ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν Εὐαγγέλιον 4ης κυριακῆς Ματθαίου

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον 4ης κυριακῆς Ματθαίου

 

Η ΠΙΣΤΙ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ

 

Κυριακὴ δ΄ Ματθαίου (Μθ 8, 5-13)

 

 Τὸ κείμενον τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσελθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐ­τῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέ­βληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκα­τόν­ταρχος ἔφη· Κύριε, οὔκ εἰμι ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μό­νον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύ­θητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ το­σαύ­την πίστιν εὗ­ρον. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐξώ­τε­ρον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόν­των. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενη­θήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.

 

 

 

᾿Εκ τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ χρυσοστόμου

(ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες κε΄ καὶ κf΄ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον)

 

Σὲ ὅλο τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ βλέπει κανεὶς πόσο ἀφωσιωμένος ἦταν σ’ αὐτὸν ὁ λαός· διότι καὶ ὅταν ὡμιλοῦσε, τὸν ἄκουγαν σιωπηλοί, χω­ρὶς νὰ παρεμβαίνουν οὔτε νὰ διακόπτουν τὴν συνέχεια τοῦ λόγου του οὔτε προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν ἀφορμή, γιὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν ὅπως οἱ φαρι­σαῖοι· καὶ μετὰ τὴν διδασκαλία τὸν ἀκολουθοῦσαν πάλι μὲ θαυμασμό. ᾿Εσὺ ὅμως πρόσεξε, παρακαλῶ, τὴν σύνεσι τοῦ Κυρίου, πῶς οἰκονομεῖ ποικιλο­τρόπως τὴν ὠφέλεια τῶν παρόντων μεταβαίνοντας ἀπὸ τὰ θαύματα στοὺς λόγους καὶ πάλι ἐρχόμενος ἀπὸ τοὺς λόγους τῆς διδασκαλίας στὰ θαύ­μα­τα. Διότι καὶ πρὶν ἀνεβῇ στὸ ὄρος ἐθεράπευσε πολλοὺς προετοιμάζοντας τὸ ἔδαφος γιὰ ὅσα θὰ ἔλεγε, καὶ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσι τῆς μακρᾶς αὐτῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους διδασκαλίας πάλι ἔρχεται σὲ θαύματα ἐπιβεβαιώνοντας τοὺς λόγους μὲ τὰ ἔργα του. Καὶ ἐπειδὴ δίδασκε «ὡς ἔχων ἐξουσίαν» (Μθ 7, 29), γιὰ νὰ μὴ νομισθῇ ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας του κομπασμὸς καὶ αὐ­θάδεια, κάνει τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ ἔργα· θεραπεύει «ὡς ἐξουσίαν ἔχων», γιὰ νὰ μὴ θορυβοῦνται βλέποντάς τον νὰ διδάσκῃ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔκαμε καὶ τὰ θαύματα.

Ὅταν λοιπὸν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος, τότε προσῆλθε ὁ λεπρός, ἐνῷ αὐ­τὸς ὁ ἑκατόνταρχος τὸν πλησίασε λίγο μετά, μόλις εἰσῆλθε στὴν Καπερ­ναούμ. Γιὰ ποιό λόγο ὅμως οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος δὲν ἀνέβηκαν στὸ ὄρος; Ὄχι ἀπὸ ῥαθυμία, διότι καὶ τῶν δύο ἡ πίστις ἦταν θερμή, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διακόψουν τὴ διδασκαλία. Καὶ ὅταν πλησίασε ὁ ἑκατόνταρχος, λέει· «ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος». Μερικοὶ λοιπὸν λένε ὅτι ἀπολογούμενος ἀνέφερε τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία δὲν τὸν ἔφερε μαζί του. Διότι δὲν ἦταν δυνατόν, λέει, νὰ τὸν μεταφέρῃ σηκωτό, ἐνῷ ἦταν παράλυτος καὶ ὑπέφερε εὑρισκόμενος στὶς τελευταῖες ἀναπνοές του. Γιὰ τὸ ὅτι ἦταν ἑτοιμοθάνατος λέει ὁ Λουκᾶς ὅτι «ἤμελλε τελευτᾶν» (Λκ 7, 2). Ἐγὼ ὅμως βλέπω ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξις τῆς με­γάλης του πίστεως, ἡ ὁποία ἦταν πολὺ μεγαλειτέρα ἀπὸ ἐκείνων ποὺ κα­τέ­βασαν τὸν ἄλλον παραλυτικὸ ἀπὸ τὴ στέγη. Διότι γνωρίζοντας σαφῶς ὅτι καὶ μόνη ἡ προσταγή του ἀρκεῖ, γιὰ νὰ σηκωθῇ ὁ κατάκοιτος, θεώρησε περιττὸ νὰ τὸν μεταφέρῃ μέχρι ἐκεῖ.

Τί ἔκαμε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς; Αὐτὸ ποὺ σὲ καμμία προηγούμενη περί­πτωσι δὲν εἶχε κάμει. Ἐνῷ δηλαδὴ παντοῦ ἀκολουθοῦσε τὴν προαίρεσι αὐτῶν ποὺ τὸν ἱκέτευαν, ἐδῶ σπεύδει, καὶ δὲν ὑπόσχεται μόνο νὰ τὸν θε­ραπεύσει, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταβῇ στὴν οἰκία. Καὶ τὸ πράττει αὐτό, γιὰ νὰ μά­θουμε τὴν ἀρετὴ τοῦ ἑκατοντάρχου. Διότι, ἐὰν δὲν εἶχε δώσει αὐτὴν τὴν ὑπόσχεσι, ἀλλὰ ἔλεγε «πήγαινε», τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ γνωρίζαμε... Ἂν καὶ δὲν προσκαλεῖται στὴν οἰκία, μὲ δική του πρωτοβουλία ὑπόσχεται ὅτι θὰ μεταβῇ, γιὰ νὰ μάθῃς τὴν πίστι καὶ τὴν πολλὴ ταπεινοφροσύνη τοῦ ἑκατοντάρχου...

Καὶ τί λέει ὁ ἑκατόνταρχος; «Οὔκ εἰμι ἱκανός, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς». Ἂς ἀκούσουμε ὅσοι πρόκειται νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Χριστό· διότι εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε καὶ τώρα. Ἂς ἀκούσουμε καὶ ἂς παραδειγματιστοῦμε ἀπὸ τὸν ζῆλο του, καὶ ἂς τὸν δεχθοῦμε μὲ τὴν ἴδια πλούσια διάθεσι. Διότι καὶ ὅταν ὑποδεχθῇς πτωχὸ καὶ πεινασμένο καὶ γυμνό, ἐκεῖνον ὑποδέχθηκες καὶ ἔθρεψες. «Ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰα­θή­σεται ὁ παῖς μου». Κοίταξε ὅτι καὶ αὐτός, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ λεπρός, ἔχει τὴν ἁρμόζουσα γνώμη περὶ τοῦ Κυρίου· διότι οὔτε ἐκεῖνος τοῦ εἶπε «παρακάλεσε» οὔτε «προσευχήσου» καὶ «ἱκέτευσε», ἀλλὰ μόνον «πρό­στα­ξε». Ἔπειτα, φοβούμενος μήπως ἀπὸ μετριοφροσύνη ἀρνηθῇ ὁ ᾿Ιησοῦς, λέει (ὁ ἑκατόνταρχος)· «καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύ­θητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ».

...Καὶ ὅταν τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ ἑκατόνταρχος καὶ ἀνεγνώρισε στὸν ᾿Ιησοῦ αὐτὴν τὴν ἐξουσία, ὁ Κύριος ὄχι μόνον δὲν τὸν ἤλεγξε, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπι­δο­κί­μασε καὶ ἔκαμε κάτι ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν ἐπιδοκιμασία. Πράγ­μα­τι ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν εἶπε ὅτι ἁπλῶς ἐπῄνεσε αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη, ἀλλὰ φα­νερώνοντας καὶ ἐπαύξησι τοῦ ἐπαίνου λέει ὅτι καὶ ἐθαύμασε· καὶ ὄχι ἁ­πλῶς ἐθαύμασε, ἀλλὰ καὶ παρόντος ὅλου τοῦ πλήθους τὸν ἔθεσε ὡς ὑπό­δειγ­μα καὶ στοὺς ἄλλους, ὥστε νὰ ποθήσουν νὰ τὸν μιμηθοῦν. Βλέπεις πῶς θαυμάζεται ἀπὸ τὸν Κύριο ὅποιος ὁμολογεῖ τὴν ἐξουσία του; ...

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ θαυμάζει τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν προβάλλει ἐνώπιον ὅλων καὶ τὸν τιμᾷ ὑποσχόμενος νὰ τοῦ χαρίσῃ τὴν βασιλεία του καὶ τοὺς ἄλλους καλεῖ πρὸς μίμησι τοῦ ζήλου του. Καὶ γιὰ νὰ βεβαιωθῇς ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν σκοπὸ τὰ εἶπε αὐτά, γιὰ νὰ μάθῃ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πιστεύουν ἔτσι, ἄκουσε τὴν ἀκρίβεια τοῦ εὐαγγελιστοῦ πῶς τὸ ὑπαινίσσεται αὐτό· «Στραφείς» λέει «ὁ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν αὐτόν· οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον». Ἑπομένως τὸ νὰ ἔχῃ κάποιος μεγάλη ὑπόληψι περὶ αὐτοῦ εἶναι ἡ τρανωτέρα ἀπόδειξι πίστεως, συγχρόνως δὲ αὐτὸ προξενεῖ καὶ τὴν βασιλεία καὶ τὰ ἄλλα ἀγαθά. Ὁ ἔπαινος ἄλλωστε δὲν περιωρίστηκε μόνο στοὺς λόγους, ἀλλὰ ἀντα­μεί­βοντας τὴν πίστι του τοῦ παρέδωσε τὸν ἀσθενῆ θεραπευμένο, καὶ τοῦ πλέκει στέφανο λαμπρὸ καὶ τοῦ ὑπόσχεται μεγάλες δωρεὲς λέγοντας· «Πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ· οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται ἔξω». ᾿Επειδὴ λοιπὸν τοὺς ἐπέδειξε προηγουμένως πολλὰ θαύματα, τοὺς μιλᾷ τώρα μὲ μεγαλείτερη παρρησία. Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ νο­μί­σει κάποιος ὅτι αὐτὰ εἶναι λόγια κολακείας, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίζουν ὅλοι ὅτι πράγματι αὐτὴ ἦταν ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τοῦ ἑκατοντάρχου, λέει· «ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενη­θήτω σοι». Καὶ ἀμέσως ἐπακολούθησε ἡ θεραπεία, ἡ ὁποία ἐπιβεβαίωσε τὴν προαίρεσί του.

Ἐπειδὴ δὲ ὁ Λουκᾶς, ὅταν περιγράφῃ αὐτὸ τὸ θαῦμα, ἀναφέρει καὶ ἄλλα περισσότερα, τὰ ὁποία δίνουν τὴν ἐντύπωσι ὅτι ὑπάρχει διαφωνία, εἶναι ἀνάγκη νὰ σᾶς διαλευκάνω αὐτὸ τὸ ζήτημα. Τί λέει λοιπὸν ὁ Λουκᾶς; ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος ἀπέστειλε πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων πρὸς αὐτὸν παρακαλῶντάς τον νὰ πάῃ. Ἐνῷ ὁ Ματθαῖος λέγει ὅτι πῆγε ὁ ἴδιος καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος. ῾Ωρισμένοι λέγουν ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μὲ ἐκεῖνον, ἂν καὶ ἔχει πολλὲς ὁμοιότητες... ᾿Εγὼ ἔχω τὴν γνώμη ὅτι αὐτὸς εἶ­ναι ὁ ἴδιος μὲ ἐκεῖνον. Πῶς λοιπὸν ὁ μὲν Μτθαῖος ἀναφέρει ὅτι αὐτὸς εἶπε «οὔκ εἰμι ἄξιος ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς», ὁ δὲ Λουκᾶς ὅτι ἔστειλε νὰ τὸν προσκαλέσουν; Μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Λουκᾶς θέλει νὰ δείξῃ τὴν κολακεία τῶν Ἰουδαίων, καὶ ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονται σὲ συμφορά, ἐπειδὴ ἐπικρατεῖ μέσα τους ἀκαταστασία, ἀλλάζουν εὔκολα γνώμη· διότι εἶ­ναι εὔλογο, ὅταν ὁ ἑκατόνταρχος θέλησε νὰ πάῃ ὁ ἴδιος, νὰ ἐμπο­δί­στηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι θέλοντας νὰ τὸν κολακεύσουν τοῦ εἶπαν ὅτι «θὰ πᾶμε ἐμεῖς νὰ τὸν φέρουμε». Πρόσεξε λοιπὸν ὅτι καὶ ἡ παράκλησί τους εἶναι μεστὴ ἀπὸ κολακεία. «Ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν», λέει, «καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν». Οὔτε γνωρίζουν πῶς νὰ ἐπαινέσουν τὸν ἄνδρα· διότι ἔπρεπε νὰ ποῦν ὅτι θέλησε νὰ ἔρθῃ ὁ ἴδιος νὰ σὲ παρα­κα­λέσῃ, ἀλλὰ τὸν ἐμποδίσαμε ἐμεῖς βλέποντας τὴν συμφορά του καὶ τὸ πτῶ­μα νὰ κείτεται ἀκίνητο, καὶ ἔτσι νὰ παραστήσουν τὸ μέγεθος τῆς πί­στε­ώς του. Δὲν τὸ λένε ὅμως αὐτό, διότι δὲν ἤθελαν ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου νὰ ἀποκαλύψουν τὴν πίστι τοῦ ἀνδρός· ἀλλὰ προτιμοῦσαν μᾶλλον νὰ ἀπο­κρύψουν τὴν ἀρετή του –πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ ἦρθαν μόνοι τους νὰ πα­ρα­καλέσουν, γιὰ νὰ μὴ φανῇ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ παρακαλοῦσε ἦταν κάποιος σπουδαῖος–, παρὰ διακηρύσσοντας τὴν πίστι ἐκείνου νὰ ἐπιτύχουν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχαν ἔρθει. Διότι ὁ φθόνος εἶναι ἱκανὸς νὰ σκοτίσει τὸν νοῦ. Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ γνωρίζει τὰ ἀπόρρητα, παρὰ τὴν θέλησί τους διε­κήρυξε τὴν ἀρετή του...

Τὸ ὅτι ὁ Ματθαῖος λέει ὅτι αὐτὸ δὲν τοῦ τὸ ἐμήνυσε μὲ τοὺς φίλους του, ἀλλὰ αὐτοπροσώπως, αὐτὸ δὲν ἀλλάζει τίποτε. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὰς παρουσίασε τὴν προθυμία τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὸ ὅτι εἶχε τὴν πρέπουσα γνώμη γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι δὲ φυσικό, ἀφοῦ ἀπέστειλε τοὺς φίλους του, νὰ ἐπῆγε καὶ ὁ ἴδιος νὰ τοῦ τὸ πεῖ. Ἐὰν τώρα ὁ Λουκᾶς δὲν ἀνέφερε τὸ ἕνα, οὔτε ὁ Ματθαῖος τὸ ἄλλο, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δια­φωνοῦν μεταξύ τους, ἀλλὰ ὅτι ὁ καθένας συμπληρώνει ὅ,τι παραλείπει ὁ ἄλλος. Πρόσεξε δὲ πῶς καὶ μὲ ἄλλον τρόπο ὁ Λουκᾶς διεκήρυξε τὴν πί­στι τοῦ ἑκατόνταρχου λέγοντας ὅτι ὁ δοῦλός του ἐπρόκειτο νὰ πεθάνῃ· ὅμως οὔτε αὐτὸ τὸν ὡδήγησε σὲ ἀπόγνωσι οὔτε τὸν ἔκαμε νὰ ἀπελπισθῇ. Ἐὰν τώρα ὁ μὲν Ματθαῖος λέει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε «οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον», φανερώνοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅτι ὁ ἄνθρω­πος δὲν ἦταν Ἰσραηλίτης, ὁ δὲ Λουκᾶς ὅτι «ᾠκοδόμησε τὴν συναγωγήν», οὔτε αὐτὸ εἶναι ἀντίφασι. Διότι εἶναι δυνατὸν καὶ Ἰουδαῖος νὰ μὴν εἶναι καὶ νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν συναγωγὴ καὶ τὸ ἔθνος νὰ ἀγαπᾷ. ᾿Εσὺ ὅμως μὴν ἐξετάζεις μόνον τὰ λόγια τοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ λάβε ὑπ’ ὄψιν σου καὶ τὸ ἀξί­ω­μά του, καὶ τότε θὰ ἀντιληφθῃς τὴν ἀρετή του. Ἐπειδὴ εἶναι μεγάλη ἡ ἀλαζονεία τῶν ἀξιωματούχων, καὶ οὔτε στὶς συμφορὲς ταπεινώνονται...

...Ἦταν πολὺ σπουδαῖο, ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀνήκει στὸ ἰουδαϊκὸ ἔθνος νὰ φτάσῃ σὲ τόσο ὑψηλὴ ἔννοια περὶ Χριστοῦ...

Εἶδες πῶς ἐξεπληρώθη τὸ «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τῶν οὐρα­νῶν, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»; (Μθ 6, 33). Ἐπειδὴ ἐπέδειξε πολλὴ πί­στι καὶ ταπεινοφροσύνη, καὶ τὸν οὐρανὸ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν ὑγεία τοῦ προσέθεσε· καὶ δὲν τὸν ἐτίμησε μόνον μὲ αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ δείξῃ ποιοί ἀποβάλλονται, ἐνῷ εἰσάγεται αὐτός. Ἀπὸ τώρα ἀκόμη κάνει γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ σωτηρία θὰ προέλθῃ ἀπὸ τὴν πίστι καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν τήρησι τοῦ νόμου. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ δωρεὰ ἀφορᾷ ὄχι μόνον τοὺς Ἰου­δαίους ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐθνικούς, καὶ μάλιστα ἐκείνους περισσότερο ἀπὸ αὐτούς. Διότι, λέει, μὴ νομίσετε βεβαίως ὅτι αὐτὸ συνέβη μόνο στὴν περί­πτω­σι τοῦ ἑκατοντάρχου, ἀλλὰ τὸ ἴδιο θὰ ἰσχύσῃ καὶ γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Καὶ τὸ ἔλεγε αὐτὸ προφητεύοντας περὶ τῶν ἐθνῶν καὶ δίδοντάς τους καλὲς ἐλπίδες. Πράγματι μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ἀκολουθοῦσαν ὑπῆρχαν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας, ποὺ ἐκατοι­κεῖ­το ἀπὸ ἐθνικούς. Τὸ ἔλεγε γιὰ νὰ προφυλάξῃ τοὺς ἐθνικοὺς ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσι, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ταπεινώσῃ τὸ φρόνημα τῶν Ἰουδαίων...

᾿Εσὺ ὅμως μὴν προσέχῃς μόνον τὸ ὅτι αὐτὸς πίστεψε καὶ ὁ ἄλλος για­τρεύτηκε, ἀλλὰ θαύμασε καὶ τὴν ταχύτητα, τὴν ὁποία φανερώνει ὁ εὐαγ­γελιστής, ὅταν λέει· «Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ». Ἀκριβῶς ὅπως εἶπε καὶ στὴν περίπτωσι τοῦ λεπροῦ ὅτι «εὐθέως ἐκαθαρί­σθη» (Μθ 8, 3). Διότι ἐπεδείκνυε τὴ δύναμί του ὄχι μόνον μὲ τὸ νὰ θερα­πεύῃ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ τὸ κάνῃ αὐτὸ μὲ τρόπο παράδοξο καὶ μάλιστα ἀκαριαίως. Καὶ δὲν ὠφελοῦσε μόνον μὲ αὐτὰ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅτι συνεχῶς μαζὶ μὲ τὴν ἐπίδειξι τῶν θαυμάτων συνδύαζε καὶ τοὺς λόγους περὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ τοὺς προσείλκυε ὅλους πρὸς αὐτήν. Διότι καὶ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τοὺς βγάλῃ ἀπὸ τὴν βασιλεία, τοὺς ἀπειλοῦσε ὄχι γιὰ νὰ τοὺς βγάλῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς προξενήσῃ φόβο μὲ τοὺς λόγους του καὶ ἔτσι νὰ τοὺς προσελκύσῃ πρὸς αὐτήν. Ἐὰν δὲ οὔτε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ὠφελοῦνταν, ἡ ἐνοχὴ θὰ ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου δική τους, καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἴδια ἀσθένεια. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δῇ κανεὶς ὄχι μόνον στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς πιστούς. Πράγ­μα­τι καὶ ὁ Ἰούδας υἱὸς τῆς βασιλείας ἦταν καὶ ἄκουσε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὰς τὸ ἐπὶ «δώδεκα θρόνους καθιεῖσθε» (Μθ 19, 2), ἀλλὰ ἔγινε υἱὸς τῆς γεέννης· ἐνῷ ὁ Αἰθίοψ (Πρξ 8, 26-29), ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος ἀλλο­εθ­νής, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατάγονταν ἀπὸ «Ἀνατολῶν καὶ Δυσμῶν», θὰ ἀπολαύσῃ τοὺς στεφάνους μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰα­κώβ. Τὸ ἴδιο γίνεται τώρα καὶ σ᾿ ἐμᾶς. Διότι λέει· «πολλοὶ πρῶτοι ἔσονται ἔσχατοι καὶ πολλοὶ ἔσχατοι πρῶτοι». Τὸ λέει αὐτό, ὥστε οὔτε ἐκεῖνοι νὰ ῥαθυμοῦν, σὰν νὰ μὴν μποροῦσαν νὰ ἐπανέλθουν, οὔτε αὐτοὶ νὰ παίρνουν θάρρος, σὰν νὰ ἦταν ἀμετακίνητοι...

Ἂς μὴν ἔχουμε λοιπὸν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας ὅσοι συμπεριλαμ­βα­νό­μαστε μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀλλὰ νὰ λέμε στοὺς ἑαυτούς μας «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ 10, 12). Διότι πολλοί, ἂν καὶ ἀνέβηκαν στὴν κορυφὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπέδειξαν κάθε καρτερία καὶ κατοίκησαν στὶς ἐρήμους καὶ οὔτε στὸ ὄνειρό τους δὲν εἶδαν γυναῖκα, ἔδειξαν πρὸς στιγμὴν ἀμέλεια, νικήθηκαν καὶ ἔπεσαν στὸ ἴδιο τὸ βάραθρο τῆς κακίας. Ἄλλοι πάλι ἀπὸ ἐκεῖ κάτω ἀνέβηκαν στὸν οὐρανὸ καὶ μεταπήδησαν ἀπὸ τὴν σκηνὴ καὶ τὴν ὀρχήστρα στὴν ἀγγελικὴ πολιτεία...

Ἐμεῖς ὅμως, ἀφοῦ ἔχουμε τόσα παραδείγματα ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ ἀπὸ ὅλη τὴν ζωή μας, ἂς προσέχουμε πολὺ καὶ ἂς προσπαθοῦμε νὰ μὴν πέφτουμε τόσο χαμηλά· ἀλλὰ καὶ ἂν κάποτε πέσουμε, νὰ μὴν παρα­μεί­νουμε στὴν κατάστασι τῆς πτώσεως. Διότι ἂν ὁ δίκαιος Δαυίδ, ἐπειδὴ πρὸς στιγμὴν ἀμέλησε, δέχθηκε τέτοια τραύματα, τί θὰ πάθουμε ἐμεῖς ποὺ καθημερινῶς ἀμελοῦμε; Μὴ δῇς ὅτι ἔπεσε καὶ ἀποθαρρυνθῇς, ἀλλὰ σκέψου τί ἔπραξε στὴν συνέχεια· πόσους θρήνους ἐπέδειξε, πόση μετάνοια, προσθέτοντας στὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύχτες...

...Γιὰ νὰ μὴ συμβῇ ὅμως νὰ πέσουμε καὶ νὰ μείνουμε ἀμετανόητοι, ἂς ἐξοπλίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ ἔργα ἀγαθά, ὥστε κι ἂν πέσουμε σὲ κάποιο ἁμάρτημα, νὰ τὸ ἁπαλύνουμε μὲ αὐτά· καὶ ἔτσι νὰ καταξιωθοῦμε, ἀφοῦ ζήσουμε τὴν παροῦσα ζωὴ πρὸς δόξαν Θεοῦ, νὰ ἀπολαύσουμε τὴ μέλλουσα...

 

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον», ῞Αγιον Ὄρος 2003, σ. 163-171· ἐπι­μέ­λεια ὑπὸ ἱεροῦ κελλίου ῾Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη. ἐπιλογὴ καὶ μετάφρασι ἀπο­σπα­σμά­των ὑπὸ τοῦ ἱερομονάχου Σάββα Μπου­ρα­ζερίτου. ἡ παροῦσα διασκευὴ καὶ σύν­τμη­σις τοῦ κειμένου ὑπὸ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου.

 

(δημοσίευσις· ἰοὐλιος 2011)