ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς ῾Ομιλίαι διαφόρων θεμάτων ῾Η δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σωτηρία μας

 

῾Η δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σωτηρία μας

 

 

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, θὰ σᾶς μεταφέρω κάποιες σκέψεις τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ χρυσοστόμου πάνω σὲ ἕνα σημαντικώτατο θέμα, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολῇ ὅλους συνεχῶς καὶ νὰ εἶναι τὸ κύριο μέλημά μας. Πρόκειται γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία μας. Μὲ βάσι τὴν ῾Αγία Γραφὴ ὁ ἱερὸς πατὴρ τῆς ἐκκλησίας μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὅλοι μας, δίκαιοι καὶ ἄδικοι, θὰ λάβουμε τὸν μισθό μας. Ταυτόχρονα μᾶς δίνει πολύτιμες συμβουλὲς γιὰ τὸ πῶς θὰ πετύχουμε τὸν μισθὸ τῶν δικαίων καὶ ὄχι τὸν μισθὸ τῶν ἀδίκων. Ἂς τὸν ἀκούσωμε.

 

Ὅλοι πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ μάλιστα δίκαιος. Ἀφοῦ πιστεύουμε ὅτι εἶναι δίκαιος, ὅλοι ξέρουμε ὅτι θὰ μᾶς ἀνταποδώσει αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀξίζουν. Κανένας ἀκόμα δὲν ἔλαβε τὴν πληρωμή του ἐδῶ στὴν γῆ· οὔτε ὁ ἄδικος τὴν τιμωρία γιὰ τὴν κακία του, οὔτε ὁ δίκαιος τὸ βραβεῖο γιὰ τὴν ἀρετή του. Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι θὰ ἔρθει καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖο καὶ οἱ δύο θὰ πάρουν τὴν πληρωμὴ ποὺ τοὺς ἀξίζει.

Ὅταν ἡ συνείδηση μᾶς ἐλέγχει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, κι ἂν ἀκόμα πάθουμε κάτι φοβερό, βρίσκουμε τὴν αἰτία του. Ἀναλογιζόμαστε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ δίνουμε ἀπάντηση στὴ θλίψη μας. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ εἶναι γεμάτοι ἀρετές, ὅταν πάθουν κάτι τέτοιο, ἐπειδὴ πιστεύουν στὴν ἀνάσταση καὶ στὴν αἰώνια ζωή, ὅλες τὶς θλίψεις, τὶς ἀρρώστιες, ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο τὰ θεωροῦν ὡς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν αἰωνιότητα.

Ἡ αἰτία γιὰ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ μᾶς τυραννοῦν στὴν ζωὴ εἶναι τὸ στόμα· μᾶλλον ὄχι τὸ στόμα, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί, ποὺ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦμε σωστά, ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἀπὸ αὐτὸ βγαίνουν ἔξω οἱ κατηγορίες καὶ οἱ συκοφαντίες. Μὴ μοῦ πεῖς· «Δὲν εἶναι τίποτα, δὲν εἶναι καὶ μεγάλη ἁμαρτία νὰ κατακρίνω ἢ νὰ συκοφαντῶ κάποιον». Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία, ἐπειδὴ λὲς ὅτι δὲν εἶναι τίποτα.

Ὁ Χριστὸς εἶναι μαζί μου. Ποιόν θὰ φοβηθῶ; Εἴτε κύματα σηκώνονται εἴτε πελάγη, ὅλα αὐτὰ γιὰ μένα εἶναι πιὸ ἀσήμαντα ἀπὸ ἀράχνη. Πάντοτε λέω· «Κύριε, ἂς γίνει τὸ δικό σου θέλημα»· ὄχι ὅ,τι θέλει ὁ τάδε καὶ ὁ τάδε, ἀλλὰ ὅ,τι θέλεις ἐσύ. Αὐτό, δηλαδὴ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, εἶναι γιὰ μένα πύργος ἀσάλευτος· αὐτὸ εἶναι γιὰ μένα πέτρα ἀκίνητη, ράβδος ἀμετάβλητη.

Ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ γίνει αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο, νὰ ἔρθουν θλίψεις ἢ χαρὲς στὸν δοῦλό του ἂς γίνει. Πότε λοιπὸν λιγοστεύουν οἱ ἁμαρτίες μας; Ἂν πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία, ἂν ὁμολογοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ δακρύ­ζουμε μετανοῶντας γι᾿ αὐτές, ἂν ταλανίζουμε τὸν ἑαυτό μας λέγοντας πὼς εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι, μόνον τότε, μόνον μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο λιγοστεύουν οἱ ἁμαρτίες μας, ὅταν δηλαδὴ δὲν ἔχουμε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ ἂν ἀκόμη ἐπιτελοῦμε μεγάλα ἔργα, γιὰ νὰ μὴν πάθουμε αὐτὸ ποὺ ἔπαθε ὁ Φαρισαῖος.

Ὁ χριστιανὸς ποὺ ζῆ μὲ μετάνοια καὶ ταπείνωσι εἶναι πάντοτε χαρούμενoς. Ἡ χαρὰ εἶναι γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς ἂν καὶ ἐξωτερικὰ στενοχωριέται, μέσα του ὅμως εἶναι πάντοτε χαρούμενος. Ἄκουσε τί λέει ὁ Λουκᾶς στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων γιὰ τοὺς ἀποστόλους· «Ἔφυγαν ἀπὸ τὸ συνέδριο μὲ χαρά, διότι ἀξιώθηκαν νὰ μαστιγωθοῦν γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ». Ἂν οἱ μαστιγώσεις καὶ τὰ δεσμὰ φαίνονται ὅτι προκαλοῦν μεγάλη λύπη, ποιό ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς περνοῦμε σήμερα μπορεῖ νὰ μᾶς προκαλέσει λύπη;

Ἂς εὐχαριστοῦμε πάντοτε τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δυσάρεστα καὶ νὰ αἰσθάνεται ἀπογοήτευση. Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ καὶ ἔχει στηρίξει τὴν ἐλπίδα της σ’ αὐτόν, λάμπει πάντοτε ἀπὸ χαρά.

Τίποτε δὲν εἶναι ἁγιώτερο ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἐκείνη ποὺ στὰ προβλήματα καὶ στὶς δυσκολίες εὐχαριστεῖ τὸν Θεό. Δὲν ὑστερεῖ καθόλου ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῶν μαρτύρων. Καὶ οἱ δύο στεφανώνονται ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἄραγε πόσο σκεφτόμαστε τὸν Θεό; Ἂν ἔχουμε συνέχεια στὴν σκέψη μας τὸν Θεό, τότε ὅλα τὰ προβλήματα θὰ βρίσκουν τὴν λύση τους καὶ ὅλες τὶς θλίψεις θὰ τὶς ὑπομένουμε. Τώρα ὅλα μᾶς φαίνονται δύσκολα, διότι δὲν σκεφτόμαστε τὸν Θεό, ὅπως πρέπει καὶ ὅπως θέλει ἐκεῖνος. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο πρᾶγμα νὰ ἔχουμε ἐμεῖς στὴν μνήμη μας τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀνώτερο εἶναι νὰ μᾶς θυμᾶται ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

Νὰ μὴν ἀναβάλλουμε ποτὲ τὴν μετάνοια. Ἀρχὴ τῆς ῥᾳθυμίας εἶναι ἡ ἀναβολή. Ἂς μὴν ἀναβάλλουμε γιὰ αὔριο τὴν διόρθωσή μας, διότι δὲν ξέρουμε τί θὰ ξημερώσει ἡ αὐριανὴ ἡμέρα. Οὔτε πάλι νὰ λέμε ὅτι θὰ νικήσουμε τὴν κακὴ συνήθεια σιγὰ σιγά, διότι τότε ποτὲ δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ αὐτήν.

Ἡ σκέψη μας ἂς στραμμένη στὰ οὐράνια. Δὲν εἶναι δικός μας ὁ καιρός· εἴμαστε προσωρινοὶ καὶ ξένοι στὴν παροῦσα ζωή. Ἂς μὴν ἐπιζητοῦμε τιμές, ἂς μὴν ἐπιθυμοῦμε ἐξουσία καὶ δόξα ἀνθρώπινη, ἂς ὑποφέρουμε τὰ πάντα μὲ ὑπομονή, ἂς ἐκμεταλλευόμαστε τὸν χρόνο μας ἔχοντας τὴν σκέψη μας στραμμένη στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἂς ἀρχίσουμε τὴν ἀρετὴ ὅσο εἶναι καιρός· ἂς καλλιεργοῦμε στὶς ψυχές μας τὶς ἀρετές, ὅπως ἀκριβῶς οἱ γεωργοὶ καλλιεργοῦν τὴ γῆ. Ἂς βάλουμε πνευματικὸ πρόγραμμα στὴν ψυχή μας. Ἂς ποῦμε στὸν ἑαυτό μας· τὸν μῆνα αὐτὸ ἂς νικήσουμε τὴν ἀλαζονεία, τὴν κακολογία· τὸν ἑπόμενο μῆνα θὰ κατορθώσουμε τὴν ἀνεξικακία· τὸν ἄλλο μῆνα θὰ ἀσκηθοῦμε στὴν ἐγκράτεια...

 

Ἰωάννης Χρυσόστομος

 

᾿Επιμέλεια· Κ. Σαρ., 2009