ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς ῾Ομιλίαι εἰς ἑορτίους ἡμέρας καὶ μνήμας ἁγίων (25 δεκ.) ῾Η γέννησι τοῦ Χριστοῦ ὑπέρλογο γεγονός

 

Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὑπέρλογο γεγονός

 

25 Δεκ. (Γα 4,4-7)

 

    Ἡ ὑπερφυσικὴ γέννηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ σωτῆρος μας ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου, μὲ τὴν ὁποία ὁ νη­πιά­σας Κύριος μπῆκε στὴ ζωὴ τῆς ἀνθρωπότητος, γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο, εἶναι ὑπέρλογο καὶ ἀνθρωπίνως ἀνεξήγητο γεγονός. Εἶναι γεγονὸς ποὺ θὰ ταίριαζε μόνο στὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴ γέν­νη­ση τοῦ Χριστοῦ ἱστοροῦν οἱ ἱεροὶ εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Λου­κᾶς στὰ Εὐαγγέλιά τους.

    Ὁ Χριστὸς ὡς νέος γενάρχης ἦρθε στὸν κόσμο, παίρνοντας πλήρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπὸ τὴ φθορά, ποὺ με­τα­βι­βάζεται μὲ τὴν κληρονομικότητα σ’ ὅλους τους ἀπογόνους του Ἀδάμ. Ἐνῷ κυοφορή­θη­κε σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος στὴν κοιλιὰ τῆς παρ­θέ­νου Μαρίας, χωρὶς νὰ φθαρεῖ ἡ παρθενία της, ὅμως ἡ σύλληψή του δὲν ἔγινε μὲ τὸ φυσικὸ νόμο, μὲ τὸν ὁποῖο πολλαπλασιάζεται τὸ ἀν­θρώπινο γένος, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπερφυ­σι­κὴ παρέμβαση τοῦ ἁγίου Πνεύ­μα­τος, ποὺ γονιμοποίησε τοὺς κόλπους της μὲ ὑπέρλογο καὶ ἀ­μό­λυν­το τρόπο, ὥστε νὰ παραμένει πάντοτε παρ­θέ­νος.

    Ἀπὸ τὸ χῶρο ὅμως τῶν ἄκρων ὀρθολογιστῶν, κυρίως προτε­σταν­τῶν, δια­τυπώθηκαν κάποιες ἐνστάσεις. Α. Ὅτι ἡ μαρτυρία γιὰ τὴν ἄσπορη καὶ ὑπερφυσικὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου εἶναι ὄ­ψιμη, ἐπειδὴ δὲν ἀναφέρονται σ’ αὐτὴν οἱ δυὸ ἄλλοι εὐαγγελισταὶ Μᾶρ­κος καὶ Ἰωάννης, καθὼς καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Β. Ὅτι ὁ Ἰω­σὴφ σὲ κάποια χωρία ἀνα­φέ­ρεται σὰν πατέρας τοῦ Ἰησοῦ. Ἄρα τὸ ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου δὲν ἰσχύει. Ὁ Χρι­στός, κατὰ τὴν ἄποψη αὐτή, εἶναι φυσικὸ παιδὶ τοῦ Ἰωσήφ, καὶ ἡ μη­τέρα του δὲν εἶναι παρθένος. Γ. Ὅτι ἕνα χειρό­γραφο στὸν κατάλογο τῆς γενεαλογίας ἀναφέρει Ἰωσὴφ δέ, πρὸς ὃν ἦτο μεμνηστευμένη ἡ παρθένος Μαρία, ἐγέννησε τὸν Ἰησοῦν, τὸν λεγόμενον Χριστόν. Οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοὶ εἶναι αὐθαίρετοι ἀστήρικτοι καὶ κατ’ ἐπέ­κταση αἱ­ρε­τικοί. Γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους.

    1. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ χώρου αὐτοῦ (τοῦ προτεσταντισμοῦ) ἔχουν πά­για τακτικὴ ν’ ἀμφισβητοῦν ὅλες τὶς εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, αὐτὲς ποὺ ἀ­παρ­τίζουν τὸ θεῖο χαρακτῆρα τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Καὶ τὸ κάνουν αὐτό, ἐπειδὴ στὸ χῶρο τους δὲν εἶναι ἀρεστὸς ὁ τέ­τοιος χαρακτῆρας τῆς πίστεως.

    2. Τὸ γεγονὸς τῆς ἀσπόρου καὶ ὑπερφυσικῆς γεννήσεως τοῦ Χρι­στοῦ μαρ­τυρεῖται ἀπὸ δυὸ εὐαγγελιστάς, τὸ Ματθαῖο, ποὺ ἔγραψε τὸ Εὐ­αγ­γέλιό του ἀνάμεσα στὰ 50 μὲ 60, καὶ τὸ Λουκᾶ, ποὺ τὸ συγ­γράφει γύρω στὰ 58 μὲ 64. Ὁ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς παρουσιάζει τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ δικό του τρόπο. Ὁ πρῶτος (1-2 κεφ.) τὴ θέτει στὸ πλαίσιο τῆς γενεα­λο­γίας, τοῦ ἀρραβῶνος τῆς Μαρίας μὲ τὸν Ἰωσήφ, τῆς προσκυνήσεως τῶν μάγων, τῆς σφαγῆς τῶν νηπίων, καὶ τῆς φυγῆς στὴν Αἴγυπτο. Ὁ δεύτερος (κεφ. 1-2) τὸ ἱστορεῖ ἀνά­με­σα στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς παρθένου, τὴν ἐπί­σκε­ψη στὴν Ἐλισάβετ, τὴ γέννηση τοῦ Προδρόμου, τὴ διαταγὴ τοῦ Καίσαρος γιὰ ἀπογραφή, τὴ δοξολογία τῶν ἀγγέλων, καὶ τὴν προσκύνηση τῶν βο­σκῶν.  Πάν­τως καὶ οἱ δυὸ συμφωνοῦν καὶ ἐναρμονίζονται πλήρως στὸ ἐπί­μα­χο ζή­τημα τῆς ὑπερφυσικῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

    3. Οἱ ἐξιστορήσεις τῶν δυὸ εὐαγγελιστῶν εἶναι ἀξιόπιστες, ἐπειδὴ εἶναι ἀρχαϊκὲς καὶ πρωιμότατες μαρτυρίες. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὲς ἐνερ­γοῦν ὡς ἀδιάψευστοι μάρτυρες, γιὰ τοὺς ὁποίους ἰσχύει τὸ κυριακὸ Ἐπὶ στόματος δύο ἢ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ῥῆμα.

    4. Προφανῶς οἱ εὐαγγελισταὶ Μᾶρκος καὶ Ἰωάννης, ποὺ γράφουν ἀνά­με­σα στὰ 64 μὲ 72, βλέποντας τὴν ἐπάρκεια τῶν δύο μαρτυριῶν τοῦ Ματ­θαίου καὶ τοῦ Λουκᾶ, ἀρχίζουν τὰ Εὐαγγέλιά τους ἀπὸ τὴν ὥριμη ἡλικία τοῦ Χριστοῦ.

    5. Θὰ ἦταν ἀφελὲς νὰ πιστεύεται ὅτι, γιὰ νὰ εἶναι ἀξιόπιστο τὸ γεγονὸς τῆς ὑπερφυσικῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἔπρεπε νὰ μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς τέσσερες εὐαγγελιστάς, καὶ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Γιὰ τὴν φαιδρὴ αὐτὴ ἀπαίτηση τῶν ἀπίστων θὰ γίνει μία ἁπλὴ ὑπόθεση. Ἐλέχθη ὅτι ὁ Λουκᾶς στὸ Εὐαγγέλιό του ἀ­ναφέρει πολλὲς καὶ σημαντικὲς λεπτο­μέρειες γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χρι­στοῦ, ἐνῷ στὸ ἄλλο βιβλίο του, τὶς Πράξεις, δὲν ἀναφέρει γι’ αὐ­τὴν οὔτε λέξη. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο χα­νό­ταν, καὶ δὲν σῳζόταν στὶς μέρες μας, θὰ ἦταν τάχα σοβαρὸ ἀπὸ τὴ σιωπὴ τῶν Πράξεων νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Λου­κᾶς ἀγνοοῦσε παντελῶς τὴν ἐκ Πνεύματος ἁγίου ὑπερφυσικὴ γέννηση τοῦ Χρι­στοῦ;

    6. Ἂν ἕνα ἀπὸ τὰ χειρόγραφα τῆς Καινῆς Διαθήκης (ὁ κώδικας Syrsin) ἐμ­φανίζει τὴ διαφορετικὴ γραφὴ Ἰωσὴφ δέ, πρὸς ὃν ἦτο με­μνη­στευμένη ἡ παρθένος Μαρία, ἐγέννησε τὸν Ἰησοῦν, τὸν λεγό­με­νον Χριστόν, σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ παραβλέψουμε τοὺς ἄλλους 260 σῳζόμενους χειρό­γρα­φους κώδικες τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Δια­θήκης καὶ νὰ στηριχθοῦμε στὸν ἕνα; Ποιό δικαστήριο θ’ ἀπέρριπτε 260 ἀξιόπιστους μάρτυρες καὶ θὰ ἔ­βγα­ζε ἀπόφαση στηριζόμενο σὲ μία ἀμφιβαλλόμενη μαρτυρία;

    7. Τὸ ὅτι ὅμως ὁ ἐπίμαχος κώδικας εἶναι πλαστογραφημένος καὶ παρα­χα­ραγμένος ἀπὸ χαμηλῆς διανοητικῆς στάθμης πλαστογράφο καὶ παρα­χα­ράκτη φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὸ ὅτι πρόσθεσε στὸ χωρίο τὴ λέξη παρθένος. Διότι ἡ Μαρία ἢ εἶχε σαρκικὴ σχέση μὲ τὸν Ἰωσήφ, ὁπότε δὲν ἦταν παρ­θέ­νος, ἢ δὲν εἶχε σαρκικὴ σχέση μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ ἦταν παρθένος. Ἰδοὺ ἡ μωρία τοῦ πλαστογράφου. Ἰδοὺ καὶ ἡ «ἐ­πι­χειρηματολογία» τῶν ὀρθολο­γι­στῶν.

    8. Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸν ἀπόστολο Παῦλο δὲν ἔχουν δίκαιο οἱ ἀνα­τρε­πτικοὶ προτεστάντες, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος στὶς Ἐπιστολές του δὲν γράφει ἱστορία, ὅπως ὁ τέσσερις εὐαγγελισταί, ἀλλά, στηριζόμενος καὶ στὴν ἱστορία τῶν Εὐαγγελίων, προσφέρει στὸ λαὸ διδα­σκα­λία, κατήχηση. Δὲν γράφει τὸ βίο τοῦ Χριστοῦ.

    9. Εἶναι σημαντικὸ ὅμως ὅτι ὁ Παῦλος στὴ ῥύμη τοῦ λόγου του συχνὰ ἀναφέρεται ἀκροθιγῶς στὸ γεγονὸς τῆς ὑπερφυσικῆς γεννή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Λέει λόγου χάρη ὅτι ὁ νέος Ἀδάμ, δηλαδὴ ὁ Χρι­στός, ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐ­ρανό (Α΄ Κο 15,47). Λέει ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Μεσσίας προϋπῆρχε ὡς Θεὸς Λόγος. Ὅταν δὲ τὸν ἔστειλε ὁ Πα­τέρας μὲ σάρκα, γιὰ νὰ ἐξα­λεί­ψει τὴν ἁμαρτία, ἡ σάρκα του δὲν ἦ­ταν σάρκα ἁμαρτίας, ἀλλὰ σάρκα ἀ­ναμαρτησίας, ποὺ σημαίνει ὅτι σὰν ἄνθρωπος δὲ γνώρισε ἁμαρτία, οὔτε κὰν κληρονόμησε τὴν προ­πα­τορικὴ ἁμαρτία (῾Ρω 8,3· Β΄ Κο 5,21). Ἄρα δὲν γεννήθηκε κατὰ τὸ φυσικὸ νόμο ποὺ γεννιοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ κατὰ ὑπερ­φυσικὸ καὶ ὑπέρλογο τρόπο ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου.

    10. Τέλος ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ τῶν Χρι­στου­γέννων ἀναφέρει τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ γυναῖ­κα μόνο, δηλαδὴ τὴν παρθένο Μαρία (Γὰ 4,4). Δὲν ἀναφέρει σαρκικὸ πατέρα του.

    Ἐμεῖς παραβλέπουμε τὰ φληναφήματα τῶν αἱρετικῶν καὶ προ­χω­ροῦμε στὴν κάρπωση τῶν εὐεργετημάτων τῆς θείας γεννήσεως τοῦ σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι δὲ τὰ εὐεργετήματα διττά· ἀφ᾿ ἑνὸς εὐεργετήματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ σωτηρία μας ἀπὸ τὴν παν­τοειδῆ ἁμαρτία, ἄφ᾿ ἑτέρου δὲ εὐεργετήματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸν πλοῦτο τῶν θείων δω­ρη­μά­των ποὺ λάβαμε, δωρήματα ποὺ ἐπι­τε­λοῦν τὸν ἁγιασμό μας καὶ τὴν ἀπο­κα­τά­στασή μας ἀπὸ τὸ Θεό. Εἴθε γιὰ ὅλους μας ἡ θεία γέννηση τοῦ Χριστοῦ νὰ ἔχει αὐτὲς τὶς δύο πρα­κτικές, τὴν ἄφεσή μας καὶ τὸν ἁγιασμό μας.

 

    Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

    Υ.Γ.  Ἰδέες γιὰ τὸ ἄρθρο ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Π. Τρεμπέλα Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Να­ζαρέτ.

 

(δημοσίευσις 23/12/2010)