ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἑόρτια εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα 14 σεπτεμβρίου, ὕψωσις τ. σταυροῦ (εὐαγγέλιον)

PostHeaderIcon 14 σεπτεμβρίου, ὕψωσις τ. σταυροῦ (εὐαγγέλιον)

 

σταύρωση το Χριστο

 

ψωσις τιμ. σταυρο (ω 19, 6-11· 13-20· 25-28· 30-35)

 

Ἡ ὕψωση τοῦ τιμίου σταυροῦ φέρνει στὴ μνήμη τῆς ἐκκλησίας τὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως ἀναφέρεται σ’ ἐκεῖνο τὸ ὀδυνηρὸ γεγονός, ὅπως τὸ ἐξιστορεῖ ὁ αὐτόπτης εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.

Ἡ περικοπὴ ἀρχίζει μὲ τὴ μαστίγωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο. Ὁ Ρωμαῖος ἐπίτροπος ἀπὸ μία πρώτη ἐξέταση (18, 28-40) εἶχε πεισθεῖ γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σθένος νὰ τὴν ὑποστηρίξει. Στὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἀγριεμένου λαοῦ μαστιγώνει τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ξεθυμάνει λίγο τὸ φονικὸ πάθος τους, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ μὲ τὴν πράξη αὐτὴ ἐγκρίνει τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ζητοῦσαν τὰ ἄγρια πλήθη.

Οἱ στρατιῶτες μετὰ τὴ μαστίγωση, ποὺ ἦταν μισὸς θάνατος, περιπαίζοντας τὸν Ἰησοῦ τοῦ πέρασαν στὸ κεφάλι γιὰ βασιλικὸ στέμμα ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι (ἀφοῦ ἔλεγε ὅτι εἶναι βασιλιᾶς), τὸν ἕντυσαν καὶ μὲ μία παλιὰ κόκκινη χλαμύδα, ποὺ βρῆκαν πεταμένη μέσα στὸ πραιτώριο, τὸν προσφωνοῦσαν περιπαικτικὰ «χαῖρε, βασιλιᾶ», καὶ ἀντὶ προσκυνημάτων τοῦ ἔδιναν χαστούκια. Ὁ Ἰησοῦς τὰ ὑπέμεινε ὅλ’ αὐτὰ σιωπηρὰ καὶ μεγαλόψυχα.

Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Πιλᾶτος ἔβγαλε ἔξω στὸ μπαλκόνι τοῦ πραιτωρίου τὸ Χριστὸ καὶ λέει στὰ μαινόμενα πλήθη· Νά τος! Τὰ πλήθη ὅμως μόλις τὸν εἶδαν, ἀντὶ νὰ καλμάρουν, φώναζαν συντονισμένα «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν». Ὁ Πιλᾶτος συνειδητοποιώντας ὅτι ἔχει χάσει τὸ παιχνίδι τοὺς ἀποκρίνεται πικαρισμένος· «Πᾶρτε τὸν ἐσεῖς καὶ σταυρῶστε τον. Ἐγὼ δὲν τοῦ βρίσκω αἰτία θανάτου». Τοῦ ἀπαντοῦν· «Σύμφωνα μὲ τὸ νόμο μας πρέπει νὰ πεθάνει, διότι ἔκανε τὸν ἑαυτό του γιὸ τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴ σιωπή του ἐπιβεβαιώνει ὅτι εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Πιλᾶτος παίρνει τὸ μήνυμα, ποὺ τὸν φόβισε περισσότερο.

Διακόπτει τὸ διάλογο μὲ τὸ λαό, μπαίνει στὸ πραιτώριο καὶ ρωτάει τὸ Χριστό· «Ἀπὸ ποῦ κατάγεσαι; εἶναι ἀλήθεια ὅτι εἶσαι Γιὸς τοῦ Θεοῦ;» Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν ἀπαντᾶ. Σιωπᾶ. Σὰ νὰ τοὔλεγε· Τί ν’ ἀπαντήσω; Εἶναι ἀνώφελο. Ἡ δειλία δὲν σοῦ ἐπιτρέπει νὰ πιστέψεις αὐτὸ ποὺ εἶμαι. «Σ’ ἐμένα δὲν ἀπαντᾶς;», τοῦ λέει ἐκεῖνος (σ’ ἐμένα ποῦ ὑποστηρίζω τὴν ἀθωότητά σου;). «Ξεχνᾶς ἐξ ἄλλου ὅτι ἔχω ἐξουσία νὰ σὲ σταυρώσω ἢ νὰ σὲ ἐλευθερώσω;» Τοῦ λέει θαρραλέα ὁ Χριστός· «Ἔχεις, γιατὶ σοῦ δόθηκε ἀπὸ πάνω. Ἀλλὰ ἡ ἰουδαϊκὴ ἐξουσία ποὺ μὲ παρέδωσε σ’ ἐσένα ἔχει πιὸ μεγάλη ἁμαρτία».

Οὐσιαστικὰ ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδωσε τρία δυνατὰ μηνύματα μὲ τὴν ἀπάντησή του αὐτή· α) Ὅτι οἱ κοσμικὲς ἐξουσίες πηγάζουν ἀπὸ τὸ Θεό, β) ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀνέχεται σὰν μεροληπτικὴ ἐξουσία, καὶ γ) ὅτι ἡ εὐθύνη του εἶναι μικρότερη ἀπὸ ἐκείνη τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Πιλᾶτος ἔνιωσε στὸ πετσί του αὐτὸ τὸ ψυχογράφημα, καὶ φοβήθηκε. Ἤθελε νὰ τὸν ἐλευθερώσει, ἀλλ’ ὅταν τὰ μαινόμενα πλήθη ἀνέκρουαν πρύμναν, μετέτρεψαν δηλαδὴ τὴ θρησκευτικὴ κατηγορία σὲ πολιτική, καὶ μὲ κραυγαλέα συνθήματα τὸν ἐκβίαζαν, ὅτι δὲν εἶναι φίλος τοῦ Καίσαρος, ἀλλὰ προδότης, ἀφοῦ στηρίζει ἕναν ἐπαναστάτη, ποὺ ἀντιποιεῖται τὴ βασιλικὴ ἰδιότητα τοῦ Καίσαρος, τὰ ἔχασε.

Ὁ Πιλᾶτος βρέθηκε τώρα στὸ κενό, καὶ ἀπ’ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἐνεργεῖ σπασμωδικὰ μὲ χαμένη τὴν ψυχραιμία. Βγάζει τὸν Ἰησοῦ στὸ δικαστικὸ βῆμα, ποὺ λεγόταν λιθόστρωτο, καὶ λέει μὲ δηκτικὴ διάθεση στὸ λαό· «Νά τος ὁ βασιλιάς σας». Ἀπαντοῦν· «Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε βασιλιᾶ, παρὰ μόνο τὸν Καίσαρα». Τοῦ βγαίνουν μπροστά. Προκειμένου νὰ πετύχουν τὴ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, δίνουν ὅρκο ἀφοσιώσεως στὸ Ρωμαῖο κατακτητή, οἱ δωσίλογοι. Ὁ Πιλᾶτος τελικὰ ἡττᾶται καὶ ὑπογράφει τὴ θανατικὴ καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ.

Οἱ στρατιῶτες παρέλαβαν τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ Γολγοθᾶ ἢ Κρανίου τόπον, ποὺ ἦταν ἔξω καὶ δίπλα ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πύλη τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, ὥστε οἱ περαστικοὶ νὰ διαβάζουν τὴν ἐπιγραφὴ ἢ καὶ νὰ τὸν εἰρωνεύονται. Οἱ στρατιῶτες σταύρωσαν τὸν Ἰησοῦ ἀνάμεσα σὲ δύο κακούργους. Οἱ εὐαγγελισταὶ δὲν μᾶς δίνουν λεπτομέρειες τῆς σταυρώσεως, διότι ἦταν γνωστὴ στοὺς ἀναγνῶστες ἡ διαδικασία τῆς σταυρώσεως. Οὔτε ἐμεῖς σὲ μία περιορισμένη περιγραφή, αὐτὴν ἐδῶ, μποροῦμε ν’ ἀναφερθοῦμε λεπτομερῶς στὸ πῶς ἔγινε κατὰ τεκμήριο ἡ σταύρωση, παρ’ ὅλο ὅτι παρουσιάζει ἐνδιαφέρον. Ἡ ἐπιγραφὴ γράφτηκε στὴ ρωμαϊκή (τὴν ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους), τὴν ἑβραϊκή (τὴ γλῶσσα τῶν ἐντοπίων), καὶ στὴν ἑλληνικὴ (τὴ διεθνῆ ποὺ τὴ μιλοῦσαν ὅλοι).

Ἡ τελευταία πράξη τοῦ Ἰησοῦ, πρὶν παραδώσει τὸ πνεῦμα του, ἦταν ἡ φροντίδα γιὰ τὴ μητέρα του, νὰ μείνει στὸ σπίτι τοῦ μαθητοῦ του Ἰωάννου. Ἀπ’ ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ παρθένος δὲν εἶχε οὔτε παιδιά, ὅπως λένε οἱ προτεστάντες καὶ οἱ αὐτονομαζόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οὔτε ἰδιόκτητο σπίτι. Τὸ σπίτι ὅπου ἔμενε, τὸ νοίκιαζε. Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ζήτησε νερὸ καὶ τοῦ ἔδωσαν ξίδι, εἶπε τὸ «τετέλεσται», ἔγειρε τὸ κεφάλι, καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα.

Τὸ πάσχα δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν νεκροὶ ἄταφοι καὶ νὰ μολύνουν τὸν χῶρο καὶ τὴν πόλι, οὔτε ἔπρεπε νὰ πεθάνουν κατάδικοι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γιορτῆς καὶ νὰ μολυνθοῦν οἱ ἐνταφιάζοντες. Οἱ τρεῖς σταυρωμένοι ἔπρεπε νὰ ταφοῦν πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξι τῆς νύχτας πρὸς τὸ σάββατο. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ᾿Ιουδαῖοι μεριμνῶντας νὰ γιορτάσουν καθαροὶ καὶ καθαρὸ τὸ πάσχα τους, παρακάλεσαν τὸν Πιλᾶτο νὰ ἐπισπεύσῃ τὸν θάνατο τῶν τριῶν καταδίκων, γιὰ νὰ ταφοῦν. Διότι φυσιολογικὰ θὰ ζοῦσαν ἴσως ὅλο τὸ σάββατο. ῾Η ἐπίσπευσι τοῦ θανάτου γινόταν μὲ τὸ σπάσιμο τῶν κνημῶν ἢ καὶ τῶν μηρῶν. Καὶ ὁ Πιλᾶτος ἔδωσε τὴ σχετικὴ διαταγή. Ἔρχονται οἱ στρατιῶτες καὶ σπάζουν τὰ σκέλη τῶν δύο ληστῶν, διότι ἦταν ἀκόμη ζωντανοί. Ὅταν ὅμως ἦρθαν στὸν ᾿Ιησοῦ τὸν βρῆκαν ἤδη νεκρό, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν τοῦ ἔσπασαν τὰ σκέλη. Ἔπρεπε ὅμως νὰ πιστοποιήσουν ὅτι πέθανε. Στὰ νεώτερα χρόνια μετὰ τὸν τουφεκισμὸ ἑνὸς θανατοποινίτη, γιὰ νὰ μὴν ἀφεθῇ ἐνδεχομένως ζωντανός, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος τουφέκιζε τὸ πτῶμα στὸν κρόταφο ἢ διαπερνοῦσε τὴν καρδιά του μὲ τὸ ξίφος. Αὐτὴ εἶναι ἡ λεγόμενη «χαριστικὴ βολή». Αὐτὸ ἔκανε καὶ στὸν νεκρὸ ᾿Ιησοῦ ἕνας στρατιώτης. Βύθισε τὴν λόγχη του στὴν ἀριστερὴ πλευρά, γιὰ νὰ τρυπήσῃ τὴν καρδιά. Καὶ ἀμέσως «ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ», δηλαδὴ αἷμα καὶ ὀρός, τὸ ὁποῖο πιστοποιεῖ ὅτι ὁ θάνατος εἶχε ἐπέλθει ἤδη ἀπὸ ὥρα.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ συγγραφεὺς τοῦ Εὐαγγελίου τονίζει τὴν προσωπική του μαρτυρία, ὅτι γράφει ὅλες αὐτὲς τὶς λεπτομέρειες γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν πιστοποίησί του ὡς αὐτόπτης μάρτυς. ᾿Επειδὴ οἱ διάφοροι αἱρετικοί, οἱ ἄπιστοι, οἱ ἀντίθετοι πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο, ἀρνοῦνται ὅτι «ὁ Χριστὸς ἦλθεν ἐν σαρκί», καὶ ἐπειδὴ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ τεκμήρια τῆς ἀνθρώπινης θνητῆς φύσεως εἶναι ὁ θάνατος, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιωάννης εἶναι αὐτόπτης τοῦ θανάτου καὶ ἀργότερα καὶ τῆς ἀναστάσεως, γι᾿ αὐτὸ τονίζει ἰδιαιτέρως τὸν θάνατο τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο αὐτόπτης ξέρει ὅτι εἶναι ἀληθινὰ ὅσα λέει. «Ξέρει τί λέει». Δὲν ἀερολογεῖ ὅπως οἱ φαντασιοκοποῦντες αἱρετικοὶ καὶ ἄπιστοι. Καὶ τὸ βεβαιώνει, γιὰ νὰ πειστοῦν καὶ οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὴν ψευδολογία τῶν αἱρετικῶν.

Ἂς κλίνουμε τὰ γόνατα κι ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο, ποὺ ὑπέμεινε ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ παθήματα γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες, κι ἂς διατηρήσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας ἀνεξόφλητη, γιὰ τὴν ὑπέρτατη προσφορά του σ’ ἐμᾶς, ποὺ δὲν τὴν ἀξίζαμε, κι οὔτε εἶχε ὑποχρέωση νὰ μᾶς τὴν προσφέρει.

 

θανάσιος Γ. Σιαμάκης, ρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσι 13/9/2012)