ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἑόρτια εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα 6 ἰανουαρίου, θεοφάνεια (εὐαγγέλιον)

PostHeaderIcon 6 ἰανουαρίου, θεοφάνεια (εὐαγγέλιον)

 

Γιατί βαπτίστηκε ὁ Χριστός;

 

6 Ἰαν., Θεοφ. (Μθ 3, 13-17)

 

    Ὁ Ἰωάννης βαπτιστὴς βρισκόταν στὴν ἔρημο καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἔβγαι­ναν ἔξω ἀπὸ τὰ ᾿Ιεροσόλυμα τὴν ᾿Ιουδαία καὶ τὰ περίχωρα καὶ πήγαιναν σ’ αὐτὸν καὶ βαπτίζονταν στὸν Ἰορδάνη, ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες των κατὰ τὸ βάπτισμα.

    Ἐντελῶς αὐθόρμητα μιλώντας στὰ πλήθη τῶν προσερχομένων ὁ Βαπτιστὴς ἔδωσε τὸν τύπο τοῦ βαπτίσματός του, μίλησε δὲ καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο βαπτιστὴ καὶ γιὰ ἕνα ἄλλο σπουδαιότερο βάπτισμα λέγοντας· Ἐγὼ μὲν βαπτίζω μὲ νερὸ ὅσους ἔχουν ἔρθει σὲ μετάνοια, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ μένα εἶναι ἰσχυρότερός μου τόσο, ποὺ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ κρατήσω στὰ χέρια μου τὰ παπούτσια του. Αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσει μὲ ἅγιο Πνεῦμα καὶ φωτιά. Μ’ αὐτὰ τὰ λό­για ὁ Ἰωάννης βαπτιστὴς ἐννοοῦσε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ βάπτι­σμα ποὺ ἔφερε ἐκεῖνος, τὸ χριστιανικό.

    Καὶ ἐνῷ ὁ Ἰωάννης ἔλεγε αὐτὰ τὰ λόγια γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ θεία ἔμπνευση, χωρὶς κὰν νὰ ξέρει τὸν Ἰησοῦ κατ’ ὄψη, νά καὶ κατα­φθά­νει ὁ Ἰησοῦς στὸν Ἰορδάνη ποταμό, γιὰ νὰ βαπτιστεῖ κι αὐτός, προ­ερ­χόμενος ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἔδειξε ὅτι ἐγκρίνει τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, καὶ μὲ τὴν προσ­έλευσή του ἐνθάρρυνε τὰ πλήθη νὰ προσέρχονται στὸν Ἰωάννη, γιατί αὐτός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βάπτισμα, σὰν πρόδρομός του, τοὺς μιλοῦ­σε κατάλληλα καὶ προετοίμαζε τὶς ψυχές τους νὰ δεχθοῦν μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν ἴδιο.

    Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ἂν καὶ δὲν ἤξερε τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ θεία διαί­σθη­ση, τὸν ἐμπόδιζε ἀποφασιστικὰ λέγοντας· Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βα­πτισθῶ ἀπὸ σένα, καὶ σὺ ἔρχεσαι σὲ μένα, γιὰ νὰ σὲ βαπτίσω; Δὲν μπο­ρεῖ νὰ γίνει αὐτό. Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς· Ἄφησέ τα τώρα αὐτὰ τὰ ἐκδηλώματα τῆς ἀληθινῆς σου μετριοφροσύνης. Εἶναι δεκτά. Ἀλλ’ αὐτὴ τὴν ὥρα πρέπει νὰ κάνεις αὐτὰ ποὺ ὅρισε ὁ Θεὸς γιὰ σέ­να, κι ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος ὁμοίως νὰ κάνω αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνω, δη­λαδὴ νὰ περάσω ἀπὸ τὴ διαδικασία τοῦ βαπτίσματός σου. Διότι πρόκειται γιὰ ἁπλὴ διαδικασία, καὶ ὄχι γιὰ οὐσία. Ἐγὼ δὲν ἔχω ἁ­μαρ­τήματα· ἄλλος εἶναι ὁ σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔρχομαι νὰ βαπτι­στῶ. Θὰ τὸν καταλάβεις σὲ λίγο.  Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐκπληρωθοῦν αὐ­τὰ ποὺ ἐπιβάλλει ἡ θεία δικαιοσύνη. Τότε ὁ Ἰωάννης πείστηκε καὶ ἔπαυσε νὰ τὸν ἐμποδίζει.

    Καὶ ὅταν βούτηξε μέσα στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ ὁ Ἰησοῦς (μέχρι τὸ λαι­μό του, ὅπως ὅλοι, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θέση ἐξομολογοῦνταν τ’ ἁ­μαρ­τήματά τους, ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανένα ἁμάρτημα γιὰ νὰ τὸ ἐξομολογηθεῖ), ἀμέσως ἀνέβηκε πάνω ἀπὸ τὸ νερό, καὶ ἐντελῶς ξα­φνικὰ ἄνοιξαν γι’ αὐτὸν οἱ οὐρανοί, καὶ (ὁ Βαπτιστὴς) εἶδε τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ σὰν περιστέρι νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ ἔρχεται πάνω του. Τὸ εἶδε ἀναφέρεται στὸ βαπτιστή, ὄχι στὸν Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ἤξερε τί ἐπρόκειτο νὰ γίνει. Φαίνεται αὐτὸ πιὸ καθαρὰ στὴ μαρτυρία (1,32-34) τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.

    Ἔχω δεῖ, λέει ὁ Βαπτιστής, τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει σὰν πε­ρι­στέρι ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ τὸ Πνεῦμα ἔμεινε γιὰ πάντα πάνω του. Κι ἐγὼ δὲν τὸν ἤξερα ποιός εἶναι, ἀλλὰ ὁ Θεὸς Πατέρας, ποὺ μὲ ἔ­στειλε νὰ βαπτίζω τοὺς ἀνθρώπους μὲ νερό, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· Αὐτὸς πάνω στὸν ὁποῖο θὰ δεῖς νὰ κατεβαίνει τὸ Πνεῦμα καὶ νὰ παραμένει πάνω του, εἶναι ποὺ θὰ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα ἅγιο. Κι ἐγὼ ἔχω δεῖ κι ἔχω μαρτυρήσει, συνεχίζει ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ.

    Καταπληκτικὴ ἡ μαρτυρία τοῦ Βαπτιστοῦ, τοῦ μεγαλυτέρου ἀν­θρώ­που πάνω στὴ γῆ, γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

    Καὶ ἐπανέρχομαι στὴν ἐξιστόρηση τοῦ Ματθαίου.  Καὶ πάλι, λέει, ἐντε­λῶς ἀπρόσμενα ἀκούστηκε μία φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέει· Αὐ­­τὸς εἶναι ὁ Γιός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστήθηκα. Ποιός αὐτός; Αὐτὸς ποὺ κάθησε πάνω του τὸ Πνεῦμα· ὁ Ἰησοῦς. Κα­τα­πλη­κτι­κὴ ἡ πιὸ πάνω μαρτυρία τοῦ Βαπτιστοῦ, ἀλλὰ κατα­πλη­κτικότερη ἡ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ μο­νά­κρι­βος Γιός του, ποὺ δὲν τὸν δυσαρέστησε ποτέ, διότι πάντοτε ἔκανε τὸ ἀρεστὸ σ’ αὐτόν. Σύμφωνες δὲ καὶ οἱ δύο μαρτυρίες μεταξύ τους.

    Τέλος πρέπει ν’ ἀναφερθεῖ ἐδῶ καὶ ὁ σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο βα­πτί­στηκε ὁ Ἰησοῦς τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, καθὼς καὶ ὁ σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνέθεσε στὸν Ἰωάννη ὅλο αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς βα­πτίσεως τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς λέει γιὰ τὰ δύο αὐτὰ σπουδαῖα ἐρω­τή­μα­τα πάλι ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης βαπτιστής· Καὶ ἐγὼ δὲν ἤξερα ποιός εἶναι αὐτός. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν μάθουν οἱ Ἰσραηλῖτες, γι’ αὐτὸ ἦρθα ἐγὼ νὰ βαπτίζω στὸ νερό (Ἰω 1,31). Τὸ δὲν ἤξερα δὲν ἔρχεται σὲ ἀν­τίθεση μὲ τὸ ἤξερα, ποὺ ἐν­νοεῖ­ται πιὸ πάνω (Ἰω 1,15-17). Δηλαδὴ ἀνατέθηκε τὸ βάπτισμα στὸν Ἰωάννη, μόνο καὶ μόνο γιὰ ἕνα σκοπό, γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι ὁ Ἰησοῦς  εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ σωτῆρας τοῦ κόσμου, κι ὄχι ἕνας ὁποιοσδήποτε προφήτης.

    Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος· Πῶς ἀλλιῶς θὰ γινόταν ἡ σύ­σταση τοῦ Ἰησοῦ στὸν κόσμο; Μήπως μποροῦσε νὰ τὸν πάρει ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ τὸν περάσει ἀπ’ ὅλες τὶς πόρτες τῶν Ἰσ­ρα­η­λιτῶν καὶ νὰ κάνει τὴ σχετικὴ σύσταση; Αὐτὸ καὶ χρόνο θ’ ἀπαι­τοῦ­σε καὶ θὰ ἦταν πολὺ κατώ­τερο τῆς θείας ἀξίας τοῦ Ἰησοῦ.

    Ἂν ὁ Θεὸς Πατέρας εὐαρεστεῖται ἀπὸ τὸ Γιό του, πόσο θὰ ἔ­πρε­πε ἐμεῖς νὰ τὸ ἔχουμε τιμή μας ποὺ πιστεύουμε σ’ αὐτὸν ποὺ εὐαρε­στεῖ­ται ὁ Θεὸς καὶ ἔχουμε πάρει τὸ βάπτισμά του; Νά ἕνα ἀναγκαῖο κον­τρὸλ τῆς προσωπικῆς πίστεώς μας. Τὸ ἔχουμε τιμή μας ποῦ σχε­τι­στήκαμε μαζί του; Εὐαρεστοῦμε σὰν Χριστιανοὶ τὸ ἅγιο θέλημά του ἢ συχνὰ τὸν πικραίνουμε;

 

    Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 (δημοσίευσις 6/1/2011)

 



 

Γιατί βαπτίστηκε ο Χριστός;

 

6 Ιαν., Θεοφ. (Μθ 3, 13-17)

 

    Ο Ιωάννης βαπτιστής βρισκόταν στην έρημο και οι Ιουδαίοι έβγαιναν έξω από τα Ιεροσόλυμα την Ιουδαία και τα περίχωρα και πήγαιναν σ’ αυτόν και βαπτίζονταν στον Ιορδάνη, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες των κατά το βάπτισμα.

    Εντελώς αυθόρμητα μιλώντας στα πλήθη των προσερχομένων ο Βαπτιστής, έδωσε τον τύπο του βαπτίσματός του, μίλησε δε και για κάποιον άλλο βαπτιστή και για ένα άλλο σπουδαιότερο βάπτισμα λέγοντας· Εγώ μεν βαπτίζω με νερό όσους έχουν έρθει σε μετάνοια, αλλ’ αυτός που έρχεται μετά από μένα είναι ισχυρότερός μου τόσο, που δεν είμαι ικανός να κρατήσω στα χέρια μου τα παπούτσια του. Αυτός θα σας βαπτίσει με άγιο Πνεύμα και φωτιά. Μ’ αυτά τα λόγια ο Ιωάννης βαπτιστής εννοούσε τον Ιησού Χριστό και το βάπτισμα που έφερε εκείνος, το χριστιανικό.

    Και ενώ ο Ιωάννης έλεγε αυτά τα λόγια για τον Ιησού από θεία έμπνευση, χωρίς καν να ξέρει τον Ιησού κατ’ όψη, να και καταφθάνει ο Ιησούς στον Ιορδάνη ποταμό, για να βαπτιστεί κι αυτός, προερχόμενος από τη Γαλιλαία. Με την πράξη του αυτή ο Ιησούς πρώτα απ’ όλα έδειξε ότι εγκρίνει το βάπτισμα του Ιωάννου, και με την προσέλευσή του ενθάρρυνε τα πλήθη να προσέρχονται στον Ιωάννη, γιατί αυτός, εκτός από το βάπτισμα, σαν πρόδρομός του, τους μιλούσε κατάλληλα και προετοίμαζε τις ψυχές τους να δεχθούν μετά από λίγο τον ίδιο.

    Ο Ιωάννης όμως, αν και δεν ήξερε τον Ιησού, από θεία διαίσθηση, τον εμπόδιζε αποφασιστικά λέγοντας· Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα, και συ έρχεσαι σε μένα, για να σε βαπτίσω; Δεν μπορεί να γίνει αυτό. Του αποκρίνεται ο Ιησούς· Άφησέ τα τώρα αυτά τα εκδηλώματα της αληθινής σου μετριοφροσύνης. Είναι δεκτά. Αλλ’ αυτή την ώρα πρέπει να κάνεις αυτά που όρισε ο Θεός για σένα, κι εγώ σαν άνθρωπος ομοίως να κάνω αυτά που πρέπει να κάνω, δηλαδή να περάσω από τη διαδικασία του βαπτίσματός σου. Διότι πρόκειται για απλή διαδικασία, και όχι για ουσία. Εγώ δεν έχω αμαρτήματα· άλλος είναι ο σκοπός, για τον οποίο έρχομαι να βαπτιστώ. Θα τον καταλάβεις σε λίγο.  Πρέπει λοιπόν να εκπληρωθούν αυτά που επιβάλλει η θεία δικαιοσύνη. Τότε ο Ιωάννης πείστηκε και έπαυσε να τον εμποδίζει.

    Και όταν βούτηξε μέσα στο νερό του ποταμού ο Ιησούς (μέχρι το λαιμό του, όπως όλοι, και από αυτή τη θέση εξομολογούνταν τ’ αμαρτήματά τους, ο Ιησούς, επειδή δεν είχε κανένα αμάρτημα για να το εξομολογηθεί), αμέσως ανέβηκε πάνω από το νερό, και εντελώς ξαφνικά άνοιξαν γι’ αυτόν οι ουρανοί, και (ο Βαπτιστής) είδε το πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι να κατεβαίνει και να έρχεται πάνω του. Το είδε αναφέρεται στο βαπτιστή, όχι στον Ιησού. Ο Ιησούς ήξερε τι επρόκειτο να γίνει. Φαίνεται αυτό πιο καθαρά στη μαρτυρία (1,32-34) του ευαγγελιστού Ιωάννου.

    Έχω δει, λέει ο Βαπτιστής, το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό. Και το Πνεύμα έμεινε για πάντα πάνω του. Κι εγώ δεν τον ήξερα ποιος είναι, αλλά ο Θεός Πατέρας, που με έστειλε να βαπτίζω τους ανθρώπους με νερό, εκείνος μου είπε· Αυτός πάνω στον οποίο θα δεις να κατεβαίνει το Πνεύμα και να παραμένει πάνω του, είναι που θα βαπτίζει με Πνεύμα άγιο. Κι εγώ έχω δει κι έχω μαρτυρήσει, συνεχίζει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ότι αυτός είναι ο Γιος του Θεού.

    Καταπληκτική η μαρτυρία του Βαπτιστού, του μεγαλυτέρου ανθρώπου πάνω στη γη, για τον Ιησού Χριστό.

    Και επανέρχομαι στην εξιστόρηση του Ματθαίου.  Και πάλι, λέει, εν­τε­λώς απρόσμενα ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό να λέει· Αυτός είναι ο Γιος μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα. Ποιος αυτός; Αυτός που κάθησε πάνω του το Πνεύμα. Ο Ιησούς. Καταπληκτική η πιο πάνω μαρτυρία του Βαπτιστού, αλλά καταπληκτικότερη η μαρτυρία του ίδιου του Θεού Πατρός, ότι ο Ιησούς είναι ο μονάκριβος Γιός του, που δεν τον δυσαρέστησε ποτέ, διότι πάντοτε έκανε το αρεστό σ’ αυτόν. Σύμφωνες δε και οι δυο μαρτυρίες μεταξύ τους.

    Τέλος πρέπει ν’ αναφερθεί εδώ και ο σκοπός,  για τον οποίο βα­πτί­στηκε ο Ιησούς το βάπτισμα του Ιωάννου, καθώς και ο σκοπός, για τον οποίο ο Θεός ανέθεσε στον Ιωάννη όλο αυτό το έργο της βαπτίσεως των ανθρώπων. Μας λέει για τα δυο αυτά σπουδαία ερωτήματα πάλι ο ίδιος ο Ιωάννης βαπτιστής λέγοντας· Και εγώ δεν ήξερα ποιος είναι αυτός. Αλλά για να τον μάθουν οι Ισραηλίτες, γι’ αυτό ήρθα εγώ να βαπτίζω στο νερό (Ιω 1,31). Το δεν ήξερα δεν έρχεται σε αντίθεση με το ήξερα, που εν­νοεί­ται πιο πάνω (Ιω 1,15-17). Δηλαδή ανατέθηκε το βάπτισμα στον Ιωάννη, μόνο και μόνο για ένα σκοπό, για να γνωρίσουν οι Ιουδαίοι ότι ο Ιησούς  είναι ο Γιος του Θεού και σωτήρας του κόσμου, κι όχι ένας οποιοσδήποτε προφήτης.

    Και εξηγεί ο Ιωάννης χρυσόστομος· Πώς αλλιώς θα γινόταν η σύσταση του Ιησού στον κόσμο; Μήπως μπορούσε να τον πάρει ο Ιωάννης από το χέρι και να τον περάσει απ’ όλες τις πόρτες των Ισραηλιτών και να κάνει τη σχετική σύσταση; Αυτό και χρόνο θ’ απαιτούσε και θα ήταν πολύ κατώ­τερο της θείας αξίας του Ιησού.

    Αν ο Θεός Πατέρας ευαρεστείται από το Γιο του, πόσο θα έπρεπε εμείς να το έχουμε τιμή μας που πιστεύουμε σ’ αυτόν που ευαρεστείται ο Θεός και έχουμε πάρει το βάπτισμά του; Να ένα αναγκαίο κοντρόλ της προσωπικής πίστεώς μας. Το έχουμε τιμή μας που σχετιστήκαμε μαζί του; Ευαρεστούμε σαν Χριστιανοί το άγιο θέλημά του ή συχνά τον πικραίνουμε;

 

Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης

 

 

(δημοσίευσις 6/1/2011)