Εὐαγγέλιον 5ου σαββάτου νηστειῶν
Οἱ δολοφόνοι τοῦ Χριστοῦ
Σάβ. Ε΄ ἑβδομάδος Νηστειῶν (Μρ 8,27-31)
Ὁ Κύριος ἐνῷ βρισκόταν στὶς βόρειες ὄχθες τῆς Γεννησαρέτ, στὴ Βηθσαϊδά, προχώρησε βορειοτέρα περίπου 150-200 χιλιόμετρα καὶ βρέθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, μιᾶς πόλεως ποὺ λεγόταν ἔτσι ἀπὸ τὸ γιὸ τοῦ Ἡρῴδου Φίλιππο, πρὸς διάκριση ἀπὸ τὴν ἄλλη Καισάρεια, τὴν παραλιακή, ποὺ ἦταν διοικητική, ἐνῷ ἡ ᾿Ιερουσαλὴμ ἡ θρησκευτικὴ πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ.
Βγῆκε λοιπὸν μὲ τοὺς μαθητάς του στὰ γύρω ἀπὸ τὴν Καισάρεια χωριὰ λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν παράδοσή του στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ καθὼς περπατοῦσαν, τοὺς ρωτοῦσε·
– Ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι; (27)
Ὄχι ὅτι δὲν ἤξερε τί φρονοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ μαθηταί του γι’ αὐτόν, ἀλλὰ προφανῶς ἤθελε ν’ ἀκούσει τοὺς μαθητάς του, γιὰ νὰ κάνει στὴ συνέχεια σ’ αὐτοὺς τὴν ἀποκάλυψη κάποιων σοβαρῶν γεγονότων, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τοῦ συμβοῦν, προετοιμάζοντάς τους ἐσωτερικά, γιὰ νὰ μὴ σοκαριστοῦν.
Οἱ μαθηταὶ ἀπάντησαν ὅτι ἄλλοι τὸν παίρνουν γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸ βαπτιστή, ἄλλοι γιὰ τὸν προφήτη Ἠλία, καὶ ἄλλοι γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς προφῆτες (28).
Ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ γι’ αὐτὸν γενικὰ ἦταν ὁπωσδήποτε τιμητική, ἀφοῦ καὶ ὁ βαπτιστὴς καὶ ὁ Ἠλίας καὶ κάθε προφήτης θεωροῦνταν κορυφαῖα πρόσωπα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ, σταλμένα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὑπηρετήσουν τὸ θέλημά του. Ἀλλὰ βέβαια γιὰ τὸν Ἰησοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἀνώτερη ἰδέα ἢ μᾶλλον μοναδική.
Ὁ λαὸς ὅμως ἦταν λίγο δύσκολο νὰ ἔχει τὴ σωστὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας· τὸ μυαλό τους δὲν μποροῦσε νὰ φτάσει ὣς ἐκεῖ, ἐπειδὴ ἄκουγαν στὴ συναγωγὴ ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ εἶναι ἐπίγειος βασιλεύς, ὁ δὲ Ἰησοῦς δὲν ἔδειχνε γιὰ τέτοιος. Ἂν εἶχαν τὴ σωστὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ Μεσσία, σίγουρα θὰ τοῦ ἀπέδιδαν αὐτὸν τὸν τίτλο. Δὲν ἔπρεπε ὅμως ὁ ὅμιλος τῶν μαθητῶν νὰ μείνει σ’ αὐτὴν τὴ λαθεμένη ἀντίληψη· ἔπρεπε νὰ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια ὡς πρὸς τὸ ποιός εἶναι, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ μὴ σκανδαλιστοῦν, ὅταν θὰ τὸν ἔβλεπαν στὸ σταυρό, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γιὰ νὰ κηρύξουν ἀργότερα στὸν κόσμο τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπό του. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ρωτάει·
– Πέραν τοῦ τί λένε οἱ ἄνθρωποι, ἐσεῖς οἱ μαθηταί μου, τί λέτε γιὰ μένα;
Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Πέτρος καὶ τοῦ λέει·
– Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ποὺ σὲ ἔχρισε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σώσεις τὸν κόσμο (29).
Ὁ Κύριος αὐτὴ τὴ φορὰ πῆρε τὴ σωστὴ ἀπάντηση καί, ὅπως ἱστορεῖ ὁ Ματθαῖος (ὁ Μᾶρκος τὸ ἀποσιωπᾷ), ἐπαινεῖ τὸν Πέτρο γιὰ τὴ σωστὴ ἀπάντηση, ἀλλὰ τοῦ λέει ὅτι αὐτὴ δὲν προῆλθε ἀπ’ αὐτόν· τοῦ τὴν ἀποκάλυψε ὁ οὐράνιος Πατέρας. Τοῦ εἶπε ἀκόμη τὸ σπουδαῖο ἐκεῖνο, ὅτι ἡ ὁμολογία του αὐτὴ εἶναι δυνατὴ καὶ ἀκλόνητη σὰν τὴν πέτρα. Καὶ πάνω σ’ αὐτὴν τὴν πέτρα τῆς ὁμολογίας θὰ κτίσει ὁ ἴδιος τὴν ἐκκλησία του καὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὴν κλονίσουν οὔτε οἱ δυνάμεις τοῦ ᾅδου (Μθ 16,16-19).
Ἀλλ’ ἐπειδὴ αὐτὴ τὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἀκόμη ἕτοιμος νὰ τὴν ἀκούσει, τοὺς ἔδωσε αὐστηρὴ παραγγελία νὰ μὴν τὴ λένε σὲ κανέναν (30).
Καὶ ἀμέσως προχώρησε στὴν ὄχι εὐχάριστη ἀποκάλυψη ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ὁ ἴδιος, πρέπει νὰ πάθει πολλὰ καὶ ν’ ἀποδοκιμαστεῖ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ νὰ θανατωθεῖ, καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες ν’ ἀναστηθεῖ (31).
Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀναφέρει, ἀποτελοῦσαν τὴν ἄρχουσα θρησκευτικὴ τάξη τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ δέχονταν τὸν Ἰησοῦ ὡς προφήτη καὶ χρισμένο τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀνώτερό τους ἢ ἔστω ὡς ἴσο τους, αὐτοὶ τὸν φθόνησαν, τὸν περιφρόνησαν, τὸν μίσησαν, καὶ τὸ μῖσος τους τελικὰ τοὺς ὁδήγησε στὸ φόνο του. Μεγάλο τὸ ἀρχιερατικὸ μῖσος.
Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταὶ καταλάβαιναν τὸ ἀντιδραστικὸ πνεῦμα τῶν φαρισαίων καὶ γραμματέων καὶ διαισθάνονταν τὸ μῖσος πρὸς τὸ διδάσκαλό τους, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχουν σωστὴ καὶ ρητὴ πληροφόρηση γιὰ τὰ αἰσθήματά τους, ὁ Κύριος τοὺς ἀποκάλυψε τί πρόκειται νὰ τοῦ κάνουν. Ὅτι πρέπει νὰ τὸν ἀποδοκιμάσουν καὶ νὰ τὸν θανατώσουν. Αὐτὰ θὰ γίνουν, ἀλλ’ αὐτοὶ ὅμως ὡς μελλοντικοὶ κήρυκες καὶ συνεχισταὶ τοῦ ἔργου του, δὲν ἔπρεπε ν’ ἀπογοητευθοῦν καὶ νὰ τὰ παρατήσουν, διότι δὲν ἐπρόκειτο νὰ παραμείνει στὸ θάνατο, ἀλλὰ τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὴ θανάτωσή του ἐπρόκειτο ν’ ἀναστηθεῖ, καὶ ὅλοι οἱ ἐχθροί του νὰ ἡττηθοῦν κατὰ κράτος.
Οἱ ἀρχιερεῖς οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς ποὺ συνεχίζουν καὶ σήμερα νὰ δολοφονοῦν τὸ Χριστὸ εἶναι ὁ ἑκάστοτε πάπας καὶ ὁ περίγυρός του. Αὐτοὶ διαστρεβλώνοντας τὸ χωρίο ποὺ μᾶς ἀπασχόλησε πιὸ πάνω, δίνουν τὴν ἔμφαση ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει, δηλαδὴ στὸν Πέτρο. Ὄχι στὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου, ποὺ ὅπως εἶπε ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἦταν δική του ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός, οὔτε δίνουν τὴν ἔμφαση στὴν πρόρρηση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή του· αὐτὰ τὰ δύο εἶναι τὰ θαυμαστὰ στὸ διάλογο τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς μαθητάς του. Τὸ ἕνα δείχνει τὴν αὐτοκυριαρχία καὶ τὴν ἑκουσία σταύρωσή του, καὶ τὸ ἄλλο ὅτι γνωρίζει τὰ πάντα γύρω ἀπὸ τὸ ἄμεσο μέλλον του. Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο φανερώνουν τὴ θεότητά του.
Ἔτσι οὐσιαστικὰ γκρεμίζουν τὴν κεντρικὴ θεολογία τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ οἰκοδομοῦν τὴν ἐγωκεντρικὴ καὶ ἑωσφορικὴ παπικὴ φλυαρία καὶ φαντασιοκοπία τοῦ ἐπάρατου πρωτείου. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάει τὴν ἐκκλησία του ἀπὸ τὸ θεοκτόνο παπισμό.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 19/4/2013)