ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς τὰ εὐαγγέλια τῆς μεγάλης ἑβδομάδος μεγ. παρασκευή, «Δίκη καὶ σταυρικὴ καταδίκη τοῦ Χριστοῦ» (12 εὐαγγέλια)

 

Δίκη καὶ σταυρικὴ καταδίκη τοῦ Χριστοῦ

 

(Μ. Πέμπτη καὶ Μ. Παρασκευὴ βράδυ, 12 εὐαγγέλια)

 

Γιὰ τὰ δώδεκα εὐαγγέλια τῆς Μ. Παρασκευῆς (=  Μ. Πέμπτης βράδυ) δὲν μιλήσαμε. Μόνο γιὰ τὸ πρῶτο εἴπαμε λίγα πράγματα. Θὰ ποῦμε τώρα λίγα λόγια γιὰ τὸ καθένα, φθάνοντας στὸ δωδέκατο, ποὺ εἶναι συγχρόνως εὐαγγέλιο τοῦ ὄρθρου καὶ τοῦ Μ. Σαββάτου (Μ. Παρασκευῆς βράδυ).

Εὐαγγέλιο Α΄ (Ἰω 14· 15· 16· 17). Ὁ Χριστὸς συνάπτει μὲ τοὺς μαθητάς του τὴ νέα διαθήκη. Ὁ λόγος του κορυφώνεται μὲ προσευχή του πρὸς τὸν Πατέρα. Ἀμέσως μετὰ ὁ Ἰησοῦς βγῆκε μὲ τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τὸ σπίτι ὅπου εἶχε γίνει ὁ δεῖπνος καὶ ἡ συμφωνία τῆς καινῆς διαθήκης, καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦταν κῆπος, στὸν ὁποῖο μπῆκε μὲ τοὺς μαθητάς του.

Εὐαγγέλιο Β΄ (Ἰω 18, 1-28). Ἐξιστοροῦνται ἡ σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ, ἡ προσαγωγή του στὸν Ἄννα τὸν πρώην ἀρχιερέα, ἡ παραπομπή του ἀπὸ τὸν Ἄννα στὸν Καϊάφα, τὸν ἀρχιερέα τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου. Ὁ Ἄννας ρώτησε τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ τοὺς μαθητάς του, κι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν ἔχει νὰ τοῦ πεῖ τίποτα τὸ ἰδιαίτερο ἀπὸ ὅσα ἔχει πεῖ δημοσίως. Ἕνας ὑπηρέτης θεώρησε ἀσεβῆ τὸν τρόπο τῆς ἀπαντήσεως καὶ τοὔδωσε ἕνα χαστοῦκι. Ὁ Χριστὸς διαμαρτυρήθηκε· Ἂν μίλησα κακῶς, τοῦ εἶπε, πὲς τί κακὸ εἶπα· ἂν μίλησα καλῶς, γιατί μὲ δέρνεις;

Εὐαγγέλιο Γ΄ (Μθ 26,57-75). Ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὸ σπίτι τοῦ  Καϊάφα. Καταβάλλεται ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς προσπάθεια γιὰ ἀνεύρεση ψευδομαρτυρίας κι ἐμφανίζονται δύο ψευδομάρτυρες, ποὺ τὸν κατηγοροῦν ὅτι εἶπε «Μπορῶ νὰ γκρεμίσω τὸ ναό, καὶ σὲ τρεῖς μέρες νὰ τὸν ξαναχτίσω». Ὁ Ἰησοῦς σιωπᾷ στὴν πρόκληση «Τί σοῦ καταμαρτυροῦν;», κι ὁ Καϊάφας τὸν ξαναρωτάει ἂν εἶναι γιὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· «Μόνος σου τὸ εἶπες. Σύντομα θὰ δεῖτε τὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ τῆς δυνάμεως καὶ νὰ ἔρχεται πάνω στὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ». Ὁ Καϊάφας παίρνει τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ σὰν βλασφημία κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἐρώτημά του στὸ συνέδριο προκαλεῖ τὴ θανατικὴ καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ. «Ἔνοχος θανάτου ἐστί», φώναξαν οἱ σύνεδροι. Ὅλα γίνονται νύχτα τῆς Πέμπτης πρὸς Παρασκευή, παρὰ τὴ διεθνῆ ἀπαγόρευση νὰ γίνονται δίκες καὶ νὰ λαμβάνονται ἀποφάσεις τὴ νύχτα.

Εὐαγγέλιο Δ΄ (Ἰω 18,28-40· 19,1-16). Ὁ Χριστὸς ξημερώματα τῆς Παρασκευῆς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸν Καϊάφα στὸν Πιλᾶτο, Ρωμαῖο ἐπίτροπο τῆς Παλαιστίνης.

Πιλᾶτος (ρωτάει τοὺς Ἰουδαίους). Ποιά ἡ κατηγορία ἐναντίον του;

Ἀρχιερεῖς (ἀπαντοῦν διπλωματικὰ καὶ σχεδὸν ἀπειλητικά). Ἂν δὲν ἦταν κακοποιός, δὲν θὰ σοῦ τὸν παραδίναμε.

Πιλᾶτος. Πᾶρτε τον ἐσεῖς καὶ δικάστε τον σύμφωνα μὲ τὸ νόμο σας.

Ἀρχιερεῖς. Σ’ ἐμᾶς ἀπαγορεύεται ἡ θανατικὴ καταδίκη. (Ἐμμέσως ὑποδείκνυαν στὸν Πιλᾶτο νὰ ἐγκρίνει τὴ θανατικὴ καταδίκη κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ποὺ εἶχαν πάρει ἐκεῖνοι στὸ σπίτι τοῦ Καϊάφα. Οἱ Ἰουδαῖοι σὰν ὑποτελεῖς στοὺς Ρωμαίους δὲν εἶχαν δικαίωμα θανατικῆς ἐκτελέσεως. Ἔπρεπε μία τέτοια ἀπόφαση νὰ ἐγκριθεῖ ἀπὸ τὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος, ποὺ ἐδῶ ἦταν ὁ Πιλᾶτος, γιὰ νὰ γίνει ἐκτελεστή).

Πιλᾶτος πρὸς τὸν Ἰησοῦ. Ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἰουδαίων;

Ἰησοῦς. Μόνος σου τὸ εἶπες ἢ ἄλλοι σοῦ τὸ ὑπαγόρευσαν;

Πιλᾶτος. Μήπως εἶμαι Ἰουδαῖος γιὰ νὰ ξέρω; Τὸ ἔθνος σου καὶ οἱ ἀρχιερεῖς σὲ παρέδωσαν σ’ ἐμένα. Τί ἔκανες;

Ἰησοῦς (ἀπαντᾷ στὸ προηγούμενο ἐρώτημα τοῦ Πιλάτου). Ἡ δική μου βασιλεία δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο...

Πιλᾶτος. Ἄρα ὁμολογεῖς ὅτι εἶσαι βασιλιᾶς;

Ἰησοῦς. (Ναί, ἀλήθεια σοῦ λέω, ὁμολογῶ). Ἐγὼ γι’ αὐτὸ γεννήθηκα καὶ ἦρθα στὸν κόσμο, γιὰ ν’ ἀποκαλύψω τὴν ἀλήθεια.

Πιλᾶτος. Τί εἶναι ἀλήθεια;

Πιλᾶτος πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς. Ἐγὼ δὲν τοῦ βρίσκω ἐνοχή. Θέλετε γιὰ τὸ πάσχα νὰ τὸν ἀφήσω ἐλεύθερο;

Ἀρχιερεῖς. Ὄχι αὐτόν, ἀλλὰ τὸ Βαραββᾶ.

Ὁ Βαραββᾶς ἦταν λῃστής. Τότε ὁ Πιλᾶτος φοβισμένος ἀπὸ τὶς κραυγὲς ὑποχωρεῖ στὸ αἴτημα τῶν ἀρχιερέων, καὶ μαστιγώνει τὸν Ἰησοῦ. Οἱ στρατιῶτες στὸ μεταξύ, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς εἶπε ὅτι εἶναι βασιλιᾶς, τοῦ φόρεσαν ἐμπαικτικὰ ἕνα στεφάνι γιὰ στέμμα κι ἕνα ἐξωτερικὸ κόκκινο ροῦχο  γιὰ βασιλικὴ χλαμύδα λέγοντας· «Χαῖρε, βασιλιᾶ τῶν Ἰουδαίων».

Πιλᾶτος πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς.  Σᾶς λέω πάλι. Δὲν τοῦ βρίσκω ἐνοχή. Κι ἐμφανίζει μπροστά τους τὸ Χριστὸ μὲ τὸ στεφάνι καὶ τὸ κόκκινο ροῦχο, λέγοντας· Νά ὁ ἀθῷος ἄνθρωπος.

Ἀρχιερεῖς. Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον.

Πιλᾶτος. Σταυρῶστε τον ἐσεῖς.

Ἀρχιερεῖς. Κατὰ τὴ γνώμη μας πρέπει νὰ πεθάνει, διότι ἔκανε τὸν ἑαυτό του γιὸ τοῦ Θεοῦ.

Πιλᾶτος (φοβισμένος βάζει μέσα τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν ρωτάει). Ἀπὸ ποῦ εἶσαι;

Ἰησοῦς. (Σιωπᾷ).

Πιλᾶτος. Δὲν μοῦ μιλᾷς; Δὲν ξέρεις ὅτι ἡ ζωή σου ἐξαρτᾶται ἀπὸ μένα;

Ἰησοῦς. Δὲν θὰ εἶχες καμμιὰ ἐξουσία πάνω μου, ἂν δὲν σοῦ εἶχε δοθεῖ ἀπὸ πάνω.

Πιλᾶτος. (Προσπάθησε νὰ πείσει τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὰ πλήθη, γιὰ νὰ τὸν ἀπελευθερώσει).

Ἀρχιερεῖς. Ἂν τὸν ἐλευθερώσεις, δὲν εἶσαι φίλος τοῦ Καίσαρος. Αὐτὸς εἶναι ἀντίπαλος τοῦ Καίσαρος, ἀφοῦ λέει ὅτι εἶναι βασιλιᾶς.

Πιλᾶτος. (Βγάζει τὸν Ἰησοῦ ἔξω στὸ βῆμα, τὸ λεγόμενο λιθόστρωτο. Παρασκευὴ πρὸ τοῦ πάσχα. ὥρα 12 τὸ μεσημέρι. Δηλαδὴ ἡ ὅλη διαδικασία στὸν Πιλᾶτο κράτησε περίπου 4-5 ὧρες [8 π.μ.-12 μεσημέρι]). Λέει (εἰρωνικά). Νά ὁ βασιλιᾶς σας.

Ἀρχιερεῖς. Πᾶρ᾿ τον καὶ σταύρωσέ τον.

Πιλᾶτος. Τὸ βασιλιᾶ σας νὰ σταυρώσω;

Ἀρχιερεῖς. (Δίνουν ὅρκο ἀφοσιώσεως σὰν δοσίλογοι στὸ Ρωμαῖο κατακτητή). Δὲν ἔχουμε βασιλιᾶ παρὰ μόνο τὸν Καίσαρα.

Τότε ὁ Πιλᾶτος φοβισμένος μήπως τὸν συκοφαντήσουν καὶ χάσει τὴ θέση του καὶ τὴ ζωή του, παρέδωσε τὸν Ἰησοῦ γιὰ νὰ σταυρωθεῖ.

Εὐαγγέλιο Ε΄ (Μθ 27,3-32). Ὁ Ἰούδας ἦταν παρὼν στὴ δίκη τοῦ Καϊάφα, ὅπου ὁ Ἰησοῦς καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπόφαση, κατάλαβε τὴν εὐθύνη του, γύρισε πίσω τὰ 30 ἀργυρᾶ νομίσματα, καὶ πῆγε καὶ αὐτοκτόνησε (κρεμάστηκε). Οἱ ὑποκριταὶ ἀρχιερεῖς ἀγόρασαν μὲ τὰ χρήματα ἐκεῖνα ἕνα χωράφι, γιὰ νὰ θάβουν τοὺς ξένους ποὺ τυχὸν πέθαιναν στὸν τόπο τους. Ὅταν ὁ Πιλᾶτος δίκαζε τὸν Ἰησοῦ, δέχτηκε ἕνα σημείωμα ἀπὸ τὴ γυναῖκα του, ὅπου ὀνομάζει τὸν Ἰησοῦ δίκαιο· «Μὴν ἀναλαμβάνεις εὐθῦνες, τοῦ ἔγραφε, γι’ αὐτὸν τὸν δίκαιο». Ὁ Πιλᾶτος στὴν ἐπιμονὴ τοῦ ὄχλου καὶ μετὰ τὴν προτροπὴ τῆς γυναίκας του νίπτει τὰ χέρια του, γιὰ ν’ ἀπεκδυθεῖ ἀπὸ τὴν εὐθύνη μὲ τὴν τυπικὴ αὐτὴ πράξη. Τότε ὁ ὄχλος ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη λέγοντας· Τὸ αἷμα του πάνω μας καὶ στὰ παιδιά μας. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ διοικητήριο, οἱ ἀρχιερεῖς ἀγγάρεψαν τὸ Σίμωνα Κυρηναῖο νὰ σηκώσει τὸ σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ μέχρι τὸ Γολγοθᾶ, διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἤδη ἐξαντληθεῖ ἀπὸ τὸ μαστίγωμα καὶ τὴν κούραση.

Εὐαγγέλιο F΄ (Μρ 15,16-32). Ὁ Χριστὸς μεταφέρθηκε στὸ Γολγοθᾶ, στὸν τόπο τῆς σταυρώσεως. Ἐκεῖ πρὶν τὸν καρφώσουν, τοῦ ἔδωσαν κρασὶ ἀνάμικτο μὲ σμύρνα, γιὰ νὰ τὸν ζαλίσουν καὶ νὰ μετριάσουν τοὺς πόνους του, ἀλλ’ ὁ Χριστὸς δὲν ἤπιε. Καὶ τὸν σταύρωσαν. Τοῦ ἔβαλαν καὶ ἐπιγραφή· «Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Σταυρώνουν καὶ δύο κακούργους δεξιὰ κι ἀριστερά του, καὶ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία ὅτι θὰ λογαριαστεῖ σὲ ἴση μοῖρα μὲ τοὺς ἄνομους. Τὰ ροῦχα του τὰ μοιράστηκαν μὲ κλῆρο. Καὶ τὸν κοροΐδευαν· «Ἀλίμονο σ’ ἐσένα ποὺ γκρεμίζεις καὶ ξανακτίζεις σὲ τρεῖς μέρες τὸ ναό. Κατέβα ἀπὸ τὸ σταυρό». Καί· «Ἄλλους ἔσωσε, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του δὲν μπορεῖ νὰ τὸν σώσει. Βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ, κατέβα τώρα, γιὰ νὰ σὲ πιστέψουμε».

Εὐαγγέλιο Ζ΄ (Μθ 27,33-54). Ἐνόσῳ ἦταν καρφωμένος στὸ σταυρὸ ὁ Ἰησοῦς, εἶχε σκοτεινιάσει ὅλη ἡ γῆ ἀπὸ 12 τὸ μεσημέρι ὣς τὶς 3 τὸ ἀπόγευμα. Στὶς 3 ὁ Ἰησοῦς ἔκραξε δυνατά· «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες;» Κι ἀμέσως ἄφησε τὸ πνεῦμα του. Τότε τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε, ἡ γῆ σείστηκε, οἱ βράχοι διχοτομήθηκαν. Καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση ἄνοιξαν τὰ μνήματα καὶ βγῆκαν ἀπὸ μέσα οἱ νεκροὶ ζωντανεμένοι, μπῆκαν στὰ ᾿Ιεροσόλυμα κι ἐμφανίστηκαν σὲ πολλούς. Προφανῶς ὁ ᾅδης εἶχε χάσει τὸν ἔλεγχο πάνω στοὺς νεκρούς. Ὁ ἑκατόνταρχος ποὺ ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς ἐκτελέσεως τοῦ Ἰησοῦ, βλέποντας ὅλ’ αὐτά, φοβήθηκε καὶ εἶπε ὅτι πράγματι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν Γιὸς τοῦ Θεοῦ.

Εὐαγγέλιο Η΄ (Λκ 23,32-49). Ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρὸ συγχώρησε τοὺς σταυρωτὰς καὶ ἐμπαῖκτες του, βρίσκοντας ἡ μεγαλειώδης ψυχὴ του ἐλαφρυντικὸ καὶ γι’ αὐτούς· «Πατέρα, εἶπε, συγχώρησέ τους. Δὲν ξέρουν τί κάνουν». Ἀπὸ τοὺς δύο κακούργους ὁ ἕνας βλαστημοῦσε τὸ Χριστό, ἐνῷ ὁ ἄλλος τὸν μάλωσε λέγοντας· «Καλά, αὐτοὶ ποὺ τὸν σταύρωσαν δὲν φοβοῦνται τὸ Θεό· ἀλλ’ οὔτε καὶ σὺ τὸν φοβᾶσαι, ποὺ εἴμαστε στὴν ἴδια καταδίκη; Κι ἐμεῖς μὲν δικαίως ἀπολαμβάνουμε αὐτὰ τὰ κακὰ ποὺ πράξαμε, ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἔκανε κανένα κακό». Καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἰησοῦ· «Θυμήσου με, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στὴ βασιλεία σου». Καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς· «Ἀλήθεια σοῦ λέω, σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν παράδεισο». Οἱ γυναῖκες στέκονταν ἐκεῖ κι ἔβλεπαν ἀπὸ μακριὰ ὅλα ὅσα γίνονταν.

Εὐαγγέλιο Θ΄ (Ἰω 19,25-37). Ἐνόσῳ ὁ Χριστὸς βρισκόταν ζωντανὸς πάνω στὸ σταυρὸ καὶ κάτω οἱ γυναῖκες, φρόντισε γιὰ τὴ μητέρα του νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ σπίτι τοῦ ἀγαπημένου του μαθητοῦ Ἰωάννου. Κι ὁ Ἰωάννης τὴ δέχτηκε σὰ μάνα του. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς πέθανε ἦταν Παρασκευή. Τὴν ἄλλη μέρα Σάββατο, τελευταία καὶ πιὸ ἐπίσημη μέρα τοῦ ἰουδαϊκοῦ πάσχα. Σ’ ἕνα χαρμόσυνο ἑορταστικὸ κλῖμα δὲν ἤθελαν οἱ σταυρωταί του νὰ ὑπάρχει ἕνα μακάβριο θέαμα μὲ τρεῖς σταυρωμένους. Οἱ Ἰουδαῖοι λοιπόν, γιὰ νὰ μὴ μείνουν τὰ σώματα πάνω στὸ σταυρό, παρακάλεσαν τὸν Πιλᾶτο νὰ τοὺς σπάσουν τὰ σκέλη, γιὰ νὰ πεθάνουν ἀμέσως, καθὼς δὲν θὰ μποροῦσαν μὲ σπασμένα πόδια ν’ ἀνασηκώνονται καὶ νὰ παίρνουν ἀναπνοή, καὶ πρὶν βραδιάσει, νὰ προλάβουν νὰ τοὺς θάψουν. Ἡ ἄδεια δόθηκε. Ἔσπασαν τὰ σκέλη τῶν δύο λῃστῶν, ποὺ ἦταν ἀκόμη ζωντανοί, ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν τὰ ἔσπασαν, διότι ὁ Χριστὸς εἶχε ἤδη πεθάνει. Τοῦ τρύπησαν μόνο τὴν πλευρά του γιὰ ἐπιβεβαίωση τοῦ θανάτου του, καὶ ἔτρεξε ἀπ’ αὐτὴν αἷμα καὶ νερό. Ἐξ ἄλλου ἐκπληρώθηκαν οἱ προφητεῖες ποὺ ἔλεγαν· «Κόκκαλό του δὲν θὰ σπάσει»· καί· «Θὰ δοῦν ποιόν τρύπησαν στὴν πλευρά». Τέλος ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μαρτυρεῖ ὅτι ὅλ’ αὐτὰ ποὺ ἔγιναν τὰ εἶδε μὲ τὰ μάτια του, ὅτι λέει τὴν ἀλήθεια σὰν αὐτόπτης καὶ αὐτήκοοος μάρτυρας, κι ὅτι τὰ ἔγραψε, γιὰ νὰ πιστέψουμε ἐμεῖς, ποὺ δὲν τὰ εἴδαμε.

Εὐαγγέλιο Ι΄ (Μρ 15,43-47). Ἐξιστορεῖται ἡ ταφὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἀριμαθαῖο Ἰωσήφ, βουλευτή, ἀφοῦ ζήτησε καὶ πῆρε τὴν ἄδεια τοῦ Πιλάτου. Ὁ Πιλᾶτος δὲν περίμενε νὰ πεθάνει τόσο γρήγορα, καὶ πῆρε τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ ἑκατοντάρχου. Τότε δώρησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ στὸν Ἰωσήφ, κι ὁ Ἰωσὴφ τὸ ἔθαψε σ’ ἕνα μνῆμα λαξευμένο στὸ βράχο, ἐνῷ στὴ θύρα τοποθέτησε ἕνα λιθάρι. Οἱ γυναῖκες ἔβλεπαν ποῦ ἀκριβῶς εἶχε ταφῆ.

Εὐαγγέλιο ΙΑ΄ (Ἰω 19, 38-42). Ὁ Ἰωσὴφ δέχτηκε βοήθεια στὴν ταφὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ Νικόδημο, ποὺ ἦταν κι αὐτὸς μαθητής του μέχρι τώρα κρυφός. Ὁ Νικόδημος γιὰ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔφερε περίπου 100 λίτρα μίγμα ἀλόης καὶ σμύρνης.

Εὐαγγέλιο ΙΒ΄ (Μθ 27, 62-66). Τὴν ἄλλη μέρα Σάββατο, οἱ φαρισαῖοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο ν’ ἀσφαλίσει τὸν τάφο μὲ φρουρά, γιατί θυμή­θηκαν, λέει, ὅτι «ὁ πλάνος ἐκεῖνος» (= ὁ Ἰησοῦς) εἶχε πεῖ ὅτι ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μέρες θ’ ἀναστηθεῖ. Μήπως ἔρθουν, εἶπαν κουτοπόνηρα, οἱ μαθηταί του τὴ νύχτα καὶ κλέψουν τὸ σῶμα του καὶ διαδώσουν ὅτι ἀναστήθηκε, καὶ χειροτερέψουν τὰ πράγματα ἀκόμη πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι στὴν ἀρχή. Ὁ Πιλᾶτος συμφώνησε, ἡ φρουρὰ τέθηκε, κι ὁ τάφος σφραγίστηκε. Τὸν φοβοῦνταν ζωντανό, τὸν φοβοῦνται τώρα καὶ νεκρό. Γιατί ἄραγε; Προφανῶς διότι ἤξεραν ποιός εἶναι ὁ Χριστός.

Κι ἐμεῖς, ποὺ μὲ τὴν ἀπιστία μας καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα μας συχνὰ τὸν ξανασταυρώνουμε, ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος καὶ τὴ μακροθυμία του.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

 

 

(δημοσίευσις 15/4/2011)