῾Η βάσις τοῦ σύγχρονου τυπικοῦ
Διονυσίου Ἀνατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,
πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας
symbole@mail.com
῞Οσο κι ἂν φαίνεται δύσκολο νὰ τὸ πιστέψῃ κανείς, σήμερα ἕνας πολὺ μεγάλος ἀριθμὸς ψαλτῶν καὶ κληρικῶν ἀγνοοῦν ποιό ἀκριβῶς εἶναι τὸ τυπικὸ ποὺ ἀκολουθοῦμε καθημερινὰ στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες. Ξέρουν ὅτι ὑπάρχει ἕνα τυπικό, ἀλλὰ ἔχουν γι᾿ αὐτὸ πολὺ συγκεχυμένη ἀντίληψι. Ἄλλοι νομίζουν ὅτι ἡ βάσι εἶναι τὸ μοναστηριακὸ τυπικό, ἄλλοι ἀναρωτιοῦνται ἂν ἀκολουθοῦμε τὸ «ᾀσματικὸ τυπικὸ» τῆς ἀρχαίας ἐκκλησίας, ἄλλοι δὲν ξέρουν ποῦ βρίσκεται τέλος πάντων αὐτὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ τυπικό, καὶ τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα εἶναι ὅτι οἱ περισσότεροι γίνονται ψάλτες ἢ ἀκόμη καὶ κληρικοὶ ἀγνοῶντας βασικώτατες καὶ ἄκρως ἀπαραίτητες διατάξεις τοῦ ἐπισήμου τυπικοῦ. Γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ ἀποροῦν σχετικὰ μὲ τὸ ποιό εἶναι τὸ ἰσχῦον τυπικὸ ἢ ποιά εἶναι ἡ σωστὴ ἑρμηνεία του, ἐνῷ ἄλλοι πιστεύουν ὅτι τὰ πράγματα δὲν εἶναι ξεκάθαρα καὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν πολλὲς ἑρμηνεῖες καὶ πολλὲς ἀπόψεις. Μάλιστα πολλοὶ δὲν γνωρίζουν κὰν ὅτι ὑπάρχει ἐπίσημο τυπικό, λὲς καὶ ἡ λατρεία τῆς ἐκκλησίας δὲν ἔχει μία παράδοσι καὶ μία ἐξελικτικὴ πορεία διαρκείας 2000 ἐτῶν, καὶ γενικὰ συμπεριφέρονται σὰν νὰ εἶναι ἡ λατρεία κάποια κανούργια συνήθεια τῶν τελευταίων χρόνων, ὁπότε νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ κάνουν ὅ,τι τοῦ σφυρίξῃ τοῦ καθενὸς ἢ ὅ,τι στραβὸ καὶ ἀστήρικτο καὶ ἄκυρο ἔχει μάθει ὁ καθένας στὴν ἐνορία του ἢ στὸ χωριό του, τὰ ὁποῖα στὴν συνείδησί τους τὰ ἔχουν ἐπενδύσει μὲ ἰσχὺ οἰκουμενικῆς συνόδου!
Τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τῆς ὀρθοδόξου λατρείας ποὺ ἰσχύει μέχρι σήμερα εἶναι τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας (ἐφεξῆς Τ.Μ.Ε.), τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ 1888 ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸν τυπογραφεῖον στὴν Κωνσταντινούπολι, καὶ ἀπὸ τότε ἐπανεκδίδεται τακτικὰ στὴν ῾Ελλάδα. Τὸ κείμενό του τὸ εἶχε ἐπιμελῶς ἑτοιμάσει διορθώσει καὶ συμπληρώσει ὁ τότε πρωτοψάλτης τοῦ πατριαρχείου Γεώργιος Βιολάκης, ὁ ὁποῖος ἀναμφιβόλως εἶναι ὁ κύριος συντάκτης, διασκευαστὴς καὶ διαμορφωτὴς τῆς τελικῆς του μορφῆς, καὶ ὁ ὁποῖος γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ συνεργάστηκε σὲ διάστημα 8 ἐτῶν μὲ δύο ἐπιτροπὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῷ βασίστηκε φυσικὰ στὴν προγενέστερη λειτουργικὴ παράδοσι τῆς ᾿Εκκλησίας.
Κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα ἐκδόθηκαν 3 ἔντυπα τυπικὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ 1838, τὸ 1851 καὶ τὸ 1888. Τὰ δύο πρῶτα συντάχτηκαν ἀπὸ τὸν πρωτοψάλτη Κωνσταντῖνο (Βυζάντιο) καὶ τὸ τελευταῖο, ὅπως ἀνέφερα ἤδη, ἀπὸ τὸν Γεώργιο Βιολάκη. Τὸ κάθε ἑπόμενο ἐκδόθηκε ὡς διόρθωσι, συμπλήρωσι καὶ βελτίωσι τοῦ προηγουμένου του, περίπου σὰν τρεῖς ἀναθεωρημένες ἐκδόσεις ἑνὸς συγγράμματος, ἂν καὶ πρόκειται κάθε φορὰ γιὰ νέο ἔργο, ἔστω κι ἂν βασίζεται στὸ προηγούμενο. Εἶναι αὐτονόητο ἑπομένως ὅτι κάθε νέα ἔκδοσι ὑπερισχύει τῆς προηγουμένης, καὶ ἑπομένως δὲν τίθεται θέμα ἐπιλογῆς· δηλαδὴ σήμερα δὲν ἀκολουθοῦμε τὰ δύο παλαιότερα τυπικὰ τοῦ Κωνσταντίνου Βυζαντίου.
Μάλιστα ἡ τελευταία ἔκδοσι τοῦ Τ.Μ.Ε., ποὺ συνετάγη ἀπὸ τὸν πρωτοψάλτη Γ. Βιολάκη, εἶναι τὸ ἐπίσημο τυπικὸ ὄχι μόνον γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλὲς ἄλλες ἐκκλησίες ὅπως ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Ιεροσολύμων, Κύπρου, ῾Ελλάδος, ᾿Αλβανίας, τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου στὶς Καρυὲς τοῦ ῾Αγίου Ὄρους, τῆς ἱερᾶς μονῆς Σινὰ κλπ.. ῾Επομένως τὸ μέχρι σήμερα ἐπίσημο Τυπικὸ τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος εἶναι τὸ Τυπικὸν Βιολάκη, καὶ σ᾿ αὐτὸ κυρίως βασίζεται τὸ ἐτήσιο Κανονάριον (τυπικὸ) ποὺ ἐκδίδεται στὰ Δίπτυχα. Αὐτὸ τὸ ἔχει διακηρύξει πολλὲς φορὲς ἡ ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος μὲ τρόπο σαφῆ καὶ ἐπίσημο.
᾿Απὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀοίδιμος ᾿Εμμανουὴλ Φαρλέκας ἐξέδιδε τὸ «᾿Εγκόλπιον ᾿Εκκλησιαστικὸν ῾Ημερολόγιον» (1924-1953) καὶ συνέτασσε τὸ σύντομο τυπικὸ κάθε ἔτους, ὡς βάσι του εἶχε τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ἴδιος μάλιστα ὁ Φαρλέκας χαρακτήριζε τὴν ἔκδοσί του ὡς «οἱονεὶ ἐπιτομὴν τῶν διατάξεων τοῦ Μεγάλου Τυπικοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας».
᾿Απὸ τὸ 1954 ἡ ἔκδοσις τοῦ ᾿Ε. Φαρλέκα γίνεται πλέον τὸ ἐπίσημο «῾Ημερολόγιον» (καὶ ἀργότερα «Δίπτυχα») τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. Σὲ κάθε εὐκαιρία ἡ ῾Ι. Σύνοδος φροντίζει νὰ ἐπισημαίνῃ ὅτι τὸ Τ.Μ.Ε. εἶναι τὸ ἐπίσημο τυπικό της καὶ ὅτι τὸ τυπικολογικὸ μέρος τοῦ ῾Ημερολογίου/Διπτύχων στηρίζεται πάντοτε στὸ Τ.Μ.Ε.. Ἔτσι ἡ συνοδικὴ ἐγκύκλιος 879/27-8-1956 ῥητῶς ἀναφέρει ὅτι «σήμερον ἡ ἁγιωτάτη ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος ἔχει ἐν χρήσει τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας (Γεωργίου Βιολάκη)..., ὡς καὶ αἱ λοιπαὶ ἐπὶ μέρους Πατριαρχικαὶ καὶ Αὐτοκέφαλοι ᾿Εκκλησίαι». Στὸ ῾Ημερολόγιον τοῦ 1960 ἡ ἁρμόδια συνοδικὴ ἐπιτροπὴ διευκρινίζει ὅτι «σκοπὸς τῆς ἐκδόσεως τοῦ ῾Ημερολογίου, ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ τυπικολογικὸν μέρος αὐτοῦ, εἶναι οὐχὶ βεβαίως ἡ ἀχρήστευσις ἢ ἡ κατάργησις τοῦ Τ.Μ.Ε., ...ἀλλὰ ἡ πιστὴ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ, ἡ ἀναπλήρωσις ἐλλειπουσῶν ἐν τῷ Τυπικῷ διατάξεων λόγῳ τῆς διαρρυθμίσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, καὶ ἡ εἰς αὐτὰς προσαρμογὴ τοῦ Κυριακοδρομίου καὶ Πασχαλίου».
Τὸ 2006 ἡ «᾿Αποστολικὴ Διακονία» τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἐξέδωσε τὸ «Σύστημα Τυπικοῦ», μία μνημειώδη ἐργασία τοῦ μακαριστοῦ ἱερέως Κων/νου Παπαγιάννη, τὸ ὁποῖο «ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἐπίσημον τυπικὸν τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἢ ἄλλης τινός», ὅπως πληροφορούμαστε στὴν σ. 18 τοῦ βιβλίου, ἐνῷ καὶ στὴν σ. 8 διευκρινίζεται ῥητῶς ὅτι «τὸ ἔργον τοῦτο, καρπὸς μακρᾶς πείρας καὶ πολυετοῦς ἐργασίας, οὐδόλως ἀποσκοπεῖ εἰς τὴν κατάργησιν τοῦ ἰσχύοντος Τυπικοῦ τῆς Μεγ. τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖον ἔχει θέσει ὡς κυρίαν βάσιν καὶ πηγὴν ὁ συντάκτης, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὴν βελτίωσιν καὶ συμπλήρωσιν αὐτοῦ».
Βλέπουμε ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τονίζει ὅτι τὸ Τ.Μ.Ε. εἶναι τὸ ἐπίσημο τυπικό της, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μὲ πολὺ διάκρισι ἀναγνωρίζει ὅτι στὰ περιεχόμενά του ὑπάρχουν ἐλλείψεις καὶ ἀτέλειες καὶ ὅτι ἑπομένως θὰ πρέπει κάθε διάταξις τοῦ Τ.Μ.Ε. νὰ ἑρμηνεύεται μὲ προσοχὴ καὶ νὰ περνᾷ τὴν βάσανο τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἐλέγχου. Αὐτὸ συμβαίνει, διότι τὸν 19ο αἰῶνα κατὰ τὸν ὁποῖο συντάχτηκε τὸ Τ.Μ.Ε. οὔτε ἡ ἔρευνα τῶν λειτουργικῶν πηγῶν εἶχε ἀναπτυχθῆ τόσο ὅσο ἀργότερα οὔτε ἡ λειτουργικὴ πρᾶξις τῆς ᾿Εκκλησίας εἶχε μείνει ἀλώβητη ἀπὸ τὶς μακραίωνες περιπέτειες τοῦ γένους (ἀραβοκρατία, φραγγοκρατία, τουρκοκρατία).
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος ἐτήσιο τυπικὸ βοήθημα σήμερα ἐκδίδουν τόσο τὸ ἴδιο τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο ὅσο καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τῆς Κύπρου, ἡ ἱ. Μονὴ Σινά, κατὰ καιροὺς δὲ καὶ ὡρισμένοι ἰδιῶτες. ῞Οσα ἀναφέρθηκαν προηγουμένως γιὰ τὸ Τ.Μ.Ε. ὡς βάσιν τοῦ ἐτησίου τυπικοῦ ἰσχύουν καὶ ἐδῶ. Κάθε χρόνο στὶς δεκάδες ὑποσημειώσεις τῆς ᾿Επετηρίδος τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου γίνονται συχνὰ παραπομπὲς στὸ Τ.Μ.Ε. τοῦ 1888. Στὶς «Τυπικὲς Διατάξεις» τῆς ᾿Εκκλησίας Κύπρου ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες ἐκδόσεις δηλώνεται ὅτι συντάσσονται «κατὰ τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας». ῾Επομένως ἡ ἔκδοσις τοῦ 1888 συνεχίζει νὰ εἶναι τὸ ἰσχῦον Τυπικὸν τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ παραμένει σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ κριτήριο κάθε ἄλλης τυπικολογικῆς μελέτης ἢ βοηθήματος.
Τὸ θέμα βεβαίως δὲν ἐξαντλεῖται στὴν παροῦσα σύντομη ἀναφορά, καὶ θὰ ἐπανέλθουμε σὲ ἑπόμενη εὐκαιρία.
«Στῦλος ᾿Ορθοδοξίας», φύλλο μαΐου, ἀρ. 189, 10/6/2017