοῦ ζητοῦμε, ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι, ὡς φαί­νε­ται, ἔχουν χάσει τὴν αἴσθηση τῆς ἀξίας τῆς προσευχῆς, καὶ σπάνια συναντᾶ κανεὶς προσευχόμενο ἄνθρωπο. Μόνο ὅταν προκύψει κανένα ὑλικὸ πρό­βλημα, τότε συνήθως προσεύχονται οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς ὅμως καὶ πάλι νὰ ξέ­ρουν πῶς νὰ προσεύχονται. Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε σύντομη καὶ περιεκτι­κό­τατη προσευχή, τὸ γνωστὸ «Πάτερ ἠμῶν», ἀλλ’ ἡ ἀπροθυμία τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ ἡ τέχνη τοῦ διαβόλου νὰ ὑποκλέπτει τὰ ἐνδιαφέροντά τους, συχνὰ ἀκυρώνουν τὴν προσευχή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως δὲν θὰ παύσει νὰ συνιστᾶ· Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε.

 

    Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 (δημοσίευσις 20/1/2011)