Εὐαγγέλιον 8ης κυριακῆς Ματθαίου
Χριστός, ἡ ἀκένωτη ζωὴ
Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Μθ 14, 14-22)
Ὁ Ἰησοῦς διαισθάνεται ὅτι θέλουν νὰ τὸν πιάσουν καὶ νὰ τὸν φονεύσουν πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα του, καὶ φεύγει. Ποιοί τὸν καταδιώκουν; Οἱ συμπατριῶτες του Ναζωραῖοι καὶ ὁ Ἡρῴδης. Οἱ Ναζωραῖοι ἀπὸ ζήλια. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν, λέει, πῶς ὁ Ἰησοῦς τοὺς βγῆκε διδάσκαλος, ἐνῷ δὲν εἶχε μάθει γράμματα, καὶ ἤξεραν τίνος παιδὶ ἦταν. Διατηροῦσαν λοιπὸν γι’ αὐτὸν ἀμφισβήτηση καὶ περιφρόνηση καὶ τὸν ταπείνωναν. Ὁ Ἡρῴδης πάλι ἄκουγε ἀπὸ πληροφορίες τρίτων τὰ θαυμαστὰ πράγματα ποὺ ἔκανε κάθε μέρα ὁ Ἰησοῦς, καὶ τὸν πῆρε γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸ βαπτιστή. Κι ἐνῷ τὸν Ἰωάννη τὸν εἶχε ἀποκεφαλίσει ὁ ἴδιος, νόμιζε πὼς ἀναστήθηκε, καὶ ἐπρόκειτο τώρα νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ, ξεσηκώνοντας τὸ λαὸ σὲ ἐπανάσταση καὶ γκρεμίζοντάς τον ἀπὸ τὴν ἐξουσία. ῞Ολ’ αὐτὰ στὴν ἄρρωστη καὶ ἔνοχη φαντασία του. Φεύγει λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς μὲ πλοιάριο στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, στὴν ἔρημο, καὶ κρύβεται σὲ μία σπηλιά.
Δὲν ἦταν ὅμως μόνο αὐτοὶ ποὺ τὸν μισοῦσαν. Ἦταν κι ὁ λαὸς ποὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ ἤθελε νὰ βρίσκεται κοντά του, γιὰ νὰ τὸν ἀκούει καὶ νὰ τὸν βλέπει. Μαθαίνουν λοιπὸν τὰ πλήθη πρὸς τὰ ποῦ κατευθύνθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ κάνουν διὰ ξηρᾶς ἀπὸ τὸ βορρᾶ ὅλη τὴ μεγάλη παρακαμπτήριο τῆς λίμνης μὲ τὰ πόδια, καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὧρες ὁδοιπορία φτάνουν ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ ἀγαπημένος τους διδάσκαλος. Βγαίνει ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸν κρυψῶνα του, γιατὶ τοὺς πόνεσε πολὺ καὶ τοὺς συμπάθησε γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν, καὶ θεράπευσε ὅλους τους ἀρρώστους τους.
Καθὼς τώρα ὁ ἥλιος πέφτει πρὸς τὴ δύση, ἔρχονται οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ λένε ν’ ἀπολύσει τὰ πλήθη, γιὰ νὰ πᾶνε στὶς γύρω πόλεις γιὰ τροφές. Διότι εἶναι κουρασμένοι καὶ πεινασμένοι. Δείχνουν δηλαδὴ μία πατρικὴ φροντίδα γιὰ τὸ λαό. Κι ὁ Ἰησοῦς κάνοντας πὼς δὲν νοιάζεται καὶ τόσο ἀφήνει σιωπηρὰ νὰ λειτουργήσει στὴν καρδιά τους τὸ καλὸ αὐτὸ αἴσθημα, ἔστω κι ἂν ἡ καλή τους διάθεση δὲν ἐπρόκειτο νὰ φέρει ἀποτέλεσμα. Τοὺς λέει· Δὲν χρειάζεται νὰ πᾶνε· δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε. Οἱ μαθηταὶ ἂν καὶ κατάλαβαν ὅτι αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε ἦταν ὑπερβολικό, δὲν τοῦ ἔφεραν ἀντίρρηση. Ἔδειξαν τὴν καλή τους διάθεση προθυμοποιούμενοι νὰ δώσουν τὰ λίγα ποὺ εἶχαν. Ἔχουμε, λένε, μόνο πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Τὰ διαθέτουμε. Ἀδύνατο ὅμως, εἶπαν, νὰ φτάσουν γιὰ τόσους ἀνθρώπους.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ δὲν φτάνει ὁ ἄνθρωπος, φτάνει ἡ δύναμη τοῦ θείου διδασκάλου. Τοὺς λέει· Φέρτε μου ἐδῶ τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια ποὺ ἔχετε. Τοῦ τὰ φέρνουν. Δίνει ἐντολὴ στὰ πλήθη νὰ μισοξαπλώσουν κάτω στὸ χορτάρι, νὰ πάρουν δηλαδὴ ἐκ τῶν προτέρων θέση φαγητοῦ, γιατί τότε ἔτσι ἔτρωγαν. Τόση ἦταν ἡ βεβαιότητά του γι’ αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνει. Παίρνει τὰ δύο ψωμιὰ καὶ τὰ πέντε ψάρια στὰ χέρια του, καὶ σηκώνοντας τὰ μάτια του ψηλὰ τὰ εὐλόγησε, καὶ ἀφοῦ ἔσπασε μὲ τὰ χέρια του τὰ ψωμιά, ἔδωσε στοὺς μαθητάς, καὶ ἐκεῖνοι στὸ λαό. Ἡ ἔκπληξη γιὰ τοὺς μαθητὰς ἦταν ὅτι δίναν δίναν, καὶ τὸ ψωμὶ δὲν τελείωνε. Δίναν δίναν, καὶ τὰ ψάρια δὲν τελείωναν. Ἔφαγαν πέντε χιλιάδες ἄντρες, ἔξτρα οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ποὺ σίγουρα ἦταν ἄλλες πέντε χιλιάδες, καὶ χόρτασαν. Καὶ μάζεψαν καὶ τὰ περισσεύματα σὲ δώδεκα κοφίνια γεμάτα ψωμί.
Ὁ λαὸς κατενθουσιασμένος κατάλαβε τί ἔγινε. Εἶχαν μάλιστα τὴν ἰδέα νὰ σηκώσουν ψηλὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιᾶ τους ἐπὶ τόπου, ὅπως ἀνακήρυτταν τότε τοὺς βασιλιᾶδες. Κάτι τέτοιο ὅμως ἄκαιρο καὶ ἀνθρώπινο δὲν τὸ ἤθελε ὁ Χριστός. Θὰ ἦταν πολὺ μειωτικὸ γι’ αὐτὸν καὶ ἄκρως ἐπικίνδυνο γιὰ τὴ ζωή του. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ ν’ ἀνακηρυχθεῖ ἐπίγειος βασιλιάς. Ὁ Χριστὸς ἦταν βασιλιᾶς πολὺ ἀνώτερος. Κάποια μέρα θὰ καταλάβαιναν τὴ βασιλική του ἰδιότητα κοντὰ στὴ διδασκαλικὴ καὶ τὴν ἀρχιερατική του. Ἀλλ’ ὅλα ἔπρεπε νὰ γίνουν μὲ τὴ σειρά. Γι’ αὐτὸ καὶ φρόντισε ἔγκαιρα νὰ μὴν πραγματοποιηθεῖ μία τέτοια πρόθεση τοῦ λαοῦ. Μὲ τὸν τρόπο του τοὺς ἔπεισε καὶ ἀποσύρθηκαν ὅλοι ἥσυχα στὶς πατρίδες τους.
Δὲν εἶναι ἄσκοπο νὰ διευκρινίσουμε ὅτι καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ λάδι στὸ σπίτι τῆς χήρας, ὅπου ἔμεινε ὁ προφήτης Ἠλίας, δὲν τελείωναν, καὶ τρέφονταν ἀπ’ αὐτὰ ὁ προφήτης, καὶ κοντὰ σ’ αὐτὸν καὶ ἡ φιλόξενη χήρα καὶ τὰ παιδιά της. Ἀλλὰ τὸ θαῦμα τὸ ἔκανε τότε ὁ Θεὸς κι ὄχι ὁ Ἠλίας. Παρόμοιο θαῦμα ἔγινε καὶ μὲ τὸν Ἐλισαῖο (Δ΄ Βα 4,42). Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸ μάνα στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ αὐτὸ τώρα μὲ τὸν Ἰησοῦ στὴν ἔρημο ἦταν πολὺ ἀνώτερο. Βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ νὰ τεμαχίζει καὶ νὰ πολλαπλασιάζει τὸ ψωμὶ καὶ τὰ ψάρια ἀθόρυβα. Δεσπότης λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς, δοῦλοι ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἐλισαῖος.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ χορτασμὸ τῶν πεντακισχιλίων ἤθελε νὰ περάσει στὸ λαὸ ἕνα ἄλλο πολὺ ἀνώτερο μήνυμα, ὅτι αὐτὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ ψωμί, ποὺ χαρίζει ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή («Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς»). Κι ὅτι αὐτὸς εἶναι τὸ νερὸ ποὺ ξεδιψάει τὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ζωὴ («Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω»). «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον», εἶχε πεῖ ἄλλοτε.
Αὐτὴν τὴ σωτήρια εὐκαιρία ἔδωσε ὁ Χριστὸς καὶ σ’ ἐμᾶς μέσῳ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς μεταλήψεως τοῦ σώματος καὶ αἵματός του, ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνίας τῆς θείας διδασκαλίας του. Καὶ τὰ δύο εἶναι ἀκένωτα. Φτάνουν νὰ τρῶνε νὰ πίνουν καὶ νὰ σῴζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ μέχρι τῆς συντελείας. Ἀρκεῖ νὰ τὸν πιστεύουν.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 28/7/2012)