1 ἰανουαρίου, περιτομή (εὐαγγέλιον)
Ἡ θεία σοφία τοῦ δωδεκαετοῦς Ἰησοῦ
1η ᾿Ιαν., Περιτομή (Λκ 2,20-21· 40-52)
Τὸ κυρίως ἑορταζόμενο γεγονὸς σήμερα εἶναι ἡ περιτομὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ συζήτηση ποὺ εἶχε ὁ δωδεκαετὴς Ἰησοῦς μὲ τοὺς διδασκάλους τοῦ Ἰσραήλ. Στὰ γεγονότα αὐτὰ ἐξ ἄλλου ἀναφέρεται καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ὁποία θ’ ἀκολουθήσουμε.
Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ποιμένων ἀπὸ τὴ φάτνη. «Καὶ γύρισαν πίσω οἱ ποιμένες ἀναπέμποντας δόξα καὶ αἶνο στὸ Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα ἄκουσαν καὶ εἶδαν, ὅπως ἀκριβῶς λέχτηκαν πρὸς αὐτοὺς πρὶν πᾶνε» (20).
Ἂς κάνουμε μία ἀναδρομὴ στοὺς στίχους ποὺ δὲν συμπεριλαμβάνονται στὸ ἀνάγνωσμά μας (8-18), γιὰ νὰ σχηματίσουμε ὁλοκληρωμένη εἰκόνα.
Ποῦ ἦταν οἱ ποιμένες; Ἦταν στὴ φάτνη, ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καὶ ποῦ γύρισαν; Στὰ ποίμνιά τους. Ποιά ἦταν αὐτὰ ποὺ ἄκουσαν καὶ εἶδαν; Ἐκεῖνα ποὺ τοὺς εἶπε ὁ ἄγγελος· «Σᾶς γνωρίζω μία χαρὰ μεγάλη γιὰ ὅλο τὸ λαό, ὅτι γεννήθηκε σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαυῒδ ὁ σωτῆρας ποὺ εἶναι ὁ χρισμένος Κύριος» (10-11). Παρακινώντας τους ὁ ἄγγελος νὰ πᾶν νὰ δοῦν πρόσθεσε· «Καὶ αὐτὸ τὸ σημάδι θὰ σᾶς βοηθήσει νὰ τὸν βρεῖτε· θὰ βρεῖτε ἕνα βρέφος τυλιγμένο στὰ σπάργανά του τοποθετημένο στὴ φάτνη» (12).
Ἄκουσαν ἐπίσης οἱ ποιμένες τὸν αἶνο πρὸς τὸ Θεὸ τῆς πολυπληθοῦς στρατιᾶς τῶν ἀγγέλων, ὅταν τοὺς εἶδαν ἐντελῶς ξαφνικὰ νὰ ἐμφανίζονται μπροστά τους, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκαν τὰ πρόβατα, νὰ λένε· «Δόξα στὸν ὕψιστο Θεό, καὶ πάνω στὴ γῆ εἰρήνη, στοὺς ἀνθρώπους εὐαρέσκεια Θεοῦ» (13-14). Εἶδαν ἄγγελο καὶ ἀγγέλους. Ἄκουσαν μηνύματα ὑπερφυσικὰ καὶ πρωτάκουστα.
Καὶ τί ἔκαναν οἱ βοσκοί, ὅταν ἔφυγαν οἱ ἄγγελοι; Εἶπαν· «Ἂς πᾶμε λοιπὸν μέχρι τὴ Βηθλεὲμ κι ἂς δοῦμε τὴν ἀληθινὴ αὐτὴ εἴδηση ποὺ μᾶς μετέδωσε ὁ Κύριος. Καὶ πῆγαν βιαστικὰ καὶ βρῆκαν καὶ τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος νὰ κοίτεται στὴ φάτνη. Καὶ τοὺς πληροφόρησαν οἱ ποιμένες γιὰ ὅσα λόγια λαλήθηκαν σ’ αὐτοὺς καὶ ὅσα γεγονότα εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους σχετικὰ μὲ τὸ παιδὶ αὐτό. Καὶ ὅλοι ὅσοι ἄκουσαν τὶς πληροφορίες τῶν ποιμένων (Ἰωσήφ, Μαρία, ἄλλοι ἐπισκέπτες) θαύμασαν ἀπὸ τὶς εἰδήσεις ποὺ τοὺς μετέδωσαν» (15-18).
Στὴν συνέχεια γύρισαν πίσω οἱ ποιμένες ἀναπέμποντας δόξα καὶ αἶνο στὸ Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα ἄκουσαν καὶ εἶδαν, ὅπως ἀκριβῶς λέχτηκαν πρὸς αὐτοὺς πρὶν πᾶνε. Στὸ μεταξύ, ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τῆς περιτομῆς τοῦ παιδιοῦ, ποὺ γινόταν τὴν ὀγδόη ἡμέρα τῆς ζωῆς τοῦ κάθε Ἰουδαίου, ἔγινε ἡ περιτομή του καὶ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ποὺ τὸ εἶχε προαναγγείλει ὁ ἄγγελος, προτοῦ νὰ συλληφθεῖ στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του... Καὶ τὸ παιδὶ μεγαλώνοντας καὶ δυναμώνοντας σωματικὰ μὲ τὴν ἐπενέργεια τῆς θεότητος ποὺ ἦταν μέσα του, γέμιζε ἀπὸ σοφία, καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν πάνω του. (20-21· 40)
Κατὰ τὴν περιτομή, ὡς γνωστόν, ἔκοβαν τὸ δέρμα ποὺ καλύπτει τὸ ἐμπρόσθιο μέρος τοῦ γεννητικοῦ ὀργάνου, δηλαδὴ τὴν καλύπτρα τῆς βαλάνου. Ἡ καλύπτρα αὐτὴ λεγόταν ἀκροβυστία, ἡ δὲ περικοπή της περιτομή. Εἶχε ὁρισθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ1 νὰ γίνεται σὲ κάθε ἀρσενικὸ παιδὶ τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ ξεχωρίζουν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη. Μαζὶ μὲ τὴν περιτομὴ δινόταν καὶ τὸ ὄνομα. Στὸ Χριστὸ δόθηκε τὸ προφητευμένο ὄνομα Ἰησοῦς, ποὺ σημαίνει σωτῆρας. Στὸ χριστιανικὸ κόσμο ἡ περιτομὴ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ βάπτισμα.
Ἡ περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἐννεάμηνος κύησή του, καὶ ἡ γέννησή του, καὶ ἡ σταυρωσή του δὲν δείχνουν μόνο τὴν ταπείνωσή του, ἀλλὰ πιστοποιοῦν καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση του καὶ τὴν ἐξομοίωσή του μὲ τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀποστομώνουν τοὺς δοκῆτες2 καὶ ἀργότερα τοὺς μονοφυσῖτες, ποὺ ἔλεγαν ὅτι δὲν σαρκώθηκε πραγματικὰ ἀλλὰ κατὰ φαντασίαν.
Τὸ μεγάλωμα καὶ τὸ δυνάμωμα τοῦ Ἰησοῦ ἀναφέρονται στὴν ἀνθρώπινη φύση του. Ὄχι στὴ θεία. Ἡ θεία ἦταν ὅλη ἐπάνω του, μέσα του, καὶ ἐκδηλωνόταν ὅλο καὶ περισσότερο, καθὼς μεγάλωνε σωματικά. Ἂν ἡ θεότητά του ἐκδηλωνόταν ὁλόκληρη ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία, δὲν θὰ γινόταν πιστευτὸ ὅτι εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος, καὶ οἱ μονοφυσῖτες θὰ πανηγύριζαν. Θὰ μποροῦσε λόγο χάρη νὰ μᾶς σώσει καὶ ὡς βρέφος, ἀλλὰ χρειάστηκε νὰ φτάσει τὰ 33 του, στὴν ἀκμαιότερη ἡλικία, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ἂν πάλι ἡ θεότητά του ἦταν προοδευτικὴ καὶ ὄχι ὅλη ἐφάπαξ, θὰ πανηγύριζαν οἱ ἀρνούμενοι τὴ θεότητά του3. Ἀλλ’ ἡ σωστὴ κατανόηση τοῦ στίχου δὲν ἀφήνει περιθώρια στὴν ἑκατέρωθεν κακοπιστία τῶν αἱρετικῶν.
Καὶ συνεχίζει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Οἱ γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν κάθε χρόνο στὴν ᾿Ιερουσαλὴμ κατὰ τὴ γιορτὴ τοῦ πάσχα. Κι ὅταν ἦταν δώδεκα ἐτῶν, εἶχαν ἀνεβεῖ πάλι στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπως τὸ ἐπέβαλλε τὸ ἔθιμο τῆς γιορτῆς. Σὰν τέλειωσαν οἱ ἡμέρες τοῦ πάσχα, στὴν ἐπιστροφὴ ὁ Ἰησοῦς, τὸ παιδί, εἶχε παραμείνει στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, καὶ δὲν τὸ ἤξεραν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα του. Μὲ τὴν ξεγνοιασιὰ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι στὸ καραβάνι, προχώρησαν δρόμο μιᾶς μέρας, καὶ (τὸ βράδυ) τὸν ἀναζητοῦσαν στοὺς συγγενεῖς καὶ στοὺς γνωστούς. Κι ἐπειδὴ δὲν τὸν βρῆκαν σ’ αὐτούς, γύρισαν πίσω στὴν ᾿Ιερουσαλὴμ ἀναζητώντας τον.
Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες συνολικά, τὸν βρῆκαν στὸ ἱερὸ νὰ κάθεται ἀνάμεσα στοὺς διδασκάλους καὶ νὰ τοὺς ἀκούει καὶ νὰ τοὺς ρωτάει συνεχῶς. Καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν ἄκουγαν καταπλήσσονταν ἀπὸ τὴ σύνεσή του καὶ τὶς ἀπαντήσεις του. Κι ὅταν τὸν εἶδαν, ἔμειναν κι αὐτοὶ κατάπληκτοι· καὶ τοῦ λέει ἡ μητέρα του· Παιδί μου, γιατί τὸ ἔκανες αὐτό; Νά, ὁ πατέρας σου κι ἐγὼ μὲ πολλὴ ἀγωνία σὲ ἀναζητούσαμε.
Καὶ τοὺς λέει· Γιὰ ποιό λόγο μὲ ζητούσατε; Δὲν ξέρατε ὅτι πρέπει νὰ εἶμαι στὰ τοῦ πατέρα μου; Ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν κατάλαβαν αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε. Καὶ κατέβηκε μαζί τους καὶ ἦρθε στὴ Ναζαρέτ, καὶ ζοῦσε μὲ ὑποταγὴ σ’ αὐτούς. Καὶ ἡ μητέρα του ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια του τὰ διατηροῦσε μέσα στὸν νοῦ της. Καὶ ὁ Ἰησοῦς προόδευε στὴ σοφία καὶ στὸ ἀνάστημα καὶ στὴ χάρη γιὰ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Σχόλια.
1. Ὁ Ἰησοῦς, ἂν καὶ δωδεκάχρονος, εἶχε κερδίσει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς μητέρας του, καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο νὰ κινεῖται μέσα στὸ καραβάνι ἀνάμεσα στοὺς γνωστοὺς καὶ συγγενεῖς, ποὺ συνοδοιποροῦσαν. Ὅταν ὅμως δὲν τὸν βρῆκαν ἐκεῖ ποὺ πίστευαν ὅτι θὰ εἶναι, μπῆκαν σὲ ὀξεῖα ἀγωνία καὶ στὴν ταλαιπωρία τῆς νυχτερινῆς ἐπιστροφῆς στὰ ᾿Ιεροσόλυμα. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἔδωσε τὸ πρῶτο δεῖγμα τῆς πρώτης καὶ μερικῆς αὐτονομήσεως καὶ ἀπεξαρτήσεως, ὄχι γιὰ νὰ τοὺς βάλει σὲ ἀγωνία, ἀλλὰ μέσα ἀπ’ αὐτὴν νὰ καταλάβουν καλύτερα ὅτι ὅσα ἄρχισαν νὰ τὸν ἀπασχολοῦν εἶναι μεγάλα, ἔχουν σχέση μὲ τὸν οὐράνιο πατέρα του καὶ μὲ τὸ σχέδιο ἐκεῖνο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
2. Ὁ δωδεκαετὴς Κύριος καθόταν ἄκουγε καὶ ὑπέβαλλε ἐρωτήσεις τὴ μία πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὄχι γιὰ νὰ μάθει οὔτε γιὰ τὸ τί θ’ ἀπαντήσουν. Διότι ὅλα τὰ ἤξερε. Τοὺς ρωτοῦσε γιὰ νὰ τοὺς προβληματίσει ὡς πρὸς τὸ πρόσωπό του. Καὶ τὸ πέτυχε. Οἱ διδάσκαλοι ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις του, ἀπίστευτες γιὰ ἕνα παιδὶ τῆς ἡλικίας του. Οἱ σοβαρές, δυσαπάντητες, καὶ πρωτότυπες ἐρωτήσεις, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ εὐχερεῖς ἀπαντήσεις του στὶς δικές τους ἐρωτήσεις, πρόδιδαν μία πρώιμη καὶ προηγμένη καὶ ἀπροσδόκητη σοφία καὶ σύνεση. Πράγματι ἐπιβεβαιώνεται, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής, ὅτι τὸ «παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ’ αὐτῷ» (40). Προφανῶς ἕνα μέρος τῶν συζητήσεων τὸ ἄκουσαν καὶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα του.
3. Ἡ ἐρώτηση τῆς μητέρας του περιέχει ἐλαφρῶς καὶ τὸ στοιχεῖο τῆς ἐπιπλήξεως, διότι ἡ ἀγωνία τους ἕως ὅτου τὸν βροῦν ἦταν πολὺ μεγάλη καὶ ἡ ταλαιπωρία τους οὐκ ὀλίγη. Ἡ δὲ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ περιέχει ἐλαφρῶς κάποια ἐνόχλησί του ἀπὸ τὸ ἐρώτημά τους καὶ κάποια στοιχεῖα ἀνταποδόσεως τοῦ ἐλέγχου πρὸς αὐτούς, διατηρώντας ὅμως τὸ σεβασμό του. Προφανῶς ἤθελε νὰ τοὺς περάσῃ τὸ μήμυμα ὅτι ὅσα θαυμαστὰ εἶδαν καὶ ἄκουσαν μέχρι τώρα γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του (σύλληψη, γέννηση, προσκύνηση τῶν βοσκῶν καὶ τῶν μάγων, ἀστέρι, ἀγγελοφάνειες, διάσωση ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, λόγια τοῦ Συμεὼν τοῦ πρεσβύτου, λόγια τῆς Ἄννας τοῦ Φανουήλ, ἐκπλήρωση ἀρχαίων προφητειῶν, ἀπαντήσεις καὶ ἐρωτήσεις τώρα πρὸς τοὺς διδασκάλους τοῦ Ἰσραήλ), θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶχαν δώσει νὰ καταλάβουν ὅτι εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἀρέσκεται νὰ βρίσκεται σὲ χώρους καὶ συζητήσεις ποὺ ἀνήκουν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατέρα του. Νὰ καταλάβουν ἐπίσης ὅτι δὲν κινδυνεύει νὰ χαθεῖ, ὅπως αὐτοὶ νομίζουν, οὔτε χρῄζει πιὰ ἀμέσου κηδεμονίας, ὅπως μέχρι τώρα ποὺ ἦταν βρέφος ἢ νήπιο4. Αὐτοὶ βέβαια δὲν κατάλαβαν τί ἐννοοῦσε, ἀλλὰ ἡ μητέρα του διατηροῦσε στὴ μνήμη της ὅλα ὅσα ἄκουγε ἔβλεπε καὶ αἰσθανόταν γιὰ τὸ γιό της καὶ ἐν καιρῷ τὰ ἐπεξεργαζόταν σὲ συνδυασμὸ μὲ ὅσα τῆς εἶπε ὁ Γαβριὴλ στὸν εὐαγγελισμό της, καὶ διαπίστωνε γεμάτη θαυμασμὸ νὰ ἐκτυλίσσεται μπροστά της τὸ θαῦμα τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου μὲ πρωταγωνιστὴ τὸ Γιό της. Ἀργότερα τὰ διηγήθηκε αὐτὰ στὸ Λουκᾶ, καὶ ἐκεῖνος τὰ κατέγραψε ἐδῶ στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου του.
4. Ἀφοῦ ἀκόμη οὔτε οἱ ἄνθρωποί του δὲν εἶχαν ἀρχίσει νὰ καταλαβαίνουν τὸ ρόλο του, καὶ ἐξάλλου δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη καὶ ἡ ὥρα του, μπῆκε πάλι στὴν ὑποταγὴ τῶν γομνέων του μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑποταγῆς ἑνὸς κοινοῦ παιδιοῦ τῆς ἡλικίας του στοὺς γονεῖς του, ἕως ὅτου ἀνδρωθεῖ καὶ γίνει πειστικότερος γιὰ τὴ θεία ἀποστολή του.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
᾿Επισημειώσεις
1. Γε 17,10-14· 23· Ἔξ 12,44· Λε 12,1-3. Βλ. Σιαμάκη Κ., Λεξικὸ Κ.Δ., λ. περιτομή.
2. Δοκῆται εἶναι οἱ αἱρετικοὶ τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, ποὺ δέχονταν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶχε πραγματικὸ σῶμα οὔτε κατὰ τὴ γέννησή του οὔτε κατὰ τὴ σταύρωσή του, ἀλλὰ μόνο φαινομενικό, κατὰ δόκησιν (ἐξ οὗ δοκῆται). Πρώτη ἐπισήμανση καὶ καταδίκη τους γίνεται ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο (Α΄ Τι 1,4· 4,7· Ττ 1,14· 3,9) καὶ Ἰωάννη (Β΄ 7· Α΄ 4,3), καὶ ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας (Τραλλ, 9,1-12· Σμύρ. 4,2· 5,1-2· ΒΕΠ 2,273· 280), καὶ τὸν ῾Ιππόλυτο (Ἔλεγχ. 7,28· ΒΕΠ 5,327). Γιὰ περισσότερα βλ. Μητροπούλου Ν., Δοκῆται, στὴν ΘΗΕ 5,149-151· Στεφανίδου Β., Ἐκ. ἱστ., σ. 61 καὶ 421. Ὁ μονοφυσιτισμὸς ζεῖ καὶ ἀκμάζει μέχρι σήμερα στὰ ἀραβικὰ καὶ ἀρμενικὰ ἔθνη. Ἀρνεῖται τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν ἀνάσταση, καὶ λέει γι’ αὐτὴν ὅτι ἐξαφανίστηκε, διότι ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴ θεία. Ἱδρυτὴς τῆς αἱρέσεως ἦταν ὁ Εὐτυχής, ἡγούμενος κάποιας μονῆς στὴν Κωνσταντινούπολη, πρώην μαθητὴς τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας (Δ΄-Ε΄ αἰ.). Οἱ μονοφυσῖτες ἀργότερα διασπάστηκαν σὲ πολλὲς μερίδες καὶ ὅλοι μαζὶ σήμερα λέγονται μεταχαλκηδόνιοι. Ὁ Εὐτυχὴς καταδικάστηκε μαζὶ μὲ τὸ Διόσκορο Ἀλεξανδρείας ἀπὸ τὴ σύνοδο τῆς Ἐφέσου τὸ 449. Βλ. Σιαμάκη Κ., Τόμος Χαρᾶς. σ. 191-2· τοῦ αὐτοῦ, Μελέτες, 8,213-5.
3. Ὁ Ἄρειος καὶ οἱ ὀπαδοί του ἀρειανοί, ἀρνοῦνται τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶναι γνωστοὶ ὡς θεομάχοι καὶ χριστομάχοι. Ἡ αἵρεση καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Α΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο (325). Πρόεδρος τῆς συνόδου ἦταν ὁ Εὐστάθιος Ἀντιοχείας, ἐνῷ κύριο πρόσωπο ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Ἀπὸ τὰ πρακτικὰ σῴζονται λίγα μόνο λείψανα καὶ ὁ ὅρος ἀρειανοί (Mansi 2,665-8), καὶ οἱ κανόνες της, ποὺ ἐκτίθενται στὸ Συνοδικὸν (= Πηδάλιον). Ἀργότερα οἱ ἀρειανοὶ διαιρέθηκαν σὲ ἀνομοίους (σκληροὺς) καὶ ὁμοουσιανοὺς (ψευδορθόδοξους), καὶ σὲ ἄλλες μερίδες. Ὁ ἀρειανισμὸς δὲν ἐπέζησε. Κυριότεροι ἐκπρόσωποί τους στὶς κακοδοξίες σήμερα εἶναι οἱ λεγόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἢ χιλιασταί. Βλ. τοῦ αὐτοῦ, Τόμος Χαρᾶς. σ. 191.
4. Κάποιοι κακόπιστοι συνηθίζουν νὰ ρωτοῦν μὲ περιέργεια καὶ ὀλιγοπιστία· Τί ἔκανε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν καὶ μέχρι τὴν ἡμέρα ποῦ βγῆκε στὸ δημόσιο ἔργο του; Ἀπάντηση βλ. στὸ Κ. Σιαμάκη, Μελέτες 4,323.
(δημοσίευσις 29/12/2011)