ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν Εὐαγγέλιον 5ης κυριακῆς Ματθαίου

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον 5ης κυριακῆς Ματθαίου

 

Βασιλείου Ἐπισκόπου Σελευκείας


«Λόγος εἰς τὸν δαιμονιζόμενον»

 

Κυριακὴ Ε΄ Ματθαίου

 

Πολλὲς εἶναι οἱ ἐπιβουλὲς τῶν δαιμόνων κατὰ τῶν ἀνθρώπων· πολ­λα­πλάσια ὅμως ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Πράγματι, ἐὰν δὲν μᾶς ὑπεράσπιζε ἡ ἄνωθεν συμμαχία, θὰ εἶχε ἐξαφανιστῆ πρὸ πολλοῦ τὸ γένος μας ἀπὸ τὶς πολιορκίες τῶν δαιμόνων. Διότι ποιά εὐκαιρία ἢ ποιόν χρόνο ἄφησαν χωρὶς πειρασμούς; Πότε ἔπαψαν νὰ ἑτοιμάζουν πα­γίδες στὴν ἀνθρώπινη φύσι καὶ νὰ σχεδιάζουν τὶς συμφορές μας; Βεβαίως δὲν εἶναι πονηρὰ ἡ φύσι τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἀποδείχτηκε μοχθηρὴ ἡ προ­αί­ρεσί του. Σ’ αὐτὸν εἶχε ἀναθέσει ὁ δημιουργὸς τὴν διοίκησι τοῦ ἀέρος, ὅπως ὁ ἀκροατὴς τῶν οὐρανίων Παῦλος μᾶς ἀπο­κά­λυ­ψε λέγοντας· «κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνερ­γοῦν­τος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας» (῾Εφ 2,2). Ἔπειτα ὅμως ἐπιθυμώντας νὰ ὑ­περ­βῆ τὴν φύσι του ἐξέπεσε τῆς ἀξίας του, χάνοντας τὸν θρόνο ἐξ αἰτίας τοῦ ὑψηλοῦ φρονήματός του· ἔγινε δηλαδὴ ὁ ὄγκος τοῦ φρονήματος μέτρο τῆς στερήσεως τοῦ Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἄρχισε νὰ ἀσχολῆται μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὴν ἀποστροφή του πρὸς τὸν δημι­ουρ­γό, καὶ νὰ προσπαθῇ μὲ διάφορες μηχανορραφίες νὰ ἀμαυρώσῃ τὴν εἰκόνα τοῦ κτίστου. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν μποροῦσε νὰ πολε­μήσῃ εὐθέως τὸν Θεό, μεθοδεύει ἀλλιῶς τὴν μάχη διδάσκοντας τὰ κτί­σμα­τα νὰ ἐπαναστατοῦν κατὰ τοῦ κτίστου. Ἔτσι, ἀμέσως μόλις πλάσθηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος καὶ ἔφερε τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς εἰκόνος, τὸν συμβούλευσε νὰ μελετήσῃ τὴν ἀν­τιθεΐα λέγοντας· «ᾗ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί» (Γέ 3,5). Καὶ κα­θὼς ἐπλήθαινε τὸ γένος, τοῦ βά­ζει λογισμοὺς εἰδωλολατρίας· κατάντησε τὸ κτίσμα σὲ τόσο σκοτασμό, ὥσ­τε νὰ προσκυνῇ τὴν κτίσι, ἀγνοῶντας τὸν κτίστη. Καὶ ἔβλεπες παντοῦ βω­μοὺς καὶ ναοὺς καὶ κατασκευὲς εἰδώλων, αἵματα καὶ χοροὺς δαιμόνων. Δὲν ἀρκέστηκαν ὅμως σ’ αὐτὴν τὴν ἀποπλάνησι τῶν ἀνθρώπων οἱ δαίμονες οὔτε στὶς τιμὲς ποὺ ἀπελάμβαναν ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τιμω­ροῦσαν τοὺς ἀθλίους ἀνθρώπους καὶ εἰσχωρώντας μέσα τους κατοικοῦσαν σ’ αὐτούς. Δὲν ἀφήνει ὅμως ὁ Θεὸς ἀβοήθητο τὸ πλάσμα του, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐχρη­σι­μο­ποί­ησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταῖα θέτει σὲ ἐνέρ­γεια τὸ σο­φὸ σχέδιο τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας, προξενώντας ἔτσι τὸ αὔτανδρο ναυ­ά­γιο τῶν δαιμόνων· ἀναγγέλλοντας δὲ τὴν ἐλευθερία μὲ τὰ λόγια, ἐπι­βε­βαί­ωνε τὴν ὑπόσχεσι μὲ θαύματα. Αὐτὸ μᾶς παρέστησε μὲ σαφήνεια ἡ δι­ή­γησις τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ μό­λις ἀνεγνώσθη. Ἐλέγχει τὴν ἐπήρεια τῶν δαι­μό­νων καὶ δείχνει τὴν βοήθεια ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

«᾿Εξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πό­λεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκα­νῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύ­σκε­το καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλ­λὰ ἐν τοῖς μνή­μασιν». Αὐτὸς εἶναι ὁ θυμὸς τῶν δαιμόνων κατὰ τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐπι­θυμοῦν νὰ τοὺς καταλάβουν ὅλους, λυποῦνται ὅμως ποὺ δὲν μπο­ροῦν οὔτε κἂν νὰ τοὺς ἐπηρεάσουν ὅλους.

«Ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πό­λεως». Ἡ μία συμφορὰ πιὸ τρο­με­ρὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη· οἱ δαί­μονες κα­τοι­κοῦσαν μέσα του, κι ὁ ἴδιος κα­τοι­κοῦσε στὰ μνήματα, ὥστε κατοι­κών­τας ἐκεῖ καὶ συγχρόνως κατοι­κού­μενος νὰ ἀναγκάζεται νὰ συγ­κα­τοικῆ μὲ τοὺς νεκρούς. Μᾶλλον ἦταν καταδι­κα­σμέ­νος νὰ ὑπομένῃ μία ζωὴ βαρύτερη ἀπὸ τὸν θάνατο. Διότι σ’ ἐκείνους ποὺ ἀπέρχονται ὁ θάνα­τος κλέπτει τὴν αἴσθησι τῶν παθημάτων, καὶ ὁ τά­φος χαρίζει στοὺς νε­κροὺς ἐλευθερία ἀπὸ τὰ λυπηρά· ἐνῷ ἐκεῖνος ἦταν μὲν κατὰ τὰ ἄλλα νε­κρός, ἐζοῦσε δὲ μόνο τόσο, ὅσο νὰ αἰσθάνεται τὴν ταλαι­πω­ρία του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπ’ αὐτήν.

«Καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο». Πόσον ἀλλοπρόσαλλη εἶναι ἡ κακία τοῦ διαβόλου! Τὸν Ἀδάμ, ποὺ ἦταν σω­στὰ γυμνός, τὸν ἔντυσε μὲ αἰσχύνη.

«Καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους». Δάνειζε καὶ δύ­να­μι στὸν πάσχοντα, γιὰ νὰ διαρρήξῃ τὰ δεσμά· διότι στὸ πάθος αὐτὸ ὑποχωρεῖ ἀκόμη καὶ ὁ σίδηρος καὶ ἀποδει­κνύ­εται ἀνίσχυρος. Δὲν ἄφηνε κανέναν νὰ περάσῃ ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέρος· ὡς λυσσώδη εἶχε ἐξαπολύσει ὁ δαίμονας τὸν ἄνθρωπο ἐναντίον τῶν ἀνθρώ­πων. Ὅμως ἂν καὶ μὲ τόσες συμ­φορὲς τὸν εἶχε δέσει ὁ δαίμονας, δὲν κατώρθωσε νὰ τὸν ἐμποδίσῃ νὰ συναντηθῇ μὲ τὸν Κύριο.

Τὸ πρῶτο μέσον ποὺ ἐχρησιμοποίησε ἡ πρόνοια ἦταν αὐτό· οἱ δαίμονες μὴ ὑποφέροντας τὴν λαμπρότητα ἐκείνου ποὺ ἦταν ἐνώπιόν τους ἐφώναζαν· «Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ;» Ἀντιδροῦν μόνο στὸ σῶμα ποὺ φαίνεται, μὴ γνωρίζοντας ὅτι σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι κρυμμένη ἡ θεότης. Διότι πῶς μπορεῖ ὁ δοῦλος νὰ φωνάζῃ στoν Δεσπότη· «τί ἐμοὶ καὶ σοί»; Περιφρονοῦν αὐτὸν ποὺ βλέπουν, ἐπειδὴ δὲν βλέπουν αὐτὸν ποὺ τοὺς βασανίζει.

«Τί σχέσι ἔχουμε ἐμεῖς μαζί σου;» Ὢ πόσους δικαίους ἔχουμε συν­αν­τήσει καὶ δὲν δοκιμάσαμε ἀπὸ αὐτοὺς παρόμοιο μαστίγωμα! Μᾶς εἶναι ἀφόρητος ὁ ἐχθρός, ἀνυπόφορα τὰ βέλη του.

«Τί ἡμῖν καὶ σοί;» Ἀπὸ τότε ποὺ ἦρθες στὴν γῆ ἐκήρυξες τὸν πόλεμο ἐναντίον μας· σὲ εἶδαν οἱ μάγοι, ὅταν γεννήθηκες, καὶ σὲ προσεκύνησαν δραπετεύοντας ἀπὸ ἐμᾶς· σὲ ἄκουσαν οἱ τελῶνες ποὺ μιλοῦσες καὶ ἀπέ­δρα­σαν ἀπὸ τὰ δικά μας τελώνια· τὶς πόρνες, τὰ θύματά μας, τὶς συνέ­λα­βες ἐσὺ μὲ τὴν μετάνοια. Μία παρηγοριὰ μᾶς εἶχε ἀπομείνει, τὰ παθήματα τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὐτὴν τὴν ἀπόλαυσι μᾶς τὴν ἐστέρησες. Ἐκεῖ ἀνώρ­θω­σες τοὺς παρα­λύ­τους, ἀλλοῦ ἀπάλλαξες τοὺς κωφοὺς ἀπὸ τὸ πάθος τους, ἐκεῖ χάρισες τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες στοὺς τυφλούς, ἐκεῖ ἀπέλυσες τοὺς νε­κροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους. Ἑτοιμόρροπο κατάντησες τὸ δεσμωτήριο τοῦ θα­νά­του, τὸ ὁποῖο ἐμεῖς μὲ τόσους κόπους οἰκοδομήσαμε. Ὅσες θερα­πεῖ­ες προσέ­φε­ρες στοὺς ἀνθρώπους, τόσες τιμωρίες προκάλεσες σ’ ἐμᾶς.

«Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ;» Τὸν ἀποκαλοῦν μὲν «υἱὸ τοῦ Θεοῦ», δὲν γνωρίζουν ὅμως ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι Θεός. Ἐπειδὴ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλοῦνται καὶ ὅσοι γιὰ τὴν μεγάλη ἀρετή τους ἐξοικειώθηκαν μὲ τὸν Θεόν. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια λέει· «υἱὸς πρωτότοκός μου Ἰσραήλ» (Ἔξ 4,22). Καὶ πάλι· «ἐγὼ εἶπα· Θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ ὑψίστου πάντες» (Ψα 82,6). Καὶ πάλι· «ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀν­θρώ­πων» (Γέ 6,2). Αὐτὸ τὸ ὄνομα δηλαδὴ δὲν εἶναι γνώρισμα μόνο τῆς φύ­σεως ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκειότητος. Τὴν ἴδια ἄγνοια ἔδειξε ὁ διάβολος καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ συνέβησαν στὸν Ἰορδάνη. Διότι ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τὴν ἐρχο­μένη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός» (Μθ 3,17), τοῦ ἔλεγε, ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε, «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω» (Μθ 4,6). Ἐὰν ἐγνώριζε ὅτι ὁμιλεῖ στὸν Θεό, πῶς προσπαθεῖ νὰ τὸν φοβήσῃ προστάζοντάς τον νὰ πέσῃ κάτω; Διότι ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ δὲν γνωρίζει οὔτε ὕψος οὔτε βάθος.

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος διηγήθηκε τὰ λόγια τῶν δαιμόνων ὡς ἑξῆς· «Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ;» (Μρ α΄ 24). Δὲν ἀπευθύνεται σ’ αὐ­τὸν ὡς ποιητὴ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ σὰν πολίτη τῆς Ναζαρέτ. Ἀφοῦ εἶσαι ὁρατός, λέει, νὰ ἐνεργῇς ἀναλόγως· ἄνθρωπο βλέπουμε, ἀλλὰ σὰν ἀπὸ Θεὸ διωκόμεθα· τὸ μαστίγωμά σου δὲν μοιάζει μὲ Ναζαρηνοῦ, δείχνεις νὰ ἔχῃς κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό· ἀποκάλυψε τὴν φύσι μὲ τὰ ἔργα σου.

«Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» Τί λέγεις, διάβολε; Σ’ αὐτὸν ποὺ δημιούργησε τὸν με­τρητὸ χρόνο καὶ ἔθεσε τοὺς ὅρους τῆς κρίσεως τολμᾷς νὰ φωνάζῃς· Τώρα ἦρθες; Ἀλλὰ δὲν γνωρίζει ὅτι αὐτὴ ποὺ τώρα ἦρθε εἶναι ἡ ἀθάνατη φύσι ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ἄφιξή της μὲ τὴν δουλικὴ (= ἀνθρώπινη) μορφή· δὲν γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τῶν ὅλων φορᾷ τὴν στολὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δαυίδ. Παρακινεῖται μὲν πρὸς καταφρόνησι ἀπὸ τὴν θέα, μαστιγώνεται δὲ ἀοράτως ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς θεότητος, γι’ αὐτὸ ἐκστομίζει λόγια θρα­σύ­τητος μαζὶ καὶ ἱκεσίας.

«Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ; δέομαί σου, μὴ μὲ βασανίσῃς». Δειλία καὶ θρασύτητα ἔχουν τὰ λόγια του. Δυναμώνει τὴν φωνὴ σὰν δοῦλος αὐθάδης, ἀλλὰ καὶ ἱκετεύει σὰν κατάδικος ποὺ μαστιγώνεται.

«Ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ». Ἀπὸ ποῦ ἔμαθε ὅτι δὲν εἶναι τώρα ἡ ὥρα τῆς κρίσεως; Πῶς γνωρίζουν ὅτι βασανίζονται πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους; Γνω­ρί­ζουν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάνουν ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν γιὰ τὰ ἔργα τους. Ἔβλε­παν ὅτι τώρα δὲν τοὺς τιμωροῦσε, ἀλλὰ μόνον τοὺς ἔδιωχνε ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώπους. Ἀπὸ τὸ ὅτι λοιπὸν δὲν τιμωροῦνται συμπεραίνουν ὅτι δὲν ἔχει ἔρθει ὁ καιρὸς τῶν βασάνων. Ὑποφέρουν πρὶν ἀπὸ τὴν κρίσι, ἐπειδὴ δια­τά­ζονται νὰ παύσουν νὰ ταλαιπωροῦν τοὺς ἀνθρώπους.

«Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀν­θρώ­που». Δὲν τοὺς ἔσυρε ἀκόμη στὸ δικαστήριο, δὲν τοὺς ἔδειχνε ἀκόμη τὸ φοβερό του βῆμα, δὲν ἄναβε ἀκόμη τὴν φλόγα τῆς κρίσεως, ἀλλὰ μόνον μὲ ἀπειλὲς ἀνεχαίτιζε τὴν ὁρμή τους· τόση ἦταν ἡ δύναμι τοῦ πάθους!

Θέλοντας ὅμως ὁ δεσπότης νὰ δείξῃ στοὺς παρόντες ἀκόμη καὶ μέσα στὰ δεινὰ τὴν ἀνέκφραστη πρόνοιά του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐρωτᾶ· «Τί ὄ­νο­μά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· Λεγεὼν ὄνομα μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν» (Μθ 5,9). Δὲν ρωτᾷ, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε ἀνάγκη νὰ ρωτήσῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπο­­κα­λύ­ψῃ σ’ ἐμᾶς πόσοι φονεῖς δαίμονες εἶχαν καταλάβει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, καὶ παρ’ ὅλα ταῦτα ἐκεῖνο δὲν εἶχε ἀφανισθῆ· ὅτι πλῆθος δαιμόνων ἐκ­στρα­τεύοντας ἐναντίον ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν ὑπερίσχυσε. Δὲν τὸν γκρέ­μισαν στοὺς βράχους, δὲν τὸν κατατεμάχισαν, δὲν κατασπάραξαν τὸν ἄν­θρω­­πο μαζὶ μὲ τὰ σίδερα ποὺ φοροῦσε, ἀλλὰ ἄντεξε στὶς τρικυμίες τῶν δαιμόνων προστατευόμενος μέσα στὰ βασανιστήρια ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Καὶ μά­λι­στα ὁ Εὐαγγελιστὴς φιλοτιμεῖται νὰ προσθέση τὸ ἀκόμη σημαντι­κό­τε­ρο· «πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτὸν» (τὸν εἶχε κυ­ριεύσει). Τί ἀνυπέρβλητη κηδεμονία! Δὲν ἐβασανίζονταν λιγότερο ἀπὸ ὅ,τι ἐβασά­νι­ζαν, ἀφοῦ ὁ τρόπος τους ἦταν φονικός, ἀλλὰ δὲν ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἐπι­τύ­χουν αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσαν, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἡ φανερὴ ἀπόφασι τοῦ βασιλέως χαρίζοντας τὴν ἐλευθερία σ’ αὐτὸν ποὺ τόσο ὑπέφερε.

«Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρε­κά­λουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοί­ρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπε­πνί­γη». Γιὰ ποιόν λόγο τὸ ἐπιτρέπεις αὐτὸ στοὺς δαίμονες, Κύριε; Γιατί, ἀφοῦ γνωρίζεις τὴν πονηρία τους, ἐπείσθηκες στὰ λόγια τους; Γιὰ νὰ μάθωμε, ἄνθρωποι, ὅτι καὶ ἀπὸ τοὺς χοίρους εἶναι πιὸ ἀδύνατοι, ὅταν τοὺς ἐμποδίζῃ ὁ Θεός. Ἐκτὸς αὐτοῦ, θέλει νὰ διδάξῃ τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι χαρὰ στοὺς δαίμονες ἡ ἀπώλεια τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι ἐκεῖνοι διασκε­δά­ζουν μὲ τὶς συμφορὲς τὶς δικές μας· διότι δὲν δείχνουν κανέναν οἶκτο γιὰ τὴν φύσι τῶν ἀνθρώπων. Ἐφόσον ἐκδηλώνουν μέχρι καὶ στοὺς χοίρους τὴν κακία τους, τί δὲν θὰ ἔκαναν ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, ἐὰν τοὺς ἐπετρέ­πε­το; Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ λοιπὸν θὰ παρακινηθοῦμε νὰ μισήσωμε τὴν ἀπαν­θρω­πία γνωρίζοντας τὴν ἔχθρα τους καὶ νὰ ἀποφεύγωμε τὶς συμβουλὲς αὐτῶν, τῶν ποίων δὲν ἀντέχουμε τὶς ἐπιβουλές.

Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ μᾶς ἐδίδαξε καὶ τὴν κηδεμονία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Διότι ὅλα θὰ ἐξαφανίζονταν ἀκαριαίως καὶ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν θὰ ἀπέμενε, ἀφοῦ θὰ κατασπαράζονταν ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ὁρμές, ἐὰν δὲν προστατεύονταν ἀπὸ τὸ κρυμμένο καὶ ἀκαταγώνιστο χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἐπιτρέπει λοιπὸν τὰ μικρότερα, γιὰ νὰ μάθωμε τὰ μεγαλείτερα, καὶ πότε πότε μᾶς παραδίδει στὶς δυσκολίες, γιὰ νὰ ἔχωμε τὴν αἴσθησι τῶν ὑψηλοτέρων. Δὲν θὰ ἄφηνε ποτὲ νὰ πάθωμε τὸ παραμικρό, ἐὰν δὲν ἐλησμονούσαμε εὔκολα τὴν θεία συμπαράστασι. Ἐπέτρεψε νὰ γίνη ζημιὰ στοὺς χοίρους, γιὰ νὰ διδαχθοῦμε τὴν ὠφέλεια ποὺ προξενεῖ στοὺς ἀνθρώ­πους. Ἂς ὁμολογοῦμε λοιπὸν τὴν πρόνοια ποὺ ἀπολαμβάνουμε· νὰ ὑμνοῦ­με τὴν κηδεμονία, ἀπὸ τὴν ὁποία φυλαττόμεθα· ἂς κηρύττωμε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία προστατευόμεθα. Ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἐξαρτήσωμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ πρὸς αὐτὴν προσβλέποντας πάντοτε νὰ ἀναφω­νοῦμε· «Σύ, Κύριε, βοηθὸς ἡμῶν καὶ σκεπαστής» (Ἔξ 15,2). Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

 

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον», ῞Αγιον Ὄρος 2003, σ. 177-182· ἐπι­μέ­λεια ὑπὸ ἱεροῦ κελλίου ῾Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη. ἐπιλογὴ καὶ μετάφρασι ἀπο­σπα­σμά­των ὑπὸ τοῦ ἱερομονάχου Σάββα Μπου­ρα­ζερίτου. ἡ παροῦσα μορφὴ τοῦ κειμένου ὑπὸ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου.