Εὐαγγέλιον 5ης κυριακῆς Λουκᾶ
Σκληρότητα καὶ καρτερία
Κυρ. Ε΄ Λουκᾶ (Λκ 16,19-31)
Ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου πῶς πρέπει νὰ διαχειριζόμαστε τὰ ἐπίγεια ἀγαθά. Μᾶς ἐπιτρέπει παράλληλα νὰ καταλάβουμε καὶ κάποια ζητήματα τοῦ μεταφυσικοῦ κόσμου, γιατὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς παραβολῆς εἶναι ἕνας διάλογος ἀνάμεσα σὲ δύο ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν σὲ δύο διαφορετικοὺς κόσμους, ὁ ἕνας στὴν κόλαση καὶ ὁ ἄλλος στὸν παράδεισο. Γιὰ ὅλα μᾶς διαφωτίζει ὁ Χριστός, ὑλικὰ καὶ πνευματικά. Ἂς τὸν ἀκούσουμε.
Ἕνας πλούσιος, λέει, ντυνόταν μὲ κόκκινο ὕφασμα ποὺ φοροῦσαν οἱ βασιλιᾶδες καὶ μὲ βυσσινὶ βαμβακερὸ πολυτελὲς ἔνδυμα, καὶ διασκέδαζε κάθε μέρα πλουσιοπάροχα. Ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος, φτωχὸς αὐτός, καὶ γεμάτος πληγές, ὁ Λάζαρος, ἦταν «πεταμένος» στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου, ἐπιθυμώντας νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Στὸ μεταξὺ ἔρχονταν καὶ οἱ σκύλοι καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Ὁ φτωχὸς Λάζαρος δὲν παραπονέθηκε ποτὲ οὔτε ἀγανάχτησε ἐναντίον τοῦ πλουσίου.
Κάποτε πεθαίνει ὁ Λάζαρος καὶ μεταφέρεται τιμητικῶς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ φιλόξενου Ἀβραὰμ στὸν παράδεισο. Πεθαίνει καὶ ὁ πλούσιος καὶ θάβεται μὲ πολυδάπανη κηδεία. Καθὼς βασανιζόταν στὸν ᾅδη ὁ πλούσιος, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ γενάρχη Ἀβραὰμ καὶ μαζί του τὸ φτωχο-Λάζαρο. Δὲν εἶχε συνειδητοποιήσει ὅτι τὰ πράγματα τώρα, στὴ νέα κατάσταση ποὺ βρισκόταν καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Λάζαρος, εἶχαν ἀλλάξει, καὶ φώναξε· Πάτερ Ἀβραάμ, κάνε μου τὴ χάρη· στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βουτήξει τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλῶσσα μου, διότι πονῶ καὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φλόγα.
Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀποκρίνεται συμπονετικὰ μὲν ἀλλὰ σταθερὰ καὶ δίκαια· Παιδί μου, τοῦ λέει, θυμίσου ὅτι ἐσὺ χάρηκες μὲ τὸ παραπάνω τὰ ἀγαθά σου στὴ ζωή σου, ἐνῷ ὁ Λάζαρος ζοῦσε στὴν πεῖνα στὴν ἀρρώστια στὴν περιφρόνηση καὶ σὲ ἄλλα κακά. Τώρα ἐδῶ (κατὰ λόγο δικαιοσύνης) αὐτὸς μὲν παρηγορεῖται, σὺ δὲ πονᾷς καὶ ὑποφέρεις. Ἐξ ἄλλου σοῦ διαφεύγει ὅτι ἔχει στηριχθεῖ ἀνάμεσά μας μεγάλο κενό, ὥστε ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς θέλουν νὰ περάσουν πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, οὔτε καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἀπ’ ἐκεῖ νὰ ἔρθουν πρὸς τὰ ἐδῶ.
Ὁ πλούσιος τότε κάνει δεύτερη παράκληση· Σὲ παρακαλῶ, πάτερ Ἀβραάμ, νὰ στείλεις τὸ Λάζαρο στὸ πατρικό μου σπίτι νὰ ἐπιστήσει τὴν προσοχὴ τῶν πέντε ἀδελφῶν μου, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν καὶ αὐτοὶ στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ βασανισμοῦ. Τοῦ ἀποκρίνεται πάλι ὁ Ἀβραάμ· (Δὲν χρειάζεται νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ λές)· Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸ νόμο τοῦ Μωϋσέως καὶ τοὺς προφῆτες, ποὺ τοὺς λένε πῶς πρέπει νὰ ζοῦν, γιὰ νὰ μὴν πᾶνε στὴν κόλαση. Ἂς τοὺς ἀκούσουν.
Ὁ ταλαίπωρος πλούσιος ἔχοντας τὴ νοοτροπία τῶν ἀνευθύνων, ποὺ λένε συνήθως «Ἂς ἔρθει κάποιος ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μᾶς τὰ πεῖ», φέρνει ἀντίρρηση στὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ λέει· Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, μὲ ὅσα λένε ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ προφῆτες δὲν μετανοοῦν τ’ ἀδέρφια μου· (ὁμολογεῖ καὶ αὐτὸς ὅτι ἤξερε τί ἔλεγε ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἔδωσε σημασία, ὅπως οἱ περισσότεροι, καὶ τελικὰ βρέθηκε στὴν κόλαση). Καὶ συνεχίζει· μόνο ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει καὶ τοὺς μιλήσει, θ’ ἀλλάξουν ζωή. Λὲς καὶ ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἤξερε, καὶ ἤξερε αὐτός. Οὐσιαστικὰ τοῦ κάνει τὸ διδάσκαλο.
Καὶ φυσικὰ τὴν ἐσφαλμένη αὐτὴ ἀντίληψη τοῦ πλουσίου δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὴν ἀφήσει ἀναπάντητη ὁ Ἀβραάμ, γι’ αὐτὸ τοῦ λέει ἕναν τελευταῖο λόγο· Ἂν δὲν θέλουν ν’ ἀκούσουν, νὰ πιστέψουν καὶ νὰ ἐφαρμόσουν αὐτὰ ποὺ τοὺς λένε ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ προφῆτες, ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθεῖ καὶ τοὺς μιλήσει, δὲν θὰ πεισθοῦν, διότι δὲν εἶναι πιὸ ἀξιόπιστος αὐτὸς ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, ποὺ ὑπῆρξαν ἐκλεκτοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Θὰ τὸν πιστέψουν ἴσως πέντε δέκα ἄνθρωποι, συγγενεῖς του καὶ γνωστοί του, ἀλλὰ οἱ πιὸ μακρινοὶ καὶ οἱ ἄγνωστοι θ’ ἀμφισβητήσουν τὴ νεκρανάστασή του, δὲν θὰ πιστέψουν δηλαδὴ ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν νεκρῶν, οὔτε καὶ τὰ ἀδέρφια σου θὰ τὸν πιστέψουν, καὶ ἐπὶ πλέον θὰ γελοιοποιήσουν τὴν εἴδηση. Ἐνῷ ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ προφῆτες ἦταν προσωπικότητες ἄξιες κάθε τιμῆς καὶ εὐρυτάτης ἀποδοχῆς σ’ ὅλο τὸν Ἰσραήλ.
Ἔτσι τελείωσε ὁ διάλογος αὐτὸς τοῦ πλουσίου μὲ τὸν Ἀβραάμ. Τὰ μηνύματα ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὴν ὅλη παραβολὴ εἶναι πολλά, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ τ’ ἀναφέρουμε τηλεγραφικά·
1. Οἱ πλούσιοι δὲν εἶναι σωστὸ τὰ πλούτη τους νὰ τὰ σπαταλοῦν οὔτε νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς φτωχούς.
2. Οἱ φτωχοὶ πρέπει νὰ ὑπομένουν τὴ φτώχεια τους καρτερικὰ καὶ ἀγόγγυστα, ὅπως ὁ Λάζαρος, καὶ νὰ μὴ δυσανασχετοῦν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ καταρῶνται τοὺς πλουσίους.
3. Στὴν ἄλλη ζωὴ ὑπάρχει δικαιοσύνη. Ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἀσπλαχνία τιμωροῦνται, ἐνῷ ἡ καρτερία καὶ τὸ ἀγόγγυστο ἀμείβονται.
4. Τὰ ἀγαθὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὄχι τῶν πλουσίων. Οἱ πλούσιοι εἶναι διαχειρισταὶ τῶν ἀγαθῶν του Θεοῦ. Ὅσοι τὰ θεωροῦν δικά τους τὰ σφετερίζονται ἀπὸ τὸ Θεό.
5. Οἱ πλούσιοι δὲν μποροῦν νὰ πάρουν μαζί τους τὰ πλούτη τους στὴν ἄλλη ζωή, οὔτε γενικὰ οἱ ἄνθρωποι τὸ βιό τους.
6. Ὑπάρχει ζωὴ καὶ μετὰ τὸ θάνατο. Καὶ αὐτὴ ἡ κατάσταση (παράδεισος καὶ κόλαση) εἶναι ἀμετάβλητη. Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ δυνατότητα μεταβάσεως ἀπὸ τὴν κόλαση στὸν παράδεισο καὶ ἀντιστρόφως.
7. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὸν παράδεισο, καὶ ἡ ἀμετανοησία στὴν κόλαση.
8. Κήρυκες τῆς ἀλήθειας εἶναι μόνο αὐτοὶ ποὺ ὅρισε ὁ Θεός, κι ὄχι αὐτοὶ ποὺ θέλει νὰ διορίσει ὁ πλούσιος καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἔστω κι ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγαθὸς καὶ ὑπομονητικὸς Λάζαρος. Αὐτοὶ ποὺ ὅρισε ὁ Θεὸς εἶναι ἀξιόπιστοι καὶ εὐρύτερης ἀποδοχῆς ἄνθρωποι, ἐνῷ ὁ τυχὼν κήρυκας καὶ προφήτης, ὁ διορισμένος ἀπὸ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ὁ πλούσιος, εἶναι ἀναξιόπιστος καὶ μηδενικῆς ἀποδοχῆς ἄνθρωπος. (Καὶ γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ αὐτοδιορισμένους ψευδοπροφῆτες καὶ «διορατικούς».)
Αὐτὰ εἶναι τὰ κυριότερα διδάγματα τῆς παραβολῆς. Ἂς τὰ δράξουμε μὲ ὅλη μας τὴν καλὴ διάθεση.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 1/11/2011)