Εὐαγγέλιον 7ης κυριακῆς Ματθαίου
Ὁ συμπονετικὸς Ἰησοῦς καὶ οἱ συκοφάντες του
Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου (Μθ 9,27-36)
Θεραπεία δύο τυφλῶν καὶ ἑνὸς κωφοῦ δαιμονισμένου ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ στὴν Καπερναοὺμ ἐξιστορεῖ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή· ἀλλὰ καὶ θεραπεία κάθε ἀρρώστιας ποὺ συνάντησε στὴν περιοδεία του στὴν ὕπαιθρο χώρα, καθὼς καὶ ἔκφραση συμπόνιας πρὸς τὸν παραμελημένο λαὸ καὶ διαπίστωση πολλοῦ ἔργου καὶ λίγων ἐργατῶν. Ἂς μποῦμε στὶς λεπτομέρειες.
Οἱ δύο τυφλοί, ποὺ προφανῶς εἶχαν συνάψει τὶς τύχες τους σὰν ὁμοιοπαθεῖς, γιὰ νὰ ἀλληλοβοηθιοῦνται, μπῆκαν στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἰησοῦ. Εἶχαν τὴν αἴσθηση προφανῶς ὅτι δὲν θὰ μπορέσουν νὰ βαδίσουν πίσω του μὲ τὸ ρυθμὸ ποὺ βάδιζαν οἱ ἄλλοι, καὶ φοβούμενοι μήπως μείνουν πίσω καὶ χάσουν τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Κύριο αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς τὸ δώσει ἄλλος, τὸ πολυπόθητο φῶς, ἁρπάζουν τὴν προτεραιότητα βγάζοντας δυνατὴ φωνή· «Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ ἔνδοξου Δαυΐδ, σπλαχνίσου μας καὶ γιάτρεψέ μας».
Ἡ προσφώνηση προδίδει ὅτι οἱ δύο τυφλοὶ ἦταν ἐνήμεροι γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς καὶ ποιό τὸ ἔργο του, κι ὅτι εἶναι σπλαχνικὸς πρὸς ὅλους. Πίστεψαν ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔχει καὶ τὴ δύναμη καὶ τὴ θέληση νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία τους, καὶ γενικὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, θὰ καμφθεῖ ἀπὸ τὸ αἴτημά τους. Πράγματι, τοὺς ἄκουσε ὁ Κύριος καὶ σὰν μπῆκε στὸ σπίτι, ἄγνωστο ποιό, τοὺς πλησιάζει καὶ τοὺς ρωτάει· «Πιστεύετε ὅτι μπορῶ νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶτε;» κι ἐκεῖνοι ἀδίστακτα τοῦ ἀπάντησαν «Ναί, Κύριε». Ψηλαφάει τότε μὲ τὸ χέρι του τὰ μάτια τους λέγοντας· «Ἂς γίνει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σας». Καὶ ἀνοίγουν τὰ μάτια τους αὐτοστιγμεί. Τοὺς λέει τότε αὐστηρὰ ὁ Κύριος· «Προσέχετε· κανένας νὰ μὴ μάθει αὐτὸ ποὺ σᾶς ἔκανα». Ἐκεῖνοι ὅμως ἀπὸ τὴ χαρά τους τὸ διέδωσαν παντοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς ἤθελε πρῶτα ὅσοι ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στοὺς τυφλοὺς ν’ ἀκούσουν τὴν πίστη τους. Ἤθελε νὰ περάσει τὸ μήνυμα ὅτι ἀπαραίτητος ὅρος, γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴ δωρεά, εἶναι ἡ πίστη τους στὴ θεία δύναμή του. Ὁ ἴδιος ὡς καρδιογνώστης γνώριζε τὴν πίστη τῶν δύο τυφλῶν, ἀλλ’ οἱ μαθηταί του ἔπρεπε ν’ ἀκούσουν τὴν ὁμολογία τους.
Καθὼς βγαίνει τώρα ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ Ἰησοῦς, τοῦ φέρνουν ἕναν δαιμονισμένο, ποὺ τὸ δαιμόνιο εἶχε ἀκυρώσει τὴν ἀκοή του καὶ τὴ λαλιά του, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἦταν κωφὸς καὶ ἄλαλος. Οἱ ἄδολοι ἄνθρωποι ποὺ εἶδαν τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ τὰ δύο ἄλλα, καθὼς καὶ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία τὰ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ἐξέφρασαν τὸ θαυμασμό τους ὅτι τέτοιο φαινόμενο δὲν εἶχε ἐμφανιστεῖ ποτὲ στὸν Ἰσραήλ.
Δὲν ἔλεγαν ὅμως τὸ ἴδιο καὶ οἱ φθονεροὶ φαρισαῖοι· ἀντιθέτως τὸ στόμα τους ἔσταζε δηλητήριο καὶ ἔλεγαν ὅτι μὲ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων βγάζει τὰ δαιμόνια. Λίγο-πολὺ ἔλεγαν δηλαδὴ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν δαιμονισμένος καὶ εἶχε συνεργασία μὲ τὸν ἀρχηγὸ τῶν δαιμονίων, τοῦ ὁποίου χρησιμοποιοῦσε τὴ δύναμη στὴν ἐκδίωξή τους! Ἡ φαρμακερὴ κακία τους δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ σκεφθοῦν κάτι πολὺ ἁπλό, ὅτι ὁ διάβολος δὲν βγάζει διάβολο, διότι, ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ εἶχαν ἀλληλοεξοντωθεῖ· ἀντιθέτως ὁ ἀρχηγὸς τῶν δαιμονίων ὑποστηρίζει τὰ δαιμόνια, ὅπως ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς λίγο ἀργότερα (12,25-30). Φυσικὰ ὁ Χριστὸς τοὺς διεμήνυσε ὅτι αὐτή τους ἡ συκοφαντία κατὰ τοῦ προσώπου του δὲν πρόκειται νὰ τοὺς συγχωρηθεῖ, οὔτε στὸν παρόντα οὔτε στὸν μέλλοντα αἰῶνα. Εἶναι ἡ μοναδικὴ ἁμαρτία ποὺ δὲν συγχωρεῖται ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι διότι τοῦ λείπει ἡ διάθεση, ἀλλὰ διότι αὐτοὶ δὲν θέλουν νὰ λάβουν συγχώρηση. Εἶναι ἀρνητικοὶ στὴν καλὴ διάθεση τοῦ γιατροῦ καὶ στὸ φάρμακο τῆς σωτηρίας.
Τέλος ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἰησοῦς πῆρε μὲ τὴν ἀράδα ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ καὶ ἔκανε δύο πράγματα· μιλοῦσε στὶς συναγωγὲς καὶ θεράπευε ὅλες τὶς ἀρρώστιες, βαριὲς καὶ ἐλαφρές. Ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους μὲ μεγάλη συμπόνια νὰ εἶναι παρατημένοι ἀπὸ τοὺς ποιμένες τοῦ Ἰσραὴλ σὰν κοπάδι χωρὶς τσομπάνο. Καὶ ἔλεγε στοὺς μαθητάς του τὴ διαπίστωσή του, ὅτι τὰ πρὸς θερισμὸν χωράφια εἶναι πολλά, ἀλλὰ οἱ θερισταὶ εἶναι λίγοι, δηλαδὴ πολλοὶ ἄνθρωποι δέχονται εὐχαρίστως τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὴ σωτηρία, ἀλλ’ οἱ κήρυκες ποὺ θὰ τοὺς κηρύξουν τὸ εὐαγγέλιο καὶ θὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴ σωτηρία εἶναι λίγοι.
Ἴδια διαπίστωση σ’ ὅλες τὶς ἐποχές, καὶ στὴ σημερινή. Ἡ εὐθύνη, ποὺ οἱ πολλοὶ σήμερα ἀγνοοῦν τὸ εὐαγγέλιο καὶ δὲν ἔχουν πάρει στὰ σοβαρὰ τὴ σωτηρία τους, δὲν βαρύνει τόσο τοὺς ἴδιους, ὅσο τοὺς ποιμένες ποὺ ἀδιαφοροῦν ἢ καὶ δροῦν ἀρνητικά, καὶ μόνο ποιμένες δὲν εἶναι. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἔχουν καλὴ διάθεση, εὔκολα δείχνουν ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ ζητήματα τῆς σωτηρίας τους, ἀλλ’ οἱ ποιμένες μας στὴν πλειονότητά τους εἶναι χαλασμένοι καὶ δὲν βοηθοῦν. Γιὰ ἄλλα ἐνδιαφέρονται. Εἶναι παραπάνω ἀπὸ σίγουρο ὅτι, ἂν ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ ἔβλεπε τὴ σημερινὴ κατάσταση, τὰ ἴδια ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγε στοὺς τότε θὰ ἔλεγε καὶ στοὺς τώρα· «Ὢ ποιμένες, βόσκετε τὸν ἑαυτό σας κι ὄχι τὰ πρόβατα. Τὸ γάλα τὸ τρῶτε, τὸ μαλλὶ τὸ ντύνεστε, τὸ παχὺ τὸ σφάζετε, ἀλλὰ τὰ πρόβατά μου δὲν τὰ βόσκετε».
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσι 31/7/2011)