ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν Εὐαγγέλιον 8ης κυριακῆς Λουκᾶ

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον 8ης κυριακῆς Λουκᾶ

 

Ἀληθινὴ καὶ ψεύτικη ἀγάπη

 

Κυρ. Η΄ Λουκᾶ, Καλοῦ Σαμαρείτου (Λκ 10,25-37)

 

Ἕνας Ἰουδαῖος νομικός, ποὺ εἶχε ὡς ἐπάγγελμα νὰ διαβάζει τὸ νόμο τοῦ Μωϋσέως καὶ νὰ τὸν διδάσκει στοὺς ἁπλοὺς συμπολῖτες του, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς δίδασκε στοὺς μαθητάς του, σηκώθηκε καὶ μὲ πειρακτικὴ διάθεση τὸν ρώτησε· Διδάσκαλε, τί πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ ἔχω ζωὴ αἰώ­νια; Ἄσχετα πρὸς τὴν κακὴ διάθεσή του πάντως ὁ νομικός, βλέποντας ὅτι ὁ θάνατος δὲν κάνει χατίρια σὲ κανέναν κι ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι σύν­τομη, δείχνει ὅτι στὸ βάθος ἦταν προβληματισμένος καὶ ἐνδιαφερόταν γιὰ μία ἀπάντηση ἀπὸ ὑπεύθυνο στόμα στὸ θέμα ποὺ τὸν ἔκαιγε. Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του δὲ ὅτι γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ στὸ Νόμο δὲν γίνεται σαφὴς λόγος, τόλμησε καὶ ρώτησε, γιὰ νὰ διαπιστώσει ἂν ὁ Χριστὸς θὰ μπορέσει ν’ ἀπαντήσει ἢ θὰ πιαστεῖ «ἀδιάβαστος». Στὸ βάθος ἤθελε νὰ κάνει κόντρα μὲ τὸ Χριστὸ στὶς γνώσεις καὶ νὰ βγεῖ ἀνώτερός του.

Τοῦ ἁπαντᾶ ὁ Χριστός· Ἐσὺ ποὺ διαβάζεις τὸ νόμο καὶ τὸν διδάσκεις στοὺς ἀνθρώπους, τί ἔχεις νὰ μᾶς πεῖς; Τί λέει ὁ νόμος πάνω στὸ ζήτημα αὐτό; Ἔτσι ὁ νομικὸς αὐτομάτως ἀπὸ ἐρωτῶν ἔγινε ἐρωτώμενος καὶ ἀπὸ δάσκαλος μαθητής. Καὶ σὰν μαθητὴς ἐξεταζόμενος ἀπαντᾶ· Ὁ Νόμος λέει ν’ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο τὸ Θεό σου μ’ ὅλη τὴν καρδιά σου καὶ μ’ ὅλη τὴν ψυχή σου καὶ μ’ ὅλη τὴ δύναμή σου καὶ μ’ ὅλη τὴ σκέψη σου, καὶ τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου. Τοῦ λέει ὁ Χριστός· Σωστὰ ἀπάντησες. Αὐτὸ νὰ κάνεις καὶ θὰ ζήσεις αἰωνίως. Θ’ ἀποκτήσεις αὐτὸ ποὺ λαχταρᾶ ἡ ψυχή σου.

Ἂς σημειωθεῖ ὅμως ὅτι αὐτὴ ἡ σύσταση τοῦ Χριστοῦ ἐμμέσως ἦταν μία ἀμφισβήτηση τῆς ἀγάπης τοῦ νομικοῦ πρὸς τὸ Θεό. Διότι ἂν ἀγαποῦσε ἀληθινὰ τὸ Θεό, θὰ εἶχε βρεῖ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ δὲν θ’ ἀναγκαζόταν νὰ ρωτήσει τὸ Χριστό. Ὁ νομικὸς αἰσθάνθηκε μειονεκτικὰ γιὰ τὴν ἀμφισβή­τη­ση, ἀλλὰ καὶ διότι ὁ Χριστὸς τὸν ἔκανε μαθητοῦδι, καὶ ἀντέδρασε μὲ μία νέα ἐρώτησή του, μήπως καὶ μπορέσει ν’ ἀναστρέψει τὸ κλίμα τοῦ δια­λόγου ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ἐπανακτήσει τὸ γόητρό του. Λέει· Καὶ ποιόν πρέπει νὰ θεωρῶ πλησίον μου;

Ἐδῶ ἤθελε νὰ ὁδηγήσει τὴ συζήτηση ὁ Χριστός, καὶ τὴν ὁδήγησε. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀπαντήσει μὲ πολλὰ καὶ θολὰ λόγια, ὅπως οἱ νομικοὶ τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ νὰ δώσει σαφῆ περιγραφὴ τοῦ ποιός εἶναι ὁ πλησίον, τοῦ μίλησε μὲ σαφέστατο παράδειγμα, ποὺ τὸ ἔπλασε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ λογοπλάστης Κύριος. Τοῦ μίλησε μὲ παραβολή, ἡ ὁποία, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἔχει βάθος νοημάτων, ἀφήνει καὶ αἰχμηροὺς ὑπαινιγμοὺς ἐναντίον τῶν νομικῶν, τῶν πρεσβυτέρων, καὶ ὅλης της ἄσπλαχνης ἄρχουσας θρησκευτικῆς καμό­ρας, στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ὁ συνομιλητής του, ὅτι μιλοῦν γιὰ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἀλλὰ μόνο μὲ λόγια. Στὴν πράξη ἡ ἀγάπη τους εἶναι μηδὲν καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μηδέν. Ἡ ἀγάπη τους περιορίζεται μόνο στὸ τομάρι τους. Λέει λοιπὸν ὁ Λόγος μὲ μία καταπληκτικὴ εὐχέρεια λόγου.

Κάποιος ἄνθρωπος κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν ᾿Ιερουσαλὴμ πρὸς τὴν ᾿Ιεριχῶ ἔπεσε σὲ ἐνέδρα λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔφτασε ὅτι τὸν ἔγδυσαν καὶ τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα, ποὺ τότε ἦταν πολύτιμα, τὸν χτύπησαν καὶ προκά­λε­σαν στὸ σῶμα του σοβαρὲς πληγές, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἔμεινε σχεδὸν πεθαμένος. Κατὰ σύμπτωση ἕνας ἱερεὺς κατέβαινε τὸ δρόμο ἐκεῖνο καὶ εἶδε τὸν πληγωμένο καὶ τὸν προσπέρασε καὶ ἔφυγε. Τὸ ἴδιο καὶ ἕνας λευΐτης περνώντας ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅπου ἦταν ξαπλωμένος ὁ δυστυ­χισμένος ἄνθρωπος, τὸν εἶδε καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν πόνο του πέρασε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ δρόμου. Ἔκανε πὼς δὲν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἐγκατέ­λειψε καὶ αὐτός.

Στὸ μεταξὺ ἕνας Σαμαρείτης (τοὺς Σαμαρεῖτες σημειωτέον δὲν τοὺς χώνευαν οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ ὁ συνομιλητὴς τοῦ Χριστοῦ ἦταν Ἰουδαῖος), ποὺ περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ, κατευθύνθηκε πρὸς τὸ μέρος του, κι ὅταν τὸν εἶδε, τὸν πόνεσε πολύ. Πλησίασε, τοῦ ἔπλυνε τὶς πληγὲς μὲ λάδι καὶ κρασί, ποὺ εἶχε μαζί του, τὶς ἔδεσε, καὶ ἀφοῦ μὲ δυσκολία τὸν ἀνέβασε πάνω στὸ ζῷο του, τὸν πῆγε σ’ ἕνα χάνι, ὅπου τὸν περιποιήθηκε ἀκόμη πιὸ πολύ. Τὴν ἄλλη μέρα βγάζει δύο δηνάρια, δηλαδὴ χρήματα ἀξίας δύο ἡμερομισθίων, καὶ ἔδωσε στὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ εἶπε· Φρόντισέ τον σὲ παρακαλῶ, κι ἂν ξοδέ­ψεις κάτι παραπάνω, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴ δουλειά μου θὰ σοῦ τὰ πλη­ρώσω.

Τελείωσε τὸ πετυχημένο παράδειγμα ὁ Χριστὸς καὶ στρέφεται τώρα στὸ συνομιλητή του νομικὸ καὶ τὸν ρωτάει· Ἀπὸ τοὺς τρεῖς ποῦ πέρασαν δίπλα ἀπὸ τὸν πληγωμένο, ποιός, νομίζεις, ἀποδείχτηκε ἀληθινὸς πλησίον του; Κι ἐκεῖνος, ποὺ κατάλαβε ποῦ τὸ πήγαινε ὁ Χριστός, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦσε νὰ δώσει ἄλλη ἀπάντηση, ταπεινωμένος εἶπε· Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε συμπόνια. Καὶ ὁ Κύριος κλείνει τὸ διάλογο νικητής, κάνοντάς τον ἄλλη μία φορὰ μαθητοῦδι καὶ βγάζοντάς τὸν ἐλλιπῆ· Πήγαινε, τοῦ λέει, καὶ κάνε καὶ σὺ ἔτσι. Γιατὶ μέχρι τώρα δὲν ἔκανες ἔτσι. Δεῖχνε τὴν ἀγάπη σου ὄχι μὲ ἄπιαστες θεωρίες καὶ λόγια παχιά, ἀλλὰ μὲ ἔμπρακτη ἀγάπη, μὲ θυσία γιὰ τὸ συνάνθρωπο. Τότε θ’ ἀποδείξεις ὅτι ἀγαπᾶς τὸ Θεό, ὅταν ἀποδεί­ξεις ὅτι ἀγαπᾶς τὸ συνάνθρωπο. Ἂν τὸ συνάνθρωπο, ποὺ τὸν βλέπεις, δὲν τὸν ἀγαπᾶς, πῶς θὰ πιστέψω ὅτι ἀγαπᾶς τὸ Θεό, ποὺ δὲν τὸν βλέπεις; Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ φρόντισε νὰ εἶσαι εἰλικρινὴς καὶ νὰ ἔχεις ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους σου.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσις· 12/11/2011)