3. Τυπικόν Θέματα τυπικοῦ (ἐρωταποκρίσεις, ἄρθρα, μελέτες) Σπάνιες περιπτώσεις τοῦ Εὐαγγελισμοῦ

 

Σπάνιες περιπτώσεις τοῦ Εὐαγγελισμοῦ

 

 

Διονυσίου Ἀνατολικιώτου

δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,

πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας

symbole@mail.com

 

 

Σὲ προηγούμενο ἄρθρο εἴδαμε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸ ἰσχῦον καὶ ἐπί­σημο Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας (Τ.Μ.Ε.) ἢ καὶ Τυπικὸν Βιολάκη λεγόμενον, στὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τελεῖται πάντοτε ἡ λει­τουργία τοῦ Χρυσοστόμου, ὁποιαδήποτε ἡμέρα κι ἂν τύχῃ, εἴτε κα­θημερινὴ εἴτε Κυριακὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς εἴτε καὶ ἐντὸς τῆς Μεγά­λης ῾Εβδομάδος. Εἴδαμε ἐπίσης ὅτι ὑπάρχουν ἰσχυρὲς ἐνδείξεις ὅτι στοὺς τελευταίους 5 περίπου αἰῶνες ἔχει ἐπικρατήσει ἡ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου ἀκόμη καὶ γιὰ ἡμέρες ποὺ παλαιότερα ἐτελεῖτο ἡ λει­τουργία τοῦ Μ. Βασιλείου (Κυριακὲς τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καὶ Μ. Πέμπτη). Ἂς δοῦμε λίγα ἀκόμη συμπληρωματικὰ στοιχεῖα.

Τὸ Τυπικὸν τοῦ Γεωργίου ῾Ρήγα (σελ. 569 καὶ 571) ἐπίσης προ­βλέπει τὴν λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, ἂν ἡ ἑορτὴ τύχῃ σὲ Κυρια­κὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς· καὶ μόνο ἂν τύχῃ τὴν Μ. Πέμπτη ἢ τὸ Μ. Σάβ­βατο, προβλέπει τὴν λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Τὸ Τυπικὸν τοῦ ῾Ρή­γα εἶναι βέβαια μοναστηριακὸ καὶ οὐσιαστικὰ εἶναι ἀνάπτυξι καὶ ἐ­φαρμογὴ τοῦ ἀρχαιοτέρου Τυπικοῦ τοῦ ῾Αγ. Σάββα (Τ.Α.Σ.). Ἔχει λοι­πὸν ἰδιαίτερη ἀξία ὅτι τὶς διατάξεις τοῦ ἐντύπου Τ.Α.Σ. γιὰ τὸν Εὐαγ­γελισμὸ σὲ Κυριακὴ τὶς ἑρμηνεύει ὅτι ἐννοοῦν τὴν λειτουργία τοῦ Χρυ­σοστόμου.

᾿Επίσης σὲ ὅλα τὰ ἐτήσια τυπικὰ βοηθήματα τοῦ 20οῦ αἰῶνος προβλέπεται σταθερὰ ἡ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου (᾿Εγκόλπιον ᾿Εμ. Φαρλέκα, Τάξις Γ. Μπεκατώρου, ῾Ημερολόγιον ᾿Εκκλ. ῾Ελλάδος ᾿Α. Βαλληνδρᾶ, ᾿Επετηρὶς Οἰκ. Πατριαρχείου, κλπ.). ᾿Ακόμη καὶ στὰ ῾Αγιο­ρειτικὰ τυπικὰ ἔχει ἐπικρατήσει ἡ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου μὲ μό­νη ἐξαίρεσι τὸ χειρόγραφο Τυπικὸ τῆς Διονυσίου. ᾿Αλλὰ ἡ ἐξαίρεσι ἐπι­βεβαιώνει τὸν κανόνα, καὶ ὠφελεῖ ὅταν παραμένῃ ἐξαίρεσι, ὄχι ὅταν ἡ ἴδια γίνεται κανόνας. Καὶ ἐπιπλέον, ὅπως ἔχω ξαναπεῖ, δὲν πρέπει νὰ γίνεται σύγχυσι ἐνοριακῶν καὶ μοναστηριακῶν διατάξεων.

῾Επομένως εἶναι ἐντελῶς ἄκαιρος ὁ προβληματισμὸς ὡρισμένων με­λετητῶν ἢ ἀκόμη καὶ λειτουργῶν· «Γιατί νὰ μὴ γίνεται ἡ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅταν ἡ γιορτὴ τύχῃ σὲ Κυριακὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς;» Διότι πάντοτε κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τελεῖται ἡ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, τοὐλάχιστον στὶς ἑλληνόφωνες ὀρθόδοξες ἐκκλη­σίες. Πότε στὴν ῾Ελλάδα ἢ στὸ κλῖμα τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου μέσα στὸν 20ὸ αἰῶνα ὡρίστηκε λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου ἀνήμερα τοῦ Εὐαγ­γελισμοῦ; Ποτέ. Γι᾿ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ περὶ τοῦ ἀντιθέτου πρόβλεψι στὸ περισπούδαστο «Σύστημα Τυπικοῦ» εἶναι ἄσκοπη καὶ βασίστηκε ὄχι σὲ πραγματικὴ ζῶσα λειτουργικὴ παράδοσι, ἀλλὰ σὲ θεωρητικὴ προσέγγισι τῆς λατρείας μὲ μία ὄχι καὶ τόσο ῥεαλιστικὴ διάθεσι ἀναβι­ώσεως τῆς ἀρχαίας πράξεως, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο ὑπὸ ἐντελῶς διαφορετι­κὲς συνθῆκες, ποὺ δὲν μᾶς εἶναι πλήρως γνωστές (π.χ. στὶς 25 Μαρτίου ἐν καθημερινῇ γινόταν ἑσπερινὴ λειτουργία! ἢ ἀκόμη καὶ προηγιασμένη! καὶ κατάλυσι τῆς νηστείας πρὸς τὸ βράδυ).

᾿Επειδὴ πιὸ πάνω ἔγινε ἀναφορὰ σὲ περιπτώσεις νὰ τύχῃ ὁ Εὐαγγε­λισμὸς ἀκόμη καὶ μέσα στὴν Μ. ῾Εβδομάδα, ἂς διευκρινίσουμε ὅτι αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβῇ μόνο κατὰ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο (π.ἡ.). Συγκεκριμέ­να μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο (ν.ἡ.) ὁ Εὐαγγελισμὸς τυχαίνει ἀπὸ τὴν Παρα­σκευὴ τῆς 1ης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν μέχρι τὴν Πέμπτη τῆς 6ης ἑβδο­μάδος (Πάσχα 4 ἀπριλίου - 8 μαΐου), ἐνῷ μὲ τὸ π.ἡ. τυχαίνει ἀπὸ τὴν Πέμπτη τῆς 3ης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν μέχρι τὴν Τετάρτη διακαινησί­μου (Πάσχα 22 μαρτίου - 25 ἀπριλίου). Ἔτσι κατὰ τὸ π.ἡ. εἶναι δυνα­τὸν ὁ Εὐαγγελισμὸς νὰ τύχῃ ἀκόμη καὶ Μ. Πέμπτη ἢ Μ. Σάββατον, εἶ­ναι δὲ ἡ μοναδικὴ ἑορτὴ τοῦ ἀκινήτου ἑορτολογίου ποὺ συμψάλλε­ται μὲ ἡμέρα τῆς Μ. ῾Εβδομάδος ἢ καὶ ἀνήμερα τὸ Πάσχα. Διότι δὲν εἶναι ἁπλὴ θεομητορικὴ ἑορτὴ ἀλλὰ καὶ δεσποτική, ἀφοῦ μόνο μία δεσποτικὴ ἑορτὴ θὰ ἐπιτρεπόταν νὰ συμψαλῇ μὲ ἄλλες δεσπο­τικές (Μ. ῾Εβδομάδα καὶ Πάσχα).

Κατὰ σύμπτωσιν ἐφέτος 2018 μὲ τὸ π.ἡ. ὁ Εὐαγγελισμὸς τυχαίνει τὸ Μ. Σάββατο, διότι ὅποτε τὸ π.ἡ. δείχνει 25 μαρτίου, μὲ τὸ ν.ἡ. ἔχου­με 7 ἀπριλίου. Πρόκειται γιὰ σπάνια περίπτωσι, ἡ ὁποία τυχαίνει τὸ πολὺ 2-3 φορὲς μέσα σὲ ἕναν αἰῶνα. Ἴδια περίπτωσι θὰ ξαναέχουμε τὸ 2029 –μὲ τὸ π.ἡ. πάντοτε– καὶ μετὰ θὰ ξανατύχῃ τὸ 2102! (ὕστερα ἀπὸ 73 χρόνια δηλαδή).

Τὸ ἐπίσημο Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας ἐξεδόθη τὸ 1888, δηλαδὴ εἶναι γραμμένο μὲ τὸ π.ἡ., ὅπως καὶ ὅλα τὰ παλαιὰ ἐκκλη­σιαστικὰ καὶ μοναστηριακὰ τυπικά, ἀκόμη καὶ αὐτὸ τοῦ ῾Ρήγα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Τ.Μ.Ε. ἔχει λεπτομερεῖς διατάξεις γιὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἂν τύχῃ τὴν Μ. ῾Εβδομάδα ἢ τὸ Πάσχα. Οἱ προβλέψεις αὐτὲς τοῦ Τ.Μ.Ε. ἔχουν ἰσχὺ καὶ ἐφαρμογὴ σὲ ὅσες ἑλληνόφωνες ἐκκλησίες συνεχίζουν νὰ ἀκολουθοῦν καὶ σήμερα τὸ π.ἡ., ὅπως τὰ ᾿Ιεροσόλυμα, τὸ Σινὰ κ.λπ., ἐν μέρει δὲ καὶ σὲ σλαβόφωνες κοινότητες τῶν Βαλκανίων.

῾Ορίζει συγκεκριμένα τὸ Τ.Μ.Ε. ὅτι ἂν ἡ ἑορτὴ τύχῃ ἀπὸ Μ. Δευτέρα μέχρι Μ. Τετάρτη, καταλιμπάνεται ἡ ἀκολουθία τῆς ἡμέρας καὶ ψάλλε­ται ἡ ἀκολουθία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὲ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου. Ἂν τύχῃ τὴν Μ. Πέμπτη, συμψάλλονται οἱ ἀκολουθίες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς ἑορτῆς μὲ λειτουργία ἐπίσης τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ ἂν τύχῃ Μ. Παρασκευὴ ἢ Μ. Σάββατο (ὅπως ἐφέτος π.ἡ.), τότε τὸ Τ.Μ.Ε. προ­βλέπει στὶς ἐκκλησίες τῶν πόλεων καὶ τῶν χωριῶν ἡ γιορτὴ νὰ με­τατίθεται καὶ νὰ συμψάλλεται ἀνήμερα τὸ Πάσχα, ἐνῷ στὶς μονὲς νὰ τηροῦν τὰ ἀρχαῖα τυπικά τους.

Τὰ μοναστηριακὰ τυπικὰ τώρα, ἂν ὁ Εὐαγγελισμὸς τύχῃ ἀπὸ Μ. Δευτέρα ἕως Μ. Πέμπτη, σχεδὸν ταυτίζονται μὲ τὸ Τ.Μ.Ε.· ἂν ὅμως τύ­χῃ Μ. Παρασκευὴ ἢ Μ. Σάββατο, δὲν μεταθέτουν τὴν ἑορτή, ἀλλὰ ὁρί­ζουν νὰ συμψάλλεται μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας (ὅπως γίνεται καὶ τὴν Μ. Πέμπτη). ῞Ολα τὰ μοναστηριακὰ τυπικὰ προβλέπουν νὰ τελῆται λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, ἂν τύχῃ ὁ Εὐαγγελισμὸς τὴν Μ. Παρα­σκευή· ἐνῷ ἂν τύχῃ Μ. Πέμπτη ἢ Μ. Σάββατο τὰ περισσότερα ὁρίζουν πάλι τὴν λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ λίγα μόνον ὁρίζουν τὴν τοῦ Μ. Βασιλείου.

Τὸ ἐντυπωσιακὸ ἐδῶ εἶναι ὅτι, ἂν τύχῃ ἡ ἑορτὴ τὴν Μ. Παρα­σκευὴ ἢ τὸ Μ. Σάββατο, τὸ ἐπίσημο Τ.Μ.Ε. προβλέπει διπλὸ τυπι­κό· ἄλλο γιὰ τὶς ἐνορίες καὶ ἄλλο γιὰ τὶς μονές! Στὶς ἐνορίες ὁ Εὐ­αγγελισμὸς μετατίθεται, στὶς μονὲς μένει ἀμετάθετος! Στὶς ἐνορίες νηστεύουν αὐστηρὰ μέχρι ἀσιτίας, στὶς μονὲς ἔχουν κατάλυσι! (εἴτε οἴνου καὶ ἐλαίου, εἴτε μόνον οἴνου ἄνευ ἐλαίου, ἀνάλογα μὲ τὸ τυπικὸ κάθε μονῆς· ἀλλὰ καὶ στὶς αὐστηρὲς περιπτώσεις, ἂν ἡ μονὴ εἶναι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τότε γίνεται καὶ κατάλυσις ἐλαίου!)

Σπάζει κόκκαλα κυριολεκτικὰ τὸ Τ.Μ.Ε.! Δὲν εἶναι δόγμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἡ ἀπόλυτη μονολιθικὴ καὶ ἄκαμπτη ὁμοιομορφία στὴν λατρεία! ᾿Εὰν χρειαστῇ, ὑπάρχουν καὶ διπλὲς διατάξεις καὶ διπλοὶ ἑορ­τασμοί καὶ διπλὰ τυπικά. Τὸ τυπικὸ ὑπάρχει, γιὰ νὰ ἐξυπηρετῇ τὴν κοινὴ λατρεία τῶν πιστῶν, ὄχι γιὰ νὰ ὑποδουλώνῃ τοὺς ἀνθρώπους στὸ «γράμμα τοῦ νόμου». ῞Οταν τὸ συμφέρον τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ ἑνότης τῆς θεολογίας τὸ ἐπιβάλλουν, ὑπάρχει ὁμοιομορφία· ὅπου ὅμως οἱ λα­τρευτικὲς καὶ ποιμαντικὲς ἀνάγκες τὸ ἀπαιτοῦν, ἐκεῖ ὑπάρχει λειτουρ­γικὴ εὐελιξία. Τὸ τυπικὸ ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ τυπικό. Αὐτὰ βέβαια δὲν τὰ ἀποφασίζει ὁ κάθε ἕνας ἀτομικά, ἀλλὰ ἡ ᾿Εκκλησία συνοδικῶς.

Μὲ ἔκπληξι πάντως πληροφορήθηκα ὅτι διατυπώθηκαν πρόσφατα ὡρισμένες ἀντιρρήσεις (καὶ μάλιστα μὲ ἀνοίκειο τρόπο) ὡς πρὸς τὴν πρόβλεψι τοῦ Τ.Μ.Ε. γιὰ μετάθεσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (κατὰ τὸ π.ἡ.), ἂν συμπέσῃ στὴν Μ. Παρασκευὴ ἢ στὸ Μ. Σάββατο, διότι δῆθεν τότε γιὰ μιὰ ἢ δυὸ μέρες δὲν θὰ εἶναι πλήρεις οἱ 9 μῆνες ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ μέχρι τὰ Χριστούγεννα! ᾿Αλλὰ ὁ Εὐαγγελισμὸς μετατίθεται ὑπὸ προ­ϋποθέσεις, καὶ μάλιστα αὐστηρὰ προσδιωρισμένες, καὶ μετατίθεται ὄχι μονίμως ἀλλὰ προσωρινῶς γιὰ συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικοὺς καὶ ποιμαντικοὺς λόγους.

Αὐτὸ δὲν εἶναι ἄποψι ἑνὸς Κωνσταντίνου ἢ ἑνὸς Γεωργίου, ἀλλὰ εἶ­ναι πρακτικὴ ποὺ ἐφαρμόζεται ἐδῶ καὶ αἰῶνες στὴν ἐκκλησία, καὶ ὡς προϋπάρχουσα πρακτικὴ τὴν κατέγραψε ἁπλῶς, δὲν τὴν καθιέρωσε και­νοτομῶντας, ὄχι κάποιος τυχαῖος, ἀλλὰ ὁ πρωτοψάλτης τοῦ Οἰκουμενι­κοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντῖνος Βυζάντιος, τὴν κατέγραψε δὲ στὸ 1ο πατριαρχικὸ τυπικὸ ποὺ συνέταξε τὸ 1838, καὶ ὅπου ῥητῶς ἀναφέρει ὅτι αὐτὴ ἡ πρακτικὴ εἶχε ἐγκριθῆ συνοδικῶς περισσότερο ἀπὸ ἕναν αἰ­ῶνα πρὸ αὐτοῦ, ἄρα γύρω στὸ 1700, δηλαδὴ στὴν πιὸ σκοτεινὴ καὶ τρα­γικὴ περίοδο τοῦ γένους μεσούσης τῆς τουρκοκρατίας.

᾿Αλλὰ οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, ποὺ νομίζουν ὅτι τὰ ξέρουν ὅλα καὶ μποροῦν νὰ τὰ κρίνουν ὅλα μὲ βάσι τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἄνεσι τοῦ σπιτιοῦ τους στὸν 21ο αἰῶνα, οὔτε ποὺ μποροῦν κἂν νὰ διανοηθοῦν τί πέρασε καὶ τί τράβηξε ἡ ᾿Εκκλησία ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, προκειμένου νὰ διασώσῃ τὴν πίστι της καὶ τὴν λατρεία της καὶ τὴν Βίβλο της καὶ τὴν δι­δασκαλία της. ῾Επομένως ἐπισήμως ἡ ᾿Εκκλησία ἔχει ἀποφασίσει περὶ αὐτοῦ τοῦ θέματος, καὶ ἡ θέσι της ἀναγράφεται στὸ ἐπίσημο λειτουργι­κὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας. ῞Ολα τὰ ὑπόλοιπα ὀφείλονται εἴ­τε σὲ παρερμηνεῖες λόγων καὶ κειμένων εἴτε σὲ ἀστεῖες διαστρεβλώσεις τῶν λειτουργικῶν τύπων καὶ συμβόλων.

᾿Εδῶ δὲν ἔχει σταθερὴ ἡμερομηνία ἡ μεγαλείτερη ἀρχαιότερη καὶ κυριώτερη γιορτὴ τῶν Χριστιανῶν, τὸ ἅγιον Πάσχα, καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν διαμαρτυρήθηκε οὔτε σκέφτηκε νὰ πῇ ὅτι ἀπὸ πάσχα σὲ πάσχα ἄλλοτε ἔχουμε 400 μέρες καὶ ἄλλοτε περίπου 300! ᾿Επίσης ἔχουν μετατεθῆ σὲ ἄλλες ἡμέρες ἀπὸ τὶς ἀρχικές, καὶ μονίμως μάλιστα, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, καὶ ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ δὲ τελευταία μετετράπη καὶ ἀπὸ κινητὴ ἑορτὴ ποὺ ἦταν πρῶτα σὲ ἀκίνητη!

Καὶ σήμερα ἀκόμη ἂν τύχῃ ἡ Καθαρὰ Δευτέρα στὶς 2 φεβρουαρίου (πάσχα 22 μαρτίου π.ἡ.), οἱ ἑλληνόφωνες ἐκκλησίες γιορτάζουν τὴν ῾Υπαπαντὴ ἀμετάθετη καὶ ἀρχίζουν τὴν νηστεία μία ἡμέρα ἀργότερα, ἐνῷ οἱ Σλαυικὲς ἐκκλησίες (῾Ρῶσοι κ.λπ.) μεταθέτουν τὴν ῾Υπαπαντὴ μία ἡμέρα πρίν (στὴν Κυριακὴ τῆς τυρινῆς)· καὶ κανεὶς δὲν σκέφτηκε νὰ τοὺς κατηγορήσῃ καὶ νὰ τοὺς ἀφορίσῃ, ἐπειδὴ μία φορὰ στὰ 90 χρόνια θὰ γιορτάσουν τὸν σαραντισμὸ τοῦ Χριστοῦ στὶς 39 ἡμέρες! Τί ἄλλο θ᾿ ἀκούσουμε στὴν τρελὴ ἐποχή μας!

῞Οσο γιὰ τὸν Εὐαγγελισμό, οἱ μεταθέσεις του μέσα στοὺς αἰῶνες ἦσαν πάρα πολλές, ἀφοῦ κάποτε (τὸν 4ο αἰῶνα) γιορταζόταν λίγες ἡμέ­ρες πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, μετὰ μεταφέρθηκε στὶς 26 δεκεμβρίου (ἀπὸ τὸν 5ο αἰῶνα), καὶ ἀργότερα μετατέθηκε στὶς 25 μαρτίου. ᾿Αλλὰ καὶ τότε, ἂν τύχαινε ἡ ἑορτὴ ἀπὸ Δευτέρα μέχρι Παρασκευὴ τῶν νηστει­ῶν, δὲν γινόταν λειτουργία, ἀλλὰ ΜΕΤΑΘΕΣΙ τῆς ἑορτῆς στὸ Σάββατο. Ἔτσι καθιερώθηκε τὸ Σάββατον τῆς ᾿Ακαθίστου ὑμνῳδίας, ποὺ ἦταν ἀρχικὰ μετάθεσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ κατόπιν ἔμεινε σὰν δευτέ­ρωσι τῆς ἑορτῆς.

Δυστυχῶς σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ σὲ ὅλους τοὺς τόπους ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ νομίζουν ὅτι ἡ προσωπική τους διανοητικὴ ἀ­δυναμία εἶναι τὸ ὕψιστο κριτήριο ὀρθοδοξίας καὶ ἐκκλησιαστικότητος. ῞Ομως τὰ θέματα τοῦ τυπικοῦ, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ζη­τήματα, δὲν κατανοοῦνται οὔτε ἐπιλύονται μὲ προσωπικοὺς στοχα­σμούς, ποὺ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ κάμῃ ὁ καθένας μας στηριζόμενος στὴν ἀμάθειά του ἢ στὴν ἡμιμάθειά του ἢ στὶς ὅποιες πολλὲς ἢ λίγες ἀλλὰ πάντως περιωρισμένες γνώσεις του, καὶ ἀντικαθιστῶντας ἔτσι τὸν θε­σμὸ τῆς ᾿Εκκλησίας μὲ τὸ ἄτομό του. Αὐτὸ εἶναι καθαρὰ μὴ ἐκκλησια­στικὴ ἀντίληψι.

 

 

«᾿Εκκλησιολόγος», φ. 556, 24/3/2018