Εὐαγγέλιον 6ης κυριακῆς Ματθαίου
Ἰωάννου Η΄ τοῦ Ξιφιλίνου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
ΠΗΓΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ Η ΑΜΑΡΤΙΑ
Κυρ. f΄ Ματθαίου (Μθ 9, 1-8)
῞Οταν προσερχόμεθα, ἀδελφοί μου, στὸν θεῖο καὶ περικαλλῆ αὐτὸν λειμῶνα, τὴν Ἐκκλησία, ἂς μὴ χρησιμοποιοῦμε τὴν ἐδῶ προσέλευσί μας σὰν ἀφορμὴ γιὰ συζητήσεις μεταξύ μας, ἀλλὰ νὰ περιεργαζώμεθα τὶς θεῖες Γραφές, οἱ ὁποῖες ἀναγινώσκονται γιὰ τὴν σωτηρία μας, καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ ψυχικὸ ὄφελος ποὺ πηγάζει ἀπὸ αὐτὲς ἐπιμελῶς, μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ ἐξεταστικὴ διάθεσι... Διότι πάντοτε ἡ θεία Γραφὴ τὰ θεοφιλῆ καὶ σωτήρια διδάσκει καὶ προβάλλει, καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτὴν ποὺ νὰ μὴ συντελῇ στὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς. ᾿Επειδὴ λοιπὸν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, ἂς μάθωμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ὅτι βλάπτει πάρα πολὺ τὴν ψυχή, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ βασικὴ αἰτία τῶν περισσοτέρων σωματικῶν νοσημάτων. Ἡ ὑπόθεσι ἔχει ὡς ἑξῆς.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῷ ἐμβὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθε εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον». Ἐξέρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι τὸν παρεκάλεσαν. Ἐφοβήθησαν οἱ Γεργεσηνοί, ἀφοῦ ἔχασαν τοὺς χοίρους, μὴν πάθουν καὶ καμμία ἄλλη ζημιά. Γι’ αὐτὸ καὶ παρακαλοῦν τὸν Χριστὸ νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Ἄλλωστε δὲν ἤσαν ἄξιοι τῆς δεσποτικῆς διδασκαλίας. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀντιστάθηκε, ἀλλὰ μὲ ἐπιείκεια καὶ πραότητα ἀναχώρησε· διότι ὅπου ὁ βίος εἶναι χοιρώδης καὶ ἀποξενωμένος ἀπὸ τὸ καλό, ὁ Χριστὸς δὲν παραμένει ἐκεῖ. Ἄφησε ὅμως αὐτοὺς ποὺ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ ἐκείνους ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ διακηρύττουν οἱ ἴδιοι τὰ θαυμαστὰ γεγονότα.
«Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον». Ἐπειδὴ ἐθεωρήθηκε ἀνίκανη ἡ τέχνη τῶν ἰατρῶν νὰ θεραπεύσῇ τὴν παράλυσι, μετέφεραν τὸν παράλυτο οἱ οἰκεῖοί του πρὸς τὸν ὑψηλὸ ἐπισκέπτη καὶ οὐράνιο ἰατρό, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ διαβάζουν ἁπλῶς καὶ ἀνεξετάστως τὶς θεῖες Γραφὲς νομίζουν ὅτι ὁ παράλυτος ποὺ ἀναφέρουν οἱ τέσσερις εὐαγγελισταὶ εἶναι ἕνας καὶ ὁ αὐτός. ῾Ωρισμένοι μάλιστα ἐπικρίνουν τοὺς εὐαγγελιστὰς ὅτι ἀντιμάχονται καὶ διαφωνοῦν μεταξύ τους· δὲν συμβαίνει ὅμως αὐτό· μὴ γένοιτο. Διότι μία εἶναι ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐνήργησε μέσα τους· ὅπου δὲ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη· καὶ ὅπου εἰρήνη, φυγαδεύεται ἀπὸ ἐκεῖ κάθε μάχη καὶ ἐναντίωσι καὶ ἐξαφανίζεται κάθε ἀμφιβολία καὶ διαφωνία. Πράγματι καὶ ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος καὶ ὁ καιρὸς καὶ ἡ ἡμέρα καὶ ὁ τρόπος τῆς θεραπείας καὶ ὡρισμένα ἄλλα δεικνύουν σὲ ἐκείνους ποὺ κάπως προσέχουν ὅτι ἄλλος εἶναι αὐτὸς ὁ παράλυτος καὶ ἄλλος ὁ ἀναφερόμενος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστὴ καὶ θεολόγο. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος μὲν θεραπεύεται στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, ἐνῷ αὐτὸς στὴν Καπερναούμ· ἐκεῖνος κοντὰ στὴν κολυμβήθρα, αὐτὸς σὲ κάποια μικρὴ οἰκία, ὅπως λέγουν ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Μᾶρκος. Καὶ ἐκεῖνος μὲν ὁ παράλυτος ἔλαβε τὴν ἴασι κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς ἑορτῆς· αὐτὸς ὅμως ὄχι σὲ ἑορτή, ἀλλὰ κάποιαν ἄλλην ἡμέρα. Ἐκεῖνος ὑπέφερε τριᾶντα ὀκτὼ ἔτη ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, ἐνῷ γι’ αὐτὸν τίποτε παρόμοιο δὲν λέει ὁ εὐαγγελιστής. Καὶ ἐκεῖνος μὲν ἐθεραπεύθη τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἐνῷ αὐτὸς ἄλλην ἡμέρα. Διότι ἐὰν καὶ αὐτὸς εἶχε θεραπευθῆ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, δὲν θὰ τὸ εἶχε ἀποσιωπήσει ὁ εὐαγγελιστής, οὔτε οἱ ᾿Ιουδαῖοι θὰ εἶχαν μείνει ἥσυχοι. Αὐτὸς μὲν ὁ παράλυτος προσάγεται στὸν Χριστὸ βασταζόμενος, ἐνῷ πρὸς ἐκεῖνον ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· καὶ ἐκεῖνος μὲν ὁ παράλυτος δὲν εἶχε κανέναν νὰ τὸν βοηθήσῃ (διότι ἔλεγε· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»), ἐνῷ αὐτὸς εἶχε πολλοὺς γνωστούς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν μετέφεραν. Ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος τῆς θεραπείας φαίνεται διαφορετικὸς στὸν καθένα. Ἐκείνου μὲν ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἐθεράπευσε τὸ σῶμα· διότι ἀφοῦ πρῶτα θεράπευσε τὴν παράλυσί του, τότε εἶπε· «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε» (᾿Ιω 5,14). Δὲν συνέβη ὅμως τὸ ἴδιο καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ πρῶτα τοῦ χάρισε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς λέγοντας· «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», καὶ τότε διώρθωσε τὴν σωματική του παράλυσι. Καὶ σὲ αὐτὸν μὲν τὸν παράλυτο οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐσιώπησαν. Στὴν ἄλλη περίπτωσι ὅμως ἀντέδρασαν ἐκδιώκοντας καὶ γογγύζοντας καὶ κατηγορῶντας. Ἄλλος λοιπὸν εἶναι ὁ παράλυτος αὐτός, καὶ ἄλλος ἐκεῖνος, ὅπως σαφῶς ἀπεδείχθη ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν.
«Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ». Ἔγινε ὄντως δεκτὴ ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ ἰατρὸ καὶ σωτῆρά μας ἡ πίστι ἐκείνων ποὺ ἔφεραν τὸν παράλυτο, ἐπειδὴ εἶναι γνώστης τῶν καρδιῶν. Λέγουν δὲ ὡρισμένοι ὅτι ὁ Κύριος εἶδε τὴν πίστι ὄχι τοῦ παραλυτικοῦ ἀλλὰ τῶν μεταφορέων του. Πράγματι μερικὲς φορὲς θεραπεύονται κάποιοι ἀπὸ τὴν πίστη τῶν ἄλλων, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ βάπτισμα ποὺ δίδεται στὰ παιδιά· διότι ἐκεῖ ἐνεργεῖ ἡ πίστι τῶν γονέων ποὺ τὰ προσφέρουν. Ὅπως ἐπίσης ἔγινε καὶ μὲ τὴν Χαναναία· ἐπειδὴ ἐπίστευσε αὐτή, θεραπεύτηκε ἡ θυγατέρα της. Καὶ μὲ τὴν πίστι τοῦ ἑκατοντάρχου ἀναστήθηκε ὁ δοῦλός του. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπὸν λέγουν ὅτι θεραπεύτηκε καὶ ἐδῶ ὁ παράλυτος ἀπὸ τὴν πίστι αὐτῶν ποὺ τὸν πῆγαν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ὄχι, δὲν συνέβη τὸ ἴδιο· διότι λέει· «Ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν», ὄχι μόνον τῶν μεταφορέων ἀλλὰ καὶ τοῦ παραλύτου. Διότι δὲν σῴζεται κάποιος μὲ τὴν πίστι ἄλλου, ἐκτὸς ἂν εὑρίσκεται σὲ πολὺ πρώιμη ἡλικία, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ παιδιά, ὅπως εἴπαμε, ἢ σὲ μία πολὺ προχωρημένη ἀσθένεια, ὅταν οἱ προσβεβλημένοι ἀπὸ αὐτὴν δὲν ἔχουν πλέον ἐπικοινωνία μὲ τὸ περιβάλλον, καὶ γι’ αὐτὸ ἀδυνατοῦν νὰ πιστεύσουν, ὅπως συνέβη μὲ τὴν θυγατέρα τῆς Χαναναίας. «Ἡ θυγάτηρ μου», ἔλεγε ἐκείνη, «κακῶς δαιμονίζεται» (Μθ 15,22). Ἡ δαιμονιζομένη λοιπὸν ἡ ὁποία δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ ἔχῃ τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ της πῶς θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψῃ; Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο· ὁ δοῦλός του εὑρίσκετο στὴν οἰκία κατάκοιτος, καὶ οὔτε κἂν ἐγνώριζε ποιός ἐπιτέλους ἦταν ὁ Χριστός. Πῶς λοιπὸν θὰ πίστευε σὲ κάποιον ποὺ ἀγνοοῦσε;
Σὲ ἐκεῖνες λοιπὸν τὶς περιπτώσεις σῴζεται κάποιος καὶ μὲ τὴν πίστι ἄλλου, ἐδῶ ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἰσχυριστοῦμε αὐτό, ἀλλὰ καὶ ὁ παράλυτος ἐπίστεψε ἀδιστάκτως, καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ἀπὸ πολλά. ᾿Αναλογίσου πόσο δύσκολο εἶναι κάποιος, ἐνῷ εἶναι ἄρρωστος, νὰ πάθῃ τόσο πολλὰ καὶ νὰ ὑπομένῃ... Αὐτὸς ὁ παράλυτος καὶ ἀπὸ τὴν οἰκία του δέχτηκε νὰ ἐξέλθῃ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀγορὰ νὰ περάασῃ σηκωτὸς ὑπέμεινε καὶ δὲν ἀπέφυγε νὰ γίνῃ ἀντιληπτὸς ἀπὸ ὅλους... Δὲν εἶναι μόνον αὐτὰ ποὺ φανερώνουν τὴν πίστι τοῦ παραλύτου, ἀλλὰ καὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅταν τοῦ τὸν ἔφεραν καὶ τοῦ εἶπε· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», δὲν ἀγανάκτησε, δὲν δυσανασχέτησε καθόλου, δὲν εἶπε πρὸς τὸν ἀγαθὸν ἰατρό· «Τί εἶναι αὐτό, Κύριε; ἀπὸ ἄλλο πάθος ἦρθα ἐγὼ νὰ θεραπευτῶ, καὶ σὺ ἄλλο θεραπεύεις. Αὐτὸ εἶναι ὑπεκφυγὴ καὶ πρόφασι καὶ ἔνδειξι ἀδυναμίας, τὴν ὁποία προσπαθεῖς νὰ ἀποκρύψῃς μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο. Συγχωρεῖς ἁμαρτίες ποὺ δὲν φαίνονται;» Τίποτε παρόμοιο δὲν εἶπε ὅμως οὔτε σκέφτηκε, ἀλλὰ ἀνέμενε πιστεύοντας ὅτι ἡ συμπάθεια τοῦ ἀγαθοῦ ἰατροῦ θὰ τὸν θεραπεύσῇ καὶ ὅλα θὰ τὰ διορθώσῃ. Δεικνύοντας ὁ Κύριος ὅτι ἡ πίστι εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀφανίζει τὴν ἁμαρτία εἶπε στὸν παράλυτο: «Θάρσει τέκνον, ἀφέωνται σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
Ὅπως βλέπουμε, δὲν προχωρεῖ ἀμέσως ὁ δεσπότης στὴν ἴασι τῆς παραλύσεως, ἀλλὰ θεραπεύει πρῶτα αὐτὸ ποὺ δὲν φαίνεται, τὴν ψυχὴ δηλαδή, συγχωρῶντάς του τὰ ἁμαρτήματα, πρᾶγμα ποὺ τὸν μὲν παράλυτο ἔσῳζε, ἐνῷ στὸν Κύριο δὲν προξενοῦσε πολλὴ δόξα· διότι δὲν ἤθελε νὰ κάμῃ κάτι γιὰ ἐπίδειξη καὶ ἀνθρωπαρέσκεια. Καὶ πρῶτα μὲν συγχωρεῖ στὸν ἄρρωστο τὶς ἁμαρτίες του, μετὰ δὲ τὴν συγχώρησι θεραπεύει τὸ σῶμα, διδάσκοντας ἔτσι ὅτι τὰ περισσότερα νοσήματα προξενοῦνται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ πρέπει πρῶτα νὰ θεραπευθῇ τὸ αἴτιο. Παραλλήλως μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι Θεὸς καὶ ἐνεργεῖ τὰ πάντα ἐξουσιαστικῶς, ὅπως θέλει... Πηγὴ καὶ ῥίζα καὶ μητέρα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Αὐτὴ παραλύει τὰ σώματά μας, αὐτὴ προκαλεῖ τὶς ἀσθένειες· καὶ αὐτὸ φανερώνοντας ὁ Κύριος ἔλεγε στὸν παράλυτο «ἀφέωνται σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
...Ὁ Χριστὸς λοιπὸν κόβει πρῶτα τὴν ῥίζα τοῦ σωματικοῦ πάθους, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία· διότι ὅταν αὐτὴ ἀφαιρεθῇ, κατ᾿ ἀνάγκην ἀπομακρύνεται μαζί της καὶ ἡ νόσος. Καὶ λέγοντας· «τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» ἐξυψώνει καὶ τὸ φρόνημα τοῦ παραλύτου καὶ διεγείρει τὴν καταβεβλημένη του ψυχή. Διότι ὁ λόγος ἔγινε ἔργο καὶ εἰσερχόμενος στὴν συνείδησί του ἄγγιξε τὴν ἴδια τὴν ψυχή του καὶ ἔβγαλε ἀπὸ αὐτὴν κάθε ἴχνος ἀγωνίας. Ἐπειδὴ τίποτε δὲν προκαλεῖ τόση δειλία καὶ φόβο ὅσο ἡ συναίσθησι τῶν ἁμαρτημάτων· καὶ πάλι τίποτε δὲν παρέχει τόση χαρὰ καὶ δὲν προξενεῖ τόσο θάρρος ὅσο τὸ νὰ μὴ σὲ ἐλέγχῃ γιὰ τίποτε ἡ συνείδησι. Ὀνομάζει δὲ «τέκνον» ὁ Κύριος τὸν παράλυτο, ἢ ἐπειδὴ εἶναι ὁ δημιουργός του ἢ ἐπειδὴ πίστεψε ἢ ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων· διότι ὅπου ὑπάρχει ἄφεσι ἁμαρτημάτων, ἐκεῖ καὶ υἱοθεσία. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, δὲν μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε πατέρα τὸν Θεό, ἕως ὅτου καθαριστοῦμε ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα στὴν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος. Ὅταν λοιπὸν τὰ ἀνεβοῦμε ἀπὸ ἐκεῖ, ἔχοντας ἀποθέσει τὸ πονηρὸ ἐκεῖνο φορτίο, τότε λέμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
«Καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ». Σκανδαλίζονταν οἱ γραμματεῖς καὶ θορυβοῦνταν, ἔλιωναν ἀπὸ φόβο καὶ βασκανία· διότι πολλὲς φορὲς εἶδαν τὸν Χριστὸ νὰ φυγαδεύῃ μὲ ἐξουσία ἀσθένειες καὶ νὰ διώχνῃ δαίμονες καὶ νὰ ἐπιτιμᾷ τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν θάλασσα καὶ νὰ τὰ διαπράττῃ αὐτὰ ὑπερανθρώπως. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι οἱ ἀπειθεῖς καὶ ἀγνώμονες, ἐνῷ νόμιζαν ὅτι ἐκδικοῦνται γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔκαναν αὐτό, ἐπειδὴ προσβάλλονταν τὰ πάθη τους· καὶ ἐπιβουλευόμενοι τὶς εὐεργεσίες τῶν ἄλλων ταράσονται καὶ ἀγανακτοῦν καὶ γογγύζουν καὶ ἐπινοοῦν βλασφημίες κατὰ τοῦ σωτῆρος καὶ δεσπότου.
«᾿Ιδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἱνατί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν;» Ἰδοὺ ὅτι ὁ Χριστὸς ἐδῶ δείχνει καὶ ἄλλο ἀναντίρρητο καὶ φανερὸ σημεῖο τῆς θεότητός του καὶ τῆς ἰσότητος πρὸς τὸν Πατέρα. ᾿Επειδὴ ἡ γνῶσι τῶν διαλογισμῶν τῶν καρδιῶν ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, ὁμοίως καὶ ἡ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν... Λέει λοιπὸν ὁ Χριστὸς στοὺς γραμματεῖς ὡς ἀναμφίβολο τὸ «ἱνατί ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν;», ἐπειδὴ ἐθεὠρησαν ἀδύνατο τὸ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες καὶ δὲν τὸ δέχτηκαν. Μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε ἐπιβεβαίωσε καὶ ἐκεῖνο, καὶ τρόπον τινὰ εἶπε πρὸς τοὺς γραμματεῖς ὅτι ὄντως κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες ἐκτὸς μόνον ἀπὸ ἕναν, αὐτὸν ποὺ βλέπει τὶς ἐνθυμήσεις τῶν ἀνθρώπων.
«Τί γὰρ εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει;» Ἐπειδὴ μὲ θεωρεῖται βλάσφημο, λέει, γιὰ τὸ ὅτι συγχωρῶ ἁμαρτίες καὶ κάνω τὸν ἑαυτό μου ἴσο μὲ τὸν Θεό, ἀποκριθῆτέ μου, ποιό εἶναι εὐκολώτερο καὶ εὐχερέστερο στὴν πρᾶξι, τὸ νὰ πῶ αὐτὸ τὸ «ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι» ἢ νὰ πῶ «ἔγειρε καὶ περιπάτει;» Ἦσαν δὲ καὶ τὰ δύο αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα τοὺς ρώτησε δυνατὰ μὲν γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀδύνατα γιὰ τὸν ἄνθρωπο· διότι καὶ τὸ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες εἶναι μόνον τοῦ Θεοῦ, ὁμοίως δὲν καὶ τὸ νὰ ἐγείρῃ ὡς ἐξουσίαστὴς καὶ νὰ θεραπεύῃ πλήρως τὸν παράλυτο.
«῞Ινα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας...» Γιὰ νὰ γνωρίσετε, λέει, ὅτι αὐτὸς ποὺ σᾶς φαίνεται ἄνθρωπος ἔχει ἐξουσία θεϊκή, παρατηρῆστε καὶ ἀντιληφθῆτε τὸ κρυπτὸ καὶ ἀφανὲς ἀπὸ τὸ φανερό. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε «ἐπὶ τῆς γῆς», γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι ἂν καὶ φάνηκε στὴν γῆ, εἶναι κατὰ φύσιν Θεός, καὶ γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι οἱ ἁμαρτίες συγχωροῦνται στὴν γῆ. Διότι ὅσο εἴμαστε ἀκόμα στὴν γῆ, ἀδελφοί μου, μποροῦμε νὰ ἐξαλείψουμε τὶς ἁμαρτίες μας· ὅταν ὅμως φύγουμε ἀπὸ ἐδῶ, δὲν ἔχουμε πλέον τὴν δυνατότητα νὰ ἐξομολογηθοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ πετύχουμε ἔτσι τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν, διότι ἡ θύρα πλέον ἔκλεισε ὁριστικά.
«Τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρον τὴν κλίνην σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ». Ἐπειδὴ ἡ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδειχθῇ φανερῶς, ἐνῷ τὸ νὰ σηκώσῃ μὲ ἐξουσία τὸν παράλυτο ἦταν κάτι ποὺ ἀποτελοῦσε ὀφθαλμοφανῆ ἀπόδειξι, καταφεύγει ὁ Χριστὸς σὲ αὐτὴν τὴν ὀφθαλμοφανῆ πρᾶξι ὡς τεκμήριο καὶ φανέρωσι τῆς ἀφανοῦς. Πληροφορεῖ ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν φανερὴ ἀπόδειξι καὶ γιὰ τὴν ἄλλη, ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ μπόρεσε νὰ κάμῃ τὸ ἕνα, εἶναι σὲ θέσῃ νὰ κάμῃ καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ γιὰ ἐπιβεβαίωσι καὶ πληροφορία τῆς συσφίξεως τοῦ παραλυμένου σώματος, τὸν πρόσταξε νὰ φορτωθῇ τὸ κρεβάτι, γιὰ νὰ μὴ νομίσῃ κάποιος ὅτι αὐτὸ ποὺ συνέβη ἦταν φαντασία. Καὶ στέλνει ὁ Κύριος τὸν παράλυτο στὸ σπίτι του, ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ μὴν προξενήσῃ στὸν ἑαυτό του ἔπαινο μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν θέα ἐκείνου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ ἔχῃ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς θεραπείας αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ποὺ ὑπῆρξαν καὶ ἀναντίρρητοι μάρτυρες τῆς ἀσθενείας, καὶ ἔτσι νὰ γίνει σ’ αὐτοὺς ἀφορμὴ πίστεως.
«Ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν, καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις». Ἐθαύμασαν μὲν οἱ ὄχλοι γιὰ τὸ ὅτι ἐθαυματούργησε ὁ Θεός, ἐνόμιζαν ὅμως ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ὑπεράνθρωπη ἐξουσία. Καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ποὺ εἴμαστε παράλυτοι καὶ ἔχουμε τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἀνενέργητες, ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ θεραπευθοῦμε καὶ νὰ σταθοῦμε ὄρθιοι, ἀρκεῖ μόνον νὰ ἔχουμε τὴν προαίρεσι καὶ τὴν θέλησι. Διότι καὶ τώρα βρίσκεται ὁ Χριστὸς στὴν δική του πόλι, τὴν Καπερναούμ, ἐννοῶ στὸν οἶκο τῆς παρακλήσεως [Καπερναοὺμ σημαίνει στὰ ἑβραϊκὰ χωρίον παρακλήσεως, παρηγορίας], ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, διότι οἶκος τοῦ Παρακλήτου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Εἴμαστε δὲ καὶ ἐμεῖς παράλυτοι ψυχικῶς, ἀκίνητοι δηλαδὴ καὶ ἀνενέργητοι πρὸς τὸ καλό. Ἀλλὰ ἐὰν ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησι μᾶς ἐγείρουν καὶ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν Κύριο, τότε θὰ ἀκούσουμε τὴν γλυκιὰ καὶ παντοδύναμη φωνή του νὰ μᾶς λέῃ· «Τέκνα, ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι». Ἐπειδὴ τότε γινόμαστε γιοὶ τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέψουμε πρὸς αὐτὸν μὲ καθαρὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι. Τότε ἀκριβῶς θὰ θεραπευθοῦμε καὶ θὰ «ἄρωμεν τὸν κράβατόν» μας, δηλαδὴ τὸ σῶμα, καὶ θὰ τὸ κινητοποιήσουμε στὴν ἐργασία τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον», ῞Αγιον Ὄρος 2003, σ. 183-191· ἐπιμέλεια ὑπὸ ἱεροῦ κελλίου ῾Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη. ἐπιλογὴ καὶ μετάφρασι ἀποσπασμάτων ὑπὸ τοῦ ἱερομονάχου Σάββα Μπουραζερίτου. ἡ παροῦσα διασκευὴ καὶ σύντμησι τοῦ κειμένου ὑπὸ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου.