ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς τὰ εὐαγγέλια τῆς μεγάλης ἑβδομάδος μεγάλη πέμπτη, «᾿Ιούδας» (εὐαγγέλιον)

 

Ἰούδας

 

Ὄρθρος Μεγάλης Πέμπτης (Μ. Τετάρτη βράδυ)

(Λκ 22,1-39)

 

Τὰ γεγονότα μᾶς φέρνουν ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὸ πάθος. Πυκνώνουν καὶ γίνονται ἀμεσότερα. Τέσσερα θέματα συνωστίζονται στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀκολουθίας.  Τοῦ Ἰούδα, τῆς φιλοπρωτίας, τῆς ἑτοιμασίας τοῦ δείπνου, τῆς προρρήσεως τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου. Θὰ περιοριστοῦμε μόνο στὰ θέματα τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς ἑτοιμασίας τοῦ δείπνου. Γιὰ τὴ φιλοπρωτία ἤδη ἔγινε λόγος στὸ εὐαγγέλιο τῆς Ε΄ κυριακῆς τῶν νηστειῶν.

Ὁ Ἰούδας ἐμφανίστηκε στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ συνομίλησε μαζί τους σὲ κρίσιμη γι’ αὐτοὺς στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία, καθὼς πλησίαζε τὸ ἰσραηλιτικὸ πάσχα, ζητοῦσαν ἐναγώνιοι μεθόδευση τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ, πρὶν ἔρθει ἡ γιορτή. Ἀλλ’ οἱ ἀρχιερεῖς φοβοῦνταν τὸ λαό, ποὺ ἦταν ἐνθουσιασμένος μὲ τὸν Ἰησοῦ, καὶ συζητοῦσαν πῶς θὰ τὸν πιάσουν ἐρήμην του λαοῦ ἢ τέλος πάντων πῶς θὰ μεταστρέψουν τὰ αἰσθήματα τοῦ λαοῦ.

Πάνω σ’ αὐτὸν τὸν προβληματισμό τους ὁ σατανᾶς μπῆκε στὸν Ἰούδα τὸ λεγόμενο Ἰσκαριώτη, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, καὶ πῆγε καὶ συνομίλησε μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς γιὰ τὸ πῶς ἀκριβῶς θὰ τοὺς τὸν παραδώσει αὐτός. Προφανῶς τοὺς ἐξέθεσε τὶς πιθανὲς εὐκαιρίες κι ἐκεῖνοι τοῦ ἐξέφρασαν τὴ χαρά τους καὶ συμφώνησαν μεταξύ τους νὰ τοῦ δώσουν φιλοδώρημα τριάντα ἀργυρᾶ νομίσματα γιὰ τὴν συνεισφορά του. Ὁ Ἰούδας δὲν ἔκανε παζάρι· συμφώνησε μὲ τὴν τιμή, καὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ «ἔργο». Ζητοῦσε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία γιὰ νὰ τοὺς τὸν παραδώσει, ὅταν δὲν θὰ ἦταν κοντά του ὁ λαὸς (= ἄτερ ὄχλου), ποὺ ἦταν σίγουρο ὅτι θ’ ἀντιδροῦσε καὶ θὰ ματαίωνε τὴ σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ ὑπόλοιπα σχέδιά τους.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (22,1-39) μᾶς ἔδωσε ὅλα τὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Ἰούδα (ὄνομα, ἐπίκληση, ἰδιότητα, πρόθεση, συζήτηση, τιμή, συμφωνία). Μία λεπτομέρεια μάλιστα κονιορτοποιεῖ τὶς φαιδρότητες τῶν αἱρετικῶν καὶ τοῦ παπισμοῦ, ὅτι τάχα ὁ Ἰούδας μὲ ὅσα ἔκανε πρόσφερε ὑπηρεσία στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων! Ἀλλ’ ἂν ἦταν ἔτσι, τότε τὴν «ἔμπνευση» νὰ προδώσει τὸ διδάσκαλό του θὰ τὴν εἶχε ἀπὸ τὸ Θεό. Νά ὅμως ποὺ μαρτυρεῖται ἐδῶ ὅτι ὁ Ἰούδας εἶχε τὴν ἔμπνευση ἀπὸ τὸ διάβολο. Καὶ μάλιστα δὲν ἦταν μία σατανικὴ ἔμπνευση τῆς στιγμῆς, ἀλλὰ μία συνεχὴς καὶ καταλυτικὴ ἐπιρροὴ διαρκείας τοῦ διαβόλου πάνω του, διότι ὁ σατανᾶς μπῆκε μέσα του καὶ παρέμεινε καὶ τὸν ἔφθειρε προοδευτικά, μέχρι ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν προδοσία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν αὐτοκτονία. Ὁ σατανοκίνητος λοιπὸν ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ συνεισφέρει στὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Πάντοτε βλάπτει.

Πλησίαζε λοιπὸν καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ ἰουδαϊκοῦ πάσχα, ποὺ ἦταν ἑφταήμερη (14-20 Νισὰν = 1-7 Ἀπριλίου) καὶ λεγόταν ἄζυμαἑορτὴ τῶν ἀζύμων.  Τὴν τελευταία καὶ πιὸ ἐπίσημη μέρα ἔτρωγαν ἄζυμο ψωμί, ψητὸ ἀρνὶ ποὺ δὲν τοῦ ἔσπαζαν κόκκαλο, καὶ ἄγρια βραστὰ πικρολάχανα, πιθανῶς ραδίκια.  Πρώτη φορὰ τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς τὴ βραδιὰ ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, γιορτάζοντας τὴν ἀπελευθέρωση, τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς καὶ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴ Χερσόνησο τοῦ Σινά. Τὸ ψητὸ ἐκεῖνο ἦταν ἡ πρώτη τους λατρεία στὸν Κύριο, καὶ λεγόταν θυσία διαβατήριος (= πάσχα).

Καὶ ὁ Χριστὸς σὰν Ἰουδαῖος ἔπρεπε νὰ φάει τὸ πάσχα μὲ τοὺς μαθητάς του, ἐπίσης Ἰουδαίους. Ἀλλὰ δὲν πρόφθασε. Κάθισε ὅμως σ’ ἕνα τραπέζι, πάλι βέβαια πασχαλινό, ἀφοῦ ἡ γιορτὴ διαρκοῦσε μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα, βράδυ Πέμπτης πρὶν ἀπὸ τὸ Σάββατο, ὄχι μὲ ψητὸ ἀρνί.  Μιλᾶμε γιὰ τὸ τραπέζι ποὺ εἶναι γνωστὸ σὰν μυστικὸς δεῖπνος, στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ παράδοση τοῦ μυστηρίου τοῦ σώματος καὶ αἵματός του. Γιὰ τὸ τραπέζι αὐτό, τὸ κοινὸ πασχαλινό, ὁ Ἰησοῦς ἔστειλε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ τὸ ἑτοιμάσουν. Μπαίνοντας στὴν πόλη, τοὺς εἶπε, θὰ σᾶς συναντήσει ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κρατάει μία στάμνα. Ἀκολουθῆστε τον. Θὰ μπεῖ σὲ κάποιο σπίτι. Πεῖτε στὸ ἀφεντικὸ τοῦ σπιτιοῦ ἐκείνου. Ὁ διδάσκαλος σὲ ρωτάει, ποῦ εἶναι ὁ χῶρος, ὅπου θὰ φάω τὸ πάσχα μὲ τοὺς μαθητάς μου; Κι ἐκεῖνος θὰ σᾶς δείξει τὸν ἐπάνω ὄροφο στρωμένο. Ἐκεῖ ἑτοιμάστε.

Πράγματι πῆγαν καὶ συνέβησαν ὅπως τοὺς εἶπε. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ὁ Χριστὸς μισοξάπλωσε στὸν καναπέ, ὅπως ἔτρωγαν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, καὶ μαζί του καὶ οἱ δώδεκα μαθηταί. Ἐννοεῖται καὶ ὁ Ἰούδας. Καὶ τοὺς λέει· Εἶχα μεγάλη ἐπιθυμία νὰ φάω αὐτὸ τὸ πάσχα μαζί σας πρὶν νὰ πεθάνω. Ἀλλὰ δὲν προλαβαίνω. Σᾶς λέω ὅτι δὲν πρόκειται πιὰ νὰ φάω πάσχα, παρὰ μόνο στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε ποὺ αὐτὸ θὰ εἶναι ἐκεῖ τέλειο. Δέχτηκε τότε ἕνα ποτῆρι, καί, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸ Θεό, εἶπε· Αὐτὸ τὸ ποτῆρι εἶναι ἡ νέα συμφωνία μαζί σας, ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα τοῦ αἵματός μου, ποὺ χύνεται γιὰ σᾶς. Ὕστερα πῆρε τὸ ψωμί, καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε, τὸ κομμάτιασε καὶ τοὺς ἔδωσε λέγοντας· Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου, ποὺ δίνεται γιὰ σᾶς. Αὐτὸ νὰ τὸ κάνετε στὴ δική μου ἀνάμνηση. Κι ἐνῷ ἐγὼ χύνω τὸ αἷμα μου γιὰ σᾶς, δυστυχῶς ἐδῶ ἀνάμεσά σας εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ μὲ παραδώσει. Μὲ τὸ χέρι του βουτάει ζωμὸ ἀπὸ τὴν πιατέλα ποὺ βουτάω κι ἐγώ. Ἐννοοῦσε τὸν τραγικὸ Ἰούδα, ἀλλὰ δὲν τὸν φανέρωσε. Ἀπὸ τὴν ἴδια πιατέλα βουτοῦσαν καὶ ἄλλοι. Τοῦ δίνει μία εὐκαιρία ἀκόμη νὰ σκεφθεῖ τί πάει νὰ κάνει. Ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει.

Ἂς τελειώσουμε μὲ τὴν προσευχὴ τῆς ἐκκλησίας· «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε. Οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω· οὐ φίλημά σοι δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας. Ἀλλ’ ὡς ὁ λῃστὴς ὁμολογῶ σοι, μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

(δημοσίευσις 15/4/2011)