ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς τὰ εὐαγγέλια τῆς μεγάλης ἑβδομάδος μεγάλη τετάρτη, «῞Ελληνες ζητοῦν νὰ δοῦν τὸν Χριστό» (εὐαγγέλιον)

 

Ἕλληνες ζητοῦν νὰ δοῦν τὸ Χριστό

 

Ὄρθρος Μ. Τετάρτης (Μ. Τρίτη βράδυ)

(Ἰω 12, 17-50)

 

Ὅλη ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς εἶναι πυκνὸς καὶ οὐσιώδης λόγος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν εἶπε, ὅταν τὸν εἰδοποίησαν ὅτι κάποιοι Ἕλληνες θέλουν νὰ τὸν δοῦν. Τὸ πρᾶγμα ἔχει ὡς ἑξῆς.

Πάρα πολὺς λαὸς ἐνθουσιασμένος μὲ τὸ Χριστό, ἰδίως μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ἔτρεχε πίσω του.  Οἱ φαρισαῖοι ἔβλεπαν νὰ χάνουν τὸ παιχνίδι καὶ ἔλεγαν μὲ ἀγωνία μεταξύ τους· «Τὸ καταλαβαίνετε ὅτι κοιμόμαστε ὄρθιοι; Τί σχέδια συλλήψεως καὶ τί παραγραφὲς ἀποφασίσαμε; Αὐτὸς πῆρε μὲ τὸ μέρος του ὅλον τὸν κόσμο, κι ἐμεῖς ἀδρανοῦμε». Κέντριζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ νὰ ἐπισπευθοῦν οἱ διαδικασίες.

Στὸ μεταξὺ ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀνέβαιναν στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ ναὸ καὶ νὰ γιορτάσουν τὸ ἰσραηλιτικὸ πάσχα, ἦταν καὶ κάποιοι Ἕλληνες. Ἦταν κατηχούμενοι τοῦ μωσαϊκοῦ θρησκεύματος, ἤ, ὅπως τοὺς ἔλεγαν τότε, «σεβόμενοι τὸν Θεόν». Τυπικὰ ὅμως ἦταν ἀκόμη Ἕλληνες, δηλαδὴ εἰδωλολάτρες. «Ἕλληνες» δὲν σημαίνει ἐδῶ φυλετικὰ Ἕλληνες, ἀλλὰ εἰδωλολάτρες ἀγνώστου ἐθνικότητος. Γιὰ τὴ γνωστὴ Χαναναία λόγου χάριν ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος σημειώνει ὅτι «ἦταν γυναῖκα Ἑλληνίς, Συροφοίνισσα στὸ γένος» (Μρ 7,26).

Αὐτοὶ οἱ μέχρι τώρα εἰδωλολάτρες, ποὺ σὲ λίγο θὰ προσχωροῦσαν στὸν ἰουδαϊσμό (δὲν λέει πόσοι ἦταν), λένε στὸ Φίλιππο, τὸ μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅτι θέλουν νὰ δοῦν τὸν Ἰησοῦ. Ἡ ἀναζήτηση δείχνει ὅτι οἱ Ἕλληνες αὐτοὶ δὲν διακατέχονταν ἀπὸ τοὺς αἰθεροβάμονες ψευδομεσσιανικοὺς πόθους τοῦ παραληροῦντος ὄχλου, ποὺ ἤθελαν τὸν Ἰησοῦ ἔνδοξο σὰν τὸ Δαυΐδ. Αὐτοὶ εἶναι προσγειωμένοι. Θέλουν νὰ δοῦν τὸν Ἰησοῦ. Ἔτσι ὅπως εἶναι. Καὶ αὐτὴ τὴ στιγμή. Φίλιππος καὶ Ἀνδρέας μαζὶ τὸ λένε στὸ Χριστό, κι ἐκεῖνος ἀποκρίνεται· «Ἔφτασε ἡ ὥρα γιὰ νὰ δοξαστεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Σὰ νὰ λέει· Τώρα ποὺ τὸ κήρυγμα τῆς βασιλείας μου ἔβαλε ρίζες καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ, βαθιὰ στὸ σῶμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, τώρα ποὺ ἡ βασιλεία δὲν ἐξαρτᾶται πιὰ ἀπὸ τὶς μεταλλασσόμενες διαθέσεις τοῦ ἀχάριστου αὐτοῦ λαοῦ, τώρα μπορῶ νὰ παραδοθῶ στὸ θάνατο. Τὸ νόημα τῆς ἀναζητήσεως τῶν Ἑλλήνων δηλαδὴ εἶναι, ὅτι τόσο δοξάστηκε ἤδη ὁ Χριστός, ὥστε νὰ τὸν ζητοῦν καὶ μὴ Ἰσραηλῖτες. Ὁ Κύριος ἕλκει μὲν κοντά του αὐτούς, τοὺς ἀλλογενεῖς, ἀλλὰ σκληρύνει πωρώνει καὶ ἐρεθίζει τοὺς ὁμογενεῖς Ἰσραηλῖτες.

Ἀλήθεια σᾶς λέω, συνεχίζει ὁ Χριστός. Ὁ θάνατός μου εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ νὰ φουντώσει ἡ βασιλεία μου, καθὼς τὸ σῶμα μου θὰ ταφεῖ στὴ γῆ σὰν κόκκος σίτου. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ θεσπίζω αἰώνιο νόμο· ὅποιος λυπᾶται τὴ ζωή του, θὰ τὴ χάσει, κι ὅποιος τὴ θυσιάζει ἀλύπητα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, αὐτὸς τὴν ταμιεύει γιὰ μία ζωὴ αἰώνια. Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι ὀπαδός μου, ὀφείλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ. Στὸ θάνατο ἐγώ; στὸ θάνατο κι αὐτός. Ἀλλιῶς δὲν εἶναι ὀπαδός μου. Ἀλλ’ ἂς γνωρίζει ὅτι, ἂν ὑποστεῖ ὅλα ὅσα τοῦ ὑποδεικνύω μὲ τὸ παράδειγμά μου, θὰ τὸν δοξάσει ὁ Πατέρας, ὅπως θὰ δοξάσει κι ἐμένα γιὰ τὴ θυσία μου. Ἡ ψυχή μου τώρα ἔχει ταραχθεῖ. Τί νὰ πῶ; Πατέρα, σῶσε με.

Τὸ νὰ μὴ θέλει ὁ Ἰησοῦς νὰ πεθάνει, δὲν εἶναι κακό. Εἶναι φυσικό. Ὁ Ἰησοῦς παρέδωσε τὴ ζωή του μὲ τὴ θέλησή του, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτοκτόνος. Ἀγαποῦσε τὴ ζωὴ ὅπως τὴν ἀγαποῦν ὅλοι οἱ ἁγνοὶ ἄνθρωποι καὶ πολὺ περισσότερο σὰν ἀναμάρτητος καὶ πάναγνος. Καταλαβαίνει ὅμως ὅτι ἡ ταραχή του τὸν βγάζει ἀπὸ τὴν ἀποστολή του, καὶ συνέρχεται. Παλεύει καὶ ἐπιβάλλεται στὸν ἑαυτό του. Ξανάρχεται στὴν ἀποστολή του. Λέει· Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ ἦρθα στὴν ὥρα αὐτή. Ἂς πεθάνω, Πατέρα, γιὰ νὰ δοξαστεῖ τὸ ὄνομά σου. Ὄχι, μὴ μὲ σώσεις ἀπὸ τὸ θάνατο· ἄφησέ με νὰ πεθάνω. Ὁ Πατέρας ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγωνία τοῦ Υἱοῦ του καὶ λέει ἀπὸ τὸν οὐρανό· Καὶ σὲ δόξασα καὶ πάλι θὰ σὲ δοξάσω. Ὁ Ἰωάννης σχολιάζοντας λέει ὅτι πολλοί, ποὺ δὲν κατάλαβαν τὰ λόγια, νόμιζαν ὅτι ἦταν βροντή.

Ἀλλὰ γιατί μὲ ἄλλα αὐτιὰ ἀκοῦν ἄλλοι τὴ φωνὴ τοῦ σημείου καὶ μὲ ἄλλα ἄλλοι; Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ αὐτόματη διάκριση; Ἐξηγεῖ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς· Ἡ φωνὴ δὲν ἦρθε γιὰ μένα ἀλλὰ γιὰ σᾶς. Τώρα εἶναι ἡ κρίση τοῦ κόσμου, ἡ κρίση σας. Σὰ νὰ λέει· Ἀφοῦ δὲν πιστεύετε στὰ μέχρι τώρα σημεῖα μου, ποὺ τὰ βλέπατε μὲ τὰ μάτια σας καὶ τὰ ἀκούγατε μὲ τὰ αὐτιά σας, ὁ Θεὸς κουράστηκε μὲ τὴν ἀπιστία σας. Στὸ ἑξῆς θὰ δίνει σημεῖα ποὺ ἐσεῖς δὲν θὰ τὰ ἀντιλαμβάνεστε. Πράγματι· σὲ λίγο ὅλοι θ’ ἀκοῦν γιὰ τὴν ἀνάστασή του, καὶ θὰ ταράσσονται, ἀλλὰ λίγοι θὰ δοῦν τὸν ἴδιο τὸν Ἀναστάντα. Ὁ σατανᾶς μέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα κρατάει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα στὸ θάνατο. Ἀλλ’ ἀπὸ τώρα θὰ ὑπάρχει δυνατότητα αἰωνίου ζωῆς σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ πιστεύουν.

Περνάει μία πρώτη Γεθσημανὴ ὁ Χριστός. Δοκιμάζει πικρία καθὼς βλέπει οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τοὺς ὁποίους πεθαίνει, νὰ μὴν εἶναι μαζί του. Ἀπαριθμεῖ τὶς αἰτίες τῆς ἀπιστίας τῶν Ἰουδαίων καθὼς καὶ τὶς συνέπειες τῆς ἀπιστίας στὸ πρόσωπό του. Καὶ προσθέτει κάτι τελευταῖο. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, πιστεύει στὸ Θεὸ ποὺ μὲ ἔστειλε. Κι αὐτὸς ποὺ βλέπει ἐμένα, στὸ πρόσωπό μου βλέπει τὸ Θεὸ ποὺ μὲ ἔστειλε. Ἐγὼ ἦρθα φῶς στὸν κόσμο. Ὅποιος μὲ πιστεύει, δὲν θὰ μείνει στὸν αἰώνιο θάνατο. Ὅποιος δὲν μὲ πιστεύει, τιμωρεῖ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Τὰ λόγια μου δὲν εἶναι λόγια διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἀκούγοντας ἐμένα, ἀκοῦτε Ἐκεῖνον. Αὐτὰ ποὺ ἀκούω ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, αὐτὰ σᾶς λέω.

Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνας καθρέπτης. Ἂς δοῦμε μέσα τὸν ἑαυτό μας, ἀγαπητοί.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

Ἀντλήθηκε ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κ. Σιαμάκη, «Ἑρμηνεία εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον», Θεσσαλονίκη 1972, σ. 250-253.

 

 

(δημοσίευσις 15/4/2011)