5. «Συμβολή» (ἐπιθεώρησις τυπικοῦ) Τεύχη

 

ΗΘΟ-ΣΚΟΠΙΟΝ

 

Τὸ «σύνδρομον» τοῦ Βαραββᾶ

 

Εἶναι μία ἀλήθεια τόσο ἀκραία, τόσο «θεωρητική», ποὺ μοιάζει μὲ ψέμα; Εἶναι ἕνα ψέμα τόσο πειστικό, ποὺ δείχνει ἀληθινό; Τίποτα ἀπὸ τὰ δύο. Εἶναι ἁπλῶς μία εἴδησις· μία μικρὰ δημοσιογραφικὴ εἴδησις.

«῾Οδὸς Καλλιδρομίου, ἀριθμὸς 72. Χειρόγραφα τοῦ ᾿Αλεξάνδρου Παπα­δια­μάντη ἀνεσύρθησαν, ὑπὸ ἐμπείρου παλαιοθῆρος, ἐκ παρακειμένου κάδου ἀπορ­ριμμάτων!»

Αὐτὴ εἶναι ἡ εἴδησις. Λακωνική, στεγνή, ἀλλὰ καὶ εὔγλωττος...

῾Ο κὺρ ᾿Αλέξανδρος δὲν δείχνει νὰ ἄλλαξε συνήθειες... Πάντοτε ἀπέφευγε τοὺς δρόμους τοὺς πολυτελεῖς, τοὺς «εὐμαρεῖς». Πάντοτε ἐσυγχρωτίζετο μετὰ τῶν ἐσχάτων, ἀκραιφνῶς ταπεινὸς ὢν ὁ ἴδιος. Μέσα ἀπὸ τοὺς πτωχικοὺς συνοι­κι­σμούς, ὅπου ἐσύχναζε καὶ διαβιοῦσε, ἐξέπεμπε τοὺς πνευματικούς του ὑπερήχους.

῎Επρεπε νὰ ἀναβῆ τις πολὺ ὑψηλά, γιὰ νὰ διακρίνη ἐκεῖ, στὰ πολὺ χαμηλά, τὸν λαμπυρίζοντα τέττιγα τῆς διαμαρτυρίας· τὸν γνήσιο ἀπόγονο τῶν Κολ­λυ­βά­δων, ποὺ τὰ ἔψελνε ἀόκνως εἰς τὰ πλαδαρὰ σεσηπότα ὦτα, τοῦ φαρισαϊκοῦ πνευματικοῦ κατεστημένου, γιὰ τὴν παράδοσι, γιὰ τὸ «κατὰ τὸ πρέπον ζῆν», γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἀλειτούργητους ἁγίους τῶν ξωκλησιῶν, γιὰ τὴν γλῶσσα, γιὰ τὴν ὀρθοδοξία, γιὰ τὴν πολύπαθον πατρίδα, γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια.

Οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους «γκρίνιαζε» ὁ Παπαδιαμάντης, φεῦ! δὲν ἐξέλιπον· ἀντιθέτως, ἐπληθύνθησαν...

Διῆγεν ἐν πενίᾳ καὶ στενοχωρίᾳ. ᾿Εγεννήθη πτωχός, ἐβίωσε πτωχός, ἐκοιμήθη πτωχός. Δὲν μπόρεσε νὰ τὸ ἀλλάξη αὐτό. Δὲν μπόρεσε νὰ τὸ ἀλλάξη, δὲν ἤθελε; Τίς οἶδε; ῏Ηταν ἡ –εἰς αὐτὸν τὸν βαθμὸν– πτωχεία του, ἐπιλογή του; Ποιός μπορεῖ νὰ ἀποφανθῇ κατηγορηματικῶς ἐπ᾿ αὐτοῦ; Πρωταθλητὴς γὰρ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς σιωπῆς ἦν ὁ ἀείμνηστος.

Τώρα, εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς νέας χιλιετίας, εἰσβάλλει ἐκ νέου εἰς τὸν ἐνεστῶτα ἐφησυχασμόν μας, ἀναδυόμενος ἐκ τῶν ἀπορριμμάτων! Μᾶς κοιτάζει μὲ νόημα καὶ χάνεται πάλι μέσα στὰ ράφια τῶν βιβλιοθηκῶν καὶ πίσω ἀπὸ τὰ καθίσματα τῶν φιλολογικῶν συμποσίων. Ἂς προσέξουμε! Πάντοτε θὰ μᾶς ἐλέγχη, ὡς ἐπι­στάτης παιδίων ἀτακτούντων, ὡς ἄλλο πνεῦμα συνειδήσεως· θὰ μᾶς ἐλέγχη μὲ τὸ «Πηδάλιον» ἀνὰ χεῖρας, νὰ ἰδῆ ἐὰν παραμένουμε πιστοὶ εἰς τὸ πνεῦμα τῆς «Πα­νηγύρεως»...

Τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἐκοιμήθη ὁ «ἁγιάνθρωπος», ὁ μάρτυς αὐτὸς τῆς ἀξιοπρεπείας, εἶναι πολὺ ὀλίγος χρόνος, γιὰ νὰ «χωρέση» εἰς τὴν ζωήν μας μιὰ τέτοια ἀπουσία. Εἶναι ὅμως ἀρκετὸς χρόνος γιὰ συλλογισμό, γιὰ μελέτη τοῦ ἔργου του, γιὰ προσπάθεια «ἀποκρυπτογραφήσεως» τῆς στάσεως ζωῆς του, τοῦ συνολικοῦ μηνύματός του, τῆς ἀθορύβου βιοτῆς καὶ φυγῆς του ἀπὸ τὸν μάταιον ἐτοῦτον κόσμον.

῞Ομως, τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη; Μποροῦμε νὰ τὴν πιοῦμε τὴν θάλασσα; ῎Οχι, ἀσφαλῶς! ᾿Η θάλασσα εἶναι γιὰ νὰ τὴν ταξιδεύουμε, γιὰ νὰ τὴν μελετᾶμε, καὶ νὰ κατανοοῦμε, κατὰ τὸ δυνατόν, τὸ μεγαλεῖο της...

Στὶς μέρες μας, συχνὰ τιμοῦμε τὴν μνήμη του μὲ ποικίλες ἐκδηλώσεις. Τιμοῦμε τὸ ἔργο του, τὴν προσφορά του. ᾿Ενίοτε ὅμως τὸ κάνουμε αὐτὸ ὁμιλοῦντες μὲ λέξεις, μὲ φράσεις πεπαλαιωμένας· γυμνὰς ἀπὸ τὴν ἀρχικήν των αἴγλην. ῞Ομως αἱ λέξεις τοῦ Παπαδιαμάντη, ἄρτι ἐξορυχθεῖσαι ἐκ τῶν ἀπορριμμάτων, «χειρο­νομοῦν» ἐντόνως!

Μὰ καλὰ δὲν βλέπετε; Δὲν ἀκοῦτε;

᾿Εταπεινώθη τόσο! ᾿Εκυρτώθη τὸ βλέμμα του καὶ τὸ σῶμα του. Πνευματικὸς τροφὸς γενεῶν καὶ γενεῶν, τελαμὼν πατροπαραδότων ἀξιῶν, δὲν ὕψωνε τὸ βλέμ­μα του νὰ κοιτάξη ἄνθρωπον... Τάπης ἀκριβός, μὰ καὶ τραγικός, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐξυφάνθη ἡ ἐνηλικίωσίς μας, ὑπέφερε «ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας». Ὅλοι τὸν ἔβλε­παν νὰ ὑποφέρῃ. Τὸν ἔβλεπαν;

Τὸ ἐρώτημα ποὺ γεννᾶται εἶναι, πῶς δὲν μπόρεσε ὁ κοινωνικὸς καὶ πνευ­μα­τικός(;) περίγυρος τῆς ἐποχῆς του, νὰ βοηθήση ΔΡΑΣΤΙΚΑ τὸν κὺρ ᾿Αλέξανδρο νὰ μὴ βασανίζεται; Δὲν μιλᾶμε γιὰ ἐλεημοσύνες ἐδῶ. Μιλᾶμε γιὰ ΔΙΑΣΩΣΙΝ!

Πῶς μποροῦσαν οἱ σύγχρονοί του νὰ βλέπουν ἕναν ἄνθρωπον τῶν γραμμάτων, ἕναν ἄνθρωπον πεποικιλμένον Χάριτος καὶ ἀρετῶν, νὰ περιφέρεται ἀβοήθητος, «ἐν ἐρημίαις καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς...»

῏Ην «ἄξιος ὁ κόσμος» ἑνὸς Παπαδιαμάντη; ῎Οχι! Δὲν ἔλαβε ὁ Παπαδιαμάντης, ἐκ τῶν συγχρόνων του, ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἄξιζαν.

Εἶπαν, δὲν διεκδίκησε. ῎Ισως... Εἶπαν, ἡ ἐκ μέρους του ἀδιαφορία γιὰ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, τὴν δόξα, τὸν πλοῦτο. ῎Ισως... Εἶπαν..., εἶπαν..., εἶπαν...

Εἶπαν ὅμως, ὁ φθόνος τῶν ὁμοτέχνων του; Εἶπαν, τὸ «κακὸ μάτι» τῶν ἀδαῶν, τῶν ἡμιμαθῶν, τῶν φελλῶν; Εἶπαν, τὸ μῖσος τῶν ἀθέων; Εἶπαν, τὸ «σύμπλεγμα κατωτερότητος» τῶν δῆθεν μορφωμένων τοῦ σαλονιοῦ, τῶν εὐσεβοφληναφούντων ἀγραμμάτων; Εἶπαν;... εἶπαν;... εἶπαν;...

Τὸν ἄφησαν νὰ πεθάνῃ πτωχὸς καὶ ἀβοήθητος! Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία. ῾Η ἀγάπη τῶν εὐσεβῶν πτωχῶν χωρικῶν καὶ ἄλλων ταπεινῶν συνανθρώπων του ἀλλὰ καὶ ἡ διακριτικὴ ἀρωγὴ τῶν ὀλιγοστῶν φίλων του δὲν ἦτο ἀρκετή. Οἱ πάντες γνώριζαν τὴν ἀξίαν του – καὶ ὁ ἴδιος τὴν γνώριζε... ᾿Εὰν ὅμως ἐκεῖνος, ἐκ ταπεινοφροσύνης, δὲν κοιτοῦσε ἀκόμη καὶ τοὺς ἀχρήστους εἰς τὰ μάτια, καὶ ἐκεῖνοι δὲν τὸν κοι­τοῦ­σαν, διὰ νὰ μὴν καοῦν ἀπὸ τὸ φῶς... ῎Ετσι, τοὺς βόλευε ἡ μόνωσις καὶ ἡ ἀσκη­τι­κό­της τοῦ ἀνδρός, γιὰ νὰ μὴν τὸν συναντοῦν συχνὰ καὶ ἔρχονται εἰς ἀμηχανίαν...

Εἶπαν, ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἔνιωθε ἀμηχανίαν εἰς τὰς συναναστροφάς. ῾Απλῶς ᾐσθάνετο ἄβολα ὁ ἄνθρωπος, διότι δὲν εἶχε τίποτα κοινὸν μὲ αὐτούς. Οἱ «ἄλλοι» ἔνιωθαν ἀμηχανίαν ἐκ τῆς αὐθεντικότητός του!

Λοιπόν, ναί! Γνώριζαν τὴν ἀξίαν του. Τὴν γνώριζαν πολὺ καλά, καὶ τὴν ἔ­τρεμαν – «φρίττει γὰρ καὶ τρέμει, μὴ φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τὴν δύναμιν...» Ποῦ νὰ κοιτάξουν στὰ μάτια ἕναν ἄνθρωπον ποὺ δὲν «παζαρεύει» ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἡ ἰδική των ἀγοραία νοοτροπία εἶχεν ἤδη ἐκποιήσει; ῎Ετσι, τοῦ «ἔκλειναν τὸ στό­μα», τοῦ «ἔσπαγαν τὴν πέννα», ἐμμέσως –πλὴν ὅμως δραστικά– ἀφήνοντάς τον ἀπομεμακρυσμένον, ἤγουν ἀκίνδυνον, ἐκεῖ, ἐν τοῖς ἐρημικοῖς...

῾Οποῖος φόβος καὶ τρόμος, ἐὰν ηὔξανε ἡ ἔντασις τῆς φωνῆς τοῦ Παπα­διαμάντη! ὁποία συμφορὰ τῶν γραικύλων, καὶ τῶν πάσης φύσεως μεταπρατῶν τῶν ῾Ιερῶν, τῶν ῾Οσίων καὶ τῶν ᾿Αξιῶν.

Εἶναι φαινόμενα ποὺ ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν, καὶ θὰ ὑπάρχουν. ᾿Εκεῖνος ποτὲ δὲν ἐγόγγυσε. ᾿Αντιθέτως, πάντα εὐχαριστοῦσε, ἐδόξαζε, καὶ ὕμνει τὸν Θεόν! Γιὰ ὅσα εἶχε, καὶ γιὰ ὅσα δὲν εἶχε... Καὶ «οὐχ ἥψατο αὐτὸν τὸ καθόλου τὸ πῦρ, οὐδὲ ἐλύπησεν οὐδὲ παρηνώχλησεν αὐτόν...»

᾿Εκεῖνος, μὲ τὶς φθαρμένες τζέπες τοῦ ἐπενδύτου του, γεμᾶτες ψίχουλα ἀπὸ ᾿Αντίδωρα, μικρὰ χιλιοξυσμένα μολυβάκια, καὶ ὄνειρα..., ὄνειρα...., ὄνειρα..., για ξωκλήσια, γιὰ ᾿Αγρυπνίες, γιὰ μιὰ ἄλλη στρατευομένη ᾿Εκκλησία, γιὰ μία ζωὴ λιβανισμένη..., μὲ σπάγγους ἀντὶ ζώνης καὶ κορδονίων ὑποδημάτων, μὲ τὸ σεπτὸ ὄνομά του στὰ λιγδιασμένα κατάστιχα ὀφειλετῶν παντοπωλείων, μὲ τὰ ἐσκλη­ρη­μένα χέρια του, μὲ τὶς τζέπες του..., μὲ τὰ ὄνειρά του..., μὲ τὰ χέρια του..., δὲν περιφέρεται ἁπλῶς, ἀλλὰ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ἀνάμεσά μας, εὐωδιάζων ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς ἐντίμου πτωχείας.

Παννύχιος ὀρθοστάτης, εὐθυτενὴς καὶ ἀγέρωχος Πανηγυριστής, ἐνσαρκώνει τὸν «ἄλλον»... ᾿Εκεῖνον ποὺ μένει πίσω διακριτικά, σεμνά, ταπεινά, γιὰ νὰ βγῆ μπροστὰ –νὰ δικαιωθῆ– ὁ ἑκάστοτε Βαραββᾶς!

Τί παράξενο πρᾶγμα, ἀλήθεια, νὰ προτιμοῦν οἱ κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων, τοὺς Βαραββᾶδες... νὰ τοὺς ἐπιβραβεύουν· νὰ τοὺς δικαιώνουν· νὰ τοὺς σώζουν. ῞Οσο γιὰ τοὺς «ἄλλους», τοὺς ὄντως ἀξίους, τοὺς δικαίους, ἀλλὰ ταπεινὰ φρονοῦντας... στὴν ἄκρη, στὸ περιθώριο, στὴν ἀπαξίωση.

Πότε, ἐπιτέλους, θὰ καταξιοῦνται οἱ ὄντως ἄξιοι, ἐν τῷ ἑκάστοτε ἐνεστῶτι χρόνῳ, ἀντὶ τῶν Βαραββάδων; Πότε θὰ ἰαθῆ τὸ ὀχληρὸν αὐτὸ σύνδρομον; Οὐδεὶς γνωρίζει τὸ «ἐάν», οὐδεὶς γνωρίζει τὸ «πότε». ῞Εως τότε ὅμως, δεῦτε συνέλληνες, ἐγκύψωμεν τοῖς ἀπορρίμμασιν...

 

Ι.Κ.Γ.

 

 

Συμβολὴ 1 (2003)