Εὐαγγέλιον κυριακῆς τελώνου καὶ φαρισαίου
Φαρισαϊκὴ σεμνοτυφία
Κυρ. Τελ.-Φαρισ. (Λκ 18, 10-14)
Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τὸν ταπεινὸ ἄνθρωπο μαζὶ μὲ τ’ ἁμαρτήματά του καὶ τὸν βοηθάει νὰ καθαριστεῖ καὶ νὰ σωθεῖ. Ἀλλὰ βδελύσσεται τὴν ὑποκρισία, ὅταν τὴ συναντάει σὲ πρόσωπα, ὅπως ἐκεῖνα τῶν ψευδοευλαβῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Δείχνει αὐτή του τὴν ἀποστροφὴ ὁ Χριστὸς σ’ αὐτούς, διότι αὐτοὶ ἐμπαίζουν Θεὸ καὶ ἀνθρώπους· καὶ τὸν ἑαυτό τους βέβαια πρωτίστως. Μὲ τὴν ὑποκριτικὴ συμπεριφορά τους φτάνουν στὸ ἔσχατο σημείο νὰ βλασφημοῦν ἀκόμη καὶ κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀπορρίπτοντας τὸν ἴδιο ὡς λυτρωτή (Μθ 12,31-32), πρᾶγμα ποὺ συνιστᾶ, ὅπως εἶπε ἄλλοτε, ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὅπως ἐξιστοροῦν οἱ ἱεροὶ εὐαγγελισταί, ὄχι μόνο ἀπέρριψαν τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦταν ἔργα τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ ἔργα τῆς μιᾶς Θεότητος, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀπέδωσαν στὸ διάβολο. Καὶ δὲν μετανόησαν γι’ αὐτό. Ἐπέμεναν μέχρι τέλους, σὰν ἐκεῖνον, τὸν πατέρα τους, καὶ πέθαναν ἀμετανόητοι. Σ’ αὐτὴ τὴν ὁμάδα ἀνθρώπων ἀνήκει καὶ ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς.
Ὅσο ὅμως ὁ Κύριος ἀποστρέφεται τὴ φαρισαϊκὴ ὑποκρισία, τόσο ἀγαπᾷ τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ, ποὺ μετανοεῖ. Καὶ σὰν μοναδικὸς διδάσκαλος ποὺ λέει πολλὰ δι’ ὀλίγων, ζωγραφίζει μὲ τὸ χρωστῆρα τοῦ πυκνοῦ λόγου του τὸν ὑποκριτὴ καὶ τὸν εἰλικρινῆ, τὸν ὑπερήφανο καὶ τὸν ταπεινό, στὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ φαρισαίου σὲ 6 μόνο στίχους. Τοὺς δύο χαρακτῆρες τοὺς παρουσιάζει δίπλα δίπλα, γιὰ νὰ γίνει χτυπητὴ ἡ ἀντίθεση. Τοὺς ἐμφανίζει στὸ χῶρο τοῦ ναοῦ, κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, ὅπου, ὑποτίθεται, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἰδιαίτερα εἰλικρινής.
Κι ὅμως. Ὁ φαρισαῖος, σύμφωνα μὲ τὴν παραβολή, κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς του δὲν εἶναι καθόλου εἰλικρινής. Ἀντιθέτως εἶναι ψεύτης καὶ καυχησιολόγος σὲ βαθμὸ ποὺ προκαλεῖ ὀργὴ καὶ ἀηδία. Γιὰ νὰ ὑψώσει τὸν ἑαυτό του, γκρεμίζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς ἐξαίρεση. Δὲν εἶμαι, λέει, ὅπως οἱ ἄλλοι, ἅρπαγας ἄδικος μοιχός. Δὲν εἶμαι, ὅπως αὐτὸς ἐδῶ, βρυχήθηκε, ποὺ εἶναι μπροστά μου, ὁ κλέφτης καὶ βιαστὴς τελώνης. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ τελώνης, ὅπως λέει ἡ παραβολή, μπῆκε στὸ ναὸ ἐκείνη τὴν ὥρα γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, καὶ δέχτηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπρόσμενα τὰ ὁμαδικὰ πυρὰ τοῦ φαρισαίου, χωρὶς νὰ τοῦ εἶχε δώσει τὴν παραμικρὴ ἀφορμή.
Ἀλλ’ ὁ φαρισαῖος στὴν πραγματικότητα δὲν τὰ ἔλεγε, γιὰ νὰ τ’ ἀκούσει ὁ καρδιογνώστης· ἁπλῶς προσχηματιζόταν ὅτι τὰ ἔλεγε γι’ αὐτόν. Διότι ἤξερε ὅτι στὸν καρδιογνώστη δὲν μπορεῖ νὰ κοκορεύεται· τὰ ἔλεγε, προφανῶς γιὰ νὰ τ’ ἀκούσουν οἱ παριστάμενοι, καὶ νὰ τὸν θαυμάσουν. Πῶς ὅμως νὰ τὸν θαυμάσουν κι αὐτοί, ὅταν αὐτὸς τὴν ὥρα ἐκείνη τοὺς κατηγοροῦσε ὅλους, καὶ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ στάθηκαν ν’ ἀκούσουν τὴ μεγάλαυχη προσευχή του, ὡς ἅρπαγας ἄδικους μοιχούς; Τόσο εἶχε τυφλωθεῖ ἀπὸ τὴ «λάμψη» τῶν ἀρετῶν του καὶ ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς αὐταρέσκειας καὶ τοῦ αὐτοθαυμασμοῦ του, ὁ Νάρκισσος, ὥστε δὲν καταλάβαινε τὴν γκάφα του. Τὰ ἔλεγε ἀκόμη καὶ γιὰ νὰ πλήξει τὸν ταλαίπωρο τελώνη. Τί πάθος! Καὶ ποῦ φτάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του!
Κι ἀφοῦ εἶπε τί δὲν εἶναι, λέει τώρα τί εἶναι. Εἶμαι, Θεέ, λέει ὁ φαρισαῖος, αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι οἱ ἄλλοι. Εἶμαι ὁ ξεχωριστός, ὁ σπουδαῖος, ὁ δότης, ὁ δίκαιος, ὁ σώφρων, ὁ ἐγκρατής, ὁ προσευχόμενος. Εἶμαι ἀκόμη νηστευτὴς καὶ φιλάνθρωπος. Λὲς καὶ δὲν ἤξερε ὁ καρδιογνώστης τί βδέλυγμα εἶναι, καὶ πρόκειται νὰ μάθει τώρα ἀπὸ τὶς καυχησιολογίες του. Νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, συνεχίζει, ἂν καὶ ὁ νόμος μοῦ ζητεῖ νὰ νηστεύω μία φορά. Δίνω στοὺς φτωχοὺς τὸ ἕνα δέκατο τῶν ἐτησίων εἰσοδημάτων μου.
Τὸ ὅλο καυχησιολόγο πνεῦμα τῶν λόγων του ἦταν· Δὲν μοῦ χρειάζεται ἀναγνώριση ἀπὸ κανέναν, οὔτε ἀπὸ σένα, Θεέ, οὔτε ἀπὸ τὸ Γιό σου. Ἂν ἔστειλες τὸ Γιό σου, γιὰ νὰ δικαιώσει τοὺς ἁμαρτωλούς, σὲ πληροφορῶ ὅτι δὲν μοῦ χρειάζεται ἡ δικαίωσή του, διότι ἐγὼ ἔχω αὐτοδικαιωθεῖ. Εἶμαι ἅγιος δίκαιος σεσωσμένος. Αὐτὰ εἶπε περίπου στὴν «προσευχή» του ὁ φαρισαῖος.
Γιὰ λόγους σαφηνείας πρέπει νὰ σχολιαστεῖ ἐδῶ ὅτι ἀπὸ ὅσα εἶπε ὅτι δίνει, βγαίνει ὅτι τελικὰ δὲν δίνει τίποτε. Ἁπλῶς στολίζει τὸ εἴδωλό του. Καὶ ἐμπαίζει τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ δὲν δίνει, διότι ὁ νόμος ὑποχρέωνε μόνο τοὺς γεωργοὺς καὶ κτηνοτρόφους νὰ δίνουν τὸ 1/10 τῶν εἰσοδημάτων τους. Ὄχι καὶ τοὺς ἐπαγγελματίες. Ἀλλ’ οἱ φαρισαῖοι στὴν καθημερινὴ ἀπασχόλησή τους δὲν ἦταν ποτὲ γεωργοὶ ἢ κτηνοτρόφοι. Τὰ ἐπαγγέλματα αὐτὰ τὰ θεωροῦσαν βάρβαρα καὶ τὰ ἀπέφευγαν. Συνήθως αὐτοὶ ἀσχολοῦνταν μὲ μικροχειροτεχνίες, τὶς ὁποῖες ὅμως, σημειωτέον, δὲν τὶς «ἔπιανε» ἡ φορολογία.
Καὶ ἀφοῦ δὲν τὶς ἔπιανε, οἱ φαρισαῖοι δὲν εἶχαν καμμία ὑποχρέωση νὰ δώσουν. Ἀλλὰ πῶς αὐτοὶ οἱ ταρτοῦφοι θὰ καυχῶνται ὕστερα, ἂν δὲν δώσουν; Καὶ πῶς θὰ «βγοῦν» μπροστὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὴν τάχα ὑπέρτακτη ἀρετή τους; Γι’ αὐτὸ οἱ «φιλάνθρωποι» φύτευαν φυτά, δυόσμο καὶ ἄνηθο καὶ κύμινο καὶ πήγανο καὶ ἄλλα σὲ ...γλάστρες, καὶ ἀπὸ τὸ παραγόμενο προϊὸν ἔδιναν γιὰ φιλανθρωπία τὸ ἕνα δέκατο! Καὶ καυχῶνταν ἀπὸ πάνω, οἱ ἀθεόφοβοι. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς σιχάθηκε ὁ Χριστὸς καὶ τὴν κατάλληλη στιγμὴ τοὺς ἐλέγχει μὲ τὰ καυστικὰ καὶ ἀδυσώπητα ἐκεῖνα «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί... ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ κύμινον καὶ τὸ ἄνηθον...» κλπ (Μθ 23,23).
Ὁ τελώνης ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔχοντας συνείδηση ἁμαρτωλοῦ, ποὺ ἀδίκησε Θεὸ καὶ ἀνθρώπους μὲ τὶς πράξεις του, ἔσκυψε τὸ κεφάλι του ἀπὸ ντροπὴ καὶ ἐνοχή, καὶ χτυπώντας τὸ στῆθος του ἀπεγνωσμένα, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ κατὰ κάποιο τρόπο τὴν ἁμαρτωλὴ καρδιά του, ποὺ τὸν ἔσπρωχνε στὴν παντοειδῆ ἁμαρτία, κλοπές, ἐκβιασμούς, πλεονεξία, πλουτισμό, κλπ.
Ὁ ταρτουφισμὸς εἶναι μυσαρὸς πάντοτε. Καὶ σήμερα. Καὶ καταδικάζεται ἀπὸ ὅλους, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀξιοσυμπάθητη, καὶ δικαιώνεται. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἐαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». Καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ὁμοίως· «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
Ἀθανάσιος Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 9/2/2011)