ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἑόρτια εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα μεγάλη δευτέρα, «᾿Αποστομωτικὲς ἀπαντήσεις» (εὐαγγέλιον)

 

Ἀποστομωτικὲς ἀπαντήσεις τοῦ Χριστοῦ

 

Ὄρθρος Μ. Δευτέρας (Κυριακὴ Βαΐων βράδυ)

(Μθ 21,18-43)

 

Πάλι ἡ φιλόστοργη μητέρα Ἐκκλησία μᾶς φέρνει κοντὰ στὰ συγκινητικὰ γεγονότα τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου καὶ μᾶς προτρέπει· «Ἐμπρός, ἂς πᾶμε κι ἐμεῖς μὲ καθαροὺς λογισμοὺς νὰ συμπορευθοῦμε μαζί του καὶ νὰ σταυρωθοῦμε γιὰ χάρη του καὶ νὰ νεκρωθοῦμε ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς». Καθὼς μία μία θὰ ἔρχονται οἱ μέρες τῆς μεγάλης ἑβδομάδος, θὰ βλέπουμε μὲ πόνο ψυχῆς τὸν Κύριο νὰ βαδίζει σταθερὰ καὶ ἀταλάντευτα τὸ μονόδρομο τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ μετατραπεῖ ὁ δικός του πόνος σὲ αἰτία ζωῆς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ χάσαμε τὸ δρόμο μας καὶ πέσαμε στὸ λάκκο τοῦ θανάτου.

Σιωπηλὸς καὶ ἀδιαμαρτύρητος ὁ Κύριος θ’ ἀντιμετωπίσει ὅλη τὴ λαίλαπα τῆς ἀνθρωπίνης μοχθηρίας, τοὺς ἐμπαιγμούς, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὸ μαστίγωμα, τοὺς κολαφισμούς, τὴ φονικότητα. Θὰ αἰσθανθεῖ σὲ βάθος τὴν ἐγκατάλειψη ἀπὸ τοὺς ἀγαπητούς του. Μόνος κι ἀτιμωμένος πάνω στὸ σταυρὸ θὰ θεωρηθεῖ σὰν ἄνομος καὶ θ’ ἀφήσει τὴ ζωή του ἀνάμεσα σὲ δύο ληστάς. Καὶ μέσα στὸ σωματικὸ καὶ ψυχικὸ πόνο του, μέσα στὰ αἵματα καὶ τὸν τριγμὸ τοῦ θανάτου, ἡ ἀπαράμιλλη μεγαθυμία του θὰ βρεῖ λόγια, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τοὺς σταυρωτάς του καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν πατέρα τὴ συγχώρησή τους, διότι, ὅπως εἶπε, δὲν ξέρουν τί κάνουν.

Μέσα ἀπὸ τὶς εὐαγγελικὲς περικοπὲς θὰ παρακολουθήσουμε χωρὶς ἐπαναλήψεις τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων. Ἂς δοῦμε πρῶτα τὸ διάλογό του μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, ὅπως ἐμφανίζεται στὸν ὄρθρο τῆς Μ. Δευτέρας (Μθ 21,18-43). Τέσσερα ἐπεισόδια περιγράφονται. Ἡ ἄκαρπη συκιά, τὸ ἐρώτημα μὲ ποιά ἐξουσία ἐνεργεῖ, ὁ πρόθυμος καὶ ἀπρόθυμος γιός, καὶ ἡ παραβολὴ τῶν κακῶν γεωργῶν.

Α. Ὁ Κύριος ἐπέστρεφε στὴν πόλη πεινασμένος. Ψάχνει στὴ συκιὰ γιὰ κανένα σῦκο, ἀλλὰ δὲν βρῆκε, παρὰ μόνο φύλλα. Ἀγανάχτησε τότε καὶ τὴν ἐπιτίμησε νὰ μὴν ξανακάνει καρπό. Καὶ ἡ συκιὰ ξηράθηκε τὴν ἴδια στιγμή. Μ’ ἕνα βουβὸ καὶ συμβολικὸ τρόπo o Κύριος ἀπορρίπτει τὸν Ἰσραήλ. Ἀποτιμᾷ ὅτι μ’ ὅλη τὴ θρησκεία του καὶ μ’ ὅλες τὶς θυσίες του δὲν ἀπέφερε ἔργα καλὰ (σῦκα), ἀλλὰ μόνο ἄχρηστους τύπους (φύλλα). Γι’ αὐτὸ καὶ πρόκειται νὰ παύσει νὰ θεωρεῖ τὸν ἄγονο καὶ ἄκαρπο αὐτὸ λαὸ ἀγαπημένο του. Πρόκειται νὰ στρέψει τὸ ἐνδιαφέρον του πρὸς τοὺς ἄλλους λαούς, τοὺς εἰδωλολατρικούς, ποὺ θὰ δείξουν ἐνδιαφέρον καὶ θὰ φέρουν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας.

Β. Οἱ ἀντίζηλοι ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβύτεροι ἔκαναν στὸν Ἰησοῦ πονηρὸ ἐρώτημα-δίλημμα. Ρώτησαν· Μὲ ποιά ἐξουσία τὰ κάνεις ὅλα αὐτά; Ὄχι πὼς δὲν ἤξεραν, ἀλλ’ ἤθελαν ν’ ἀκούσουν τὸν ἴδιο νὰ λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὴ μαρτυρία σὰν κατηγορία θανατώσεώς του. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διαβλέπει τὶς κακὲς προθέσεις τους, σκέφτεται καὶ ὅτι δὲν ἦρθε ἀκόμη ἡ ὥρα του, καὶ δὲν τοὺς ἀπαντᾶ εὐθέως· ἢ μᾶλλον τοὺς ἀπαντᾶ μ’ ἕνα δικό του ἐρώτημα-δίλημμα. Τί λέτε; τοὺς λέει· τὸ βάπτισμα ποὺ βάπτιζε ὁ Ἰωάννης ἦταν θεϊκὸ ἢ ἀνθρώπινο;  Ἤξερε ὁ Χριστὸς ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς περιφρονοῦσαν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ὄχι γιατὶ δὲν εἶχε θεία προέλευση, ἀλλὰ διότι ὁ Ἰωάννης προσελκύοντας τὰ πλήθη μὲ τὴ δημοφιλία του, τοὺς χαλοῦσε τὴν «πιάτσα». Ὁ λαὸς ἔτρεχε πίσω ἀπὸ τὸν Ἰωάννη καὶ ἔβγαινε ἕως ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὸν Ἰορδάνη, καὶ βαπτίζονταν. Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ ἐρώτημα τοὺς ἔφερε σὲ ἀδιέξοδο. Τί ν’ ἀπαντήσουν; ὅτι ἦταν θεϊκό; Θὰ τοὺς ἔλεγε· Τότε γιατί δὲν τὸν πιστέψατε σὰν προφήτη καὶ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ; Ν’ ἀπαντήσουν ὅτι ἦταν ἀνθρώπινο; Θὰ τοὺς ἀποδοκίμαζε ὁ λαός, διότι ὅλοι τὸ θεωροῦσαν θεϊκό. Καὶ δὲν ἀπάντησαν. Οὔτε κι ἐγὼ σᾶς ἀπαντῶ, τοὺς εἶπε ὁ Κύριος.

Γ. Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀπρόθυμου καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πρόθυμου γιοῦ, καὶ τοῦ πρόθυμου καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ἀπρόθυμου, φωτογραφίζει τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι εἶπαν στὴν ἀρχὴ στὸ Θεὸ ναί, καὶ ὕστερα τὸν ἐγκατέλειψαν, καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ εἶπαν στὴν ἀρχὴ ὄχι, καὶ ὕστερα πίστεψαν κι ἀποδείχτηκαν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Οἱ τελευταῖοι ἔγιναν πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι τελευταῖοι, ὅπως εἶχε πεῖ ἄλλοτε ὁ Κύριος. Ὅσο κι ἂν οἱ Ἰουδαῖοι προσπάθησαν νὰ ἐμφανιστοῦν σὰν ἐκλεκτὸς καὶ ἀγαπημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ, οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες τοὺς ξεπέρασαν, καὶ θὰ μποῦν πρῶτοι στὴ βασιλεία.

Δ. Ὁ Ἰησοῦς μὲ μία λεκτικὴ τρικλοποδιὰ ὑφαρπάζει τὴν αὐτοκαταδίκη τῶν συνομιλητῶν του γραμματέων καὶ φαρισαίων μὲ τὴν παραβολὴ τῶν κακῶν γεωργῶν, ποὺ τοὺς λέει. Σύμφωνα μὲ τὴν παραβολή, ὁ ἄνθρωπος ποὺ φύτεψε τὸ ἀμπέλι εἶναι ὁ Θεός. Οἱ γεωργοί, ποὺ ἔβαλε μέσα νὰ τὸ δουλεύουν καὶ τελικὰ ἰδιοποιήθηκαν τοὺς καρποὺς καὶ κακοποίησαν τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ οἰκοδεσπότου καὶ σκότωσαν τὸ γιό του, τὸν καὶ κληρονόμο, γιὰ νὰ σφετεριστοῦν τὸ ἀμπέλι, εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι. Μὲ τὴν παραβολὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς συγκεκαλυμμένα ἐκπέμπει τὸ μήνυμα ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπησε τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς τίμησε, τοὺς ἔδωσε νόμο, προνόμια, εὐεργετήματα, ἀλλ’ αὐτοί, ἀχάριστοι καὶ κακότροποι, τὸν ἀπέρριψαν καὶ θέλησαν νὰ τὸν ὑποκαταστήσουν μὲ ἄκαιρους καὶ νεκροὺς τύπους. Τοὺς ρωτάει τώρα ὁ Χριστός· Τί θὰ τοὺς κάνει τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος γιὰ τὴν ἁρπακτικὴ καὶ φονική τους συμπεριφορά; Κι ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν κατάλαβαν ὅτι ἐννοεῖ τοὺς ἴδιους ὡς κακοὺς γεωργούς, βγάζουν καταδίκη κατὰ τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ τους· Ἀφοῦ εἶναι κακοί, εἶπαν, θὰ τοὺς καταστρέψει μὲ κακὸ τρόπο.

Νά ποιοί καταδικάζουν τοὺς κακοπροαίρετους. Οἱ ἴδιοι τοὺς ἑαυτούς των. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ὀνομάζει αὐτοκατάκριτους.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσις 15/4/2011)