3. Τυπικόν Θέματα τυπικοῦ (ἐρωταποκρίσεις, ἄρθρα, μελέτες) ῾Η ἔναρξι τῶν ἱ. ἀκολουθιῶν στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου

 

῾Η ἔναρξι τῶν ἱ. ἀκολουθιῶν

στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου

 

 

Διονυσίου Ἀνατολικιώτου

δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,

μουσικολόγου - τυπικολόγου,

πτυχ. κοινωνικῆς θεολογίας

symbole@mail.com

 

 

᾿Απὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μέχρι τὴν Πεντηκοστὴ οἱ ἱ. ἀκολουθίες στὸν ναὸ τελοῦνται μὲ κάποιες διαφορὲς συγκριτικὰ μὲ τὸ ὑπόλοιπο ἔτος. ῞Ενα τέτοιο σημεῖο εἶναι ἡ ἔναρξι τῶν ἀκολουθιῶν, ἡ ὁποία εἶναι πολὺ διαφορετικὴ κατὰ τὴν διακαινήσιμο ἑβδομάδα, ἐνῷ ἀπὸ τὴν Κυρι­ακὴ τοῦ Θωμᾶ τὰ πράγματα ἐπανέρχονται σιγὰ σιγὰ στὴν συνηθισμένη μορφή, ἀλλὰ ὄχι ἀμέσως.

᾿Επειδὴ συχνὰ γίνονται λάθη σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, καὶ ἰδίως σὲ περι­πτώσεις κάποιων ἐκτάκτων ἀκολουθιῶν, θὰ δοῦμε πῶς πρέπει νὰ ἀλλά­ζῃ ἡ ἔναρξι τῶν ἀκολουθιῶν. Πρῶτα ὅμως πρέπει νὰ δοῦμε τὴν συνήθη ἔναρξί τους, διότι ἀκόμη καὶ ἐκεῖ δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐπικρα­τεῖ κάποια σύγχυσι.

 

῾Η συνήθης ἔναρξι τῶν ἱ. ἀκολουθιῶν

 

῞Οπως φαίνεται στὸ Μέγα ῾Ωρολόγιον, στὸ Μέγα Εὐχολόγιον καὶ στὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας (Τυπικὸν Βιολάκη, Κων/πολις 1888), ἡ συνήθης ἔναρξι τῶν ἱ. ἀκολουθιῶν (δηλαδὴ ἑσπερινοῦ, ἀπο­δείπνου, μεσονυκτικοῦ, ὄρθρου, ὡρῶν, παρακλήσεων, ἁγιασμῶν, διαφό­ρων τελετῶν κ.λπ.) εἶναι ἡ ἑξῆς.

῾Ο ἱερεὺς ἐκφωνεῖ «Εὐλογητὸς ὁ Θεός», κατόπιν «Δόξα σοι, ὁ Θε­ὸς ἡμῶν, δόξα σοι» καὶ τὸ «Βασιλεῦ οὐράνιε παράκλητε», ὁ ἀναγνώ­στης τὸ τρισάγιον («῞Αγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός» κ.λπ.), «Παναγία Τριάς», «Πάτερ ἡμῶν», ὁ ἱερεὺς «Ὅτι σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία», ὁ ἀνα­γνώστης «Κύριε ἐλέησον» 12, «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ», «Καὶ νῦν καὶ ἀεί», τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» τρίς, καὶ τοὺς διατεταγμένους ψαλ­μοὺς κάθε ἀκολουθίας.

Στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς κατὰ τὴν ἔναρξι τοῦ ὄρθρου, μετὰ τὸ «Ὅτι σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία» λέγονται εὐθὺς τὰ γνωστὰ τροπάρια «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου» κ.λπ., ἡ δέησι «᾿Ελέησον ἡμᾶς», «Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τῶν εὐσεβῶν», «Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου», «Ὅτι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος», τὸ «Δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ» καὶ εὐθὺς ὁ ἑξάψαλμος, χωρὶς νὰ προηγηθῇ τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν».

᾿Απὸ ἐδῶ καὶ πέρα τώρα ἀρχίζουν κάποια προβληματάκια!

Πολὺ συχνὰ κάποιες ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀκολουθίες ψάλλονται μαζί, ἡ μία ἀμέσως μετὰ τὴν ἄλλη. Προβλέπεται π.χ. ἀπὸ τὸ Τυπικὸν ἡ 9η ὥρα νὰ τελῆται πρὶν ἀπὸ τὸν ἑσπερινό, τὸ μεσονυκτικὸ πρὶν ἀπὸ τὸν ὄρθρο, ἡ 1η ὥρα ἀμέσως μετὰ τὸν ὄρθρο, κ.λπ.. Σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις οἱ 2 ἢ 3 ἀκολουθίες τελοῦνται σχεδὸν σὰν νὰ εἶναι μία, ὁπότε ἁπλοποιοῦνται κάποια στοιχεῖα.

᾿Επὶ παραδείγματι μετὰ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» τῆς 9ης ὥρας, ὁ ἑσπερινὸς δὲν θὰ ἀρχίσῃ πάλι μὲ «Βασιλεῦ οὐράνιε», τρισάγιο κ.λπ., διότι αὐτὰ εἰπώθηκαν μόλις πρὸ ὀλίγου. ῾Οπότε μετὰ τὸ «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς» τοῦ ἱερέως λέγεται εὐθὺς τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» καὶ ὁ προοιμιακὸς ψαλμός. Αὐτὴν τὴν ἔναρξι ἑσπερινοῦ ἔχουν τὸ Μ. ῾Ωρολόγιον καὶ τὰ διάφορα «ἐγκόλπια τοῦ ἀναγνώστου», διότι ὑποτίθεται ὅτι σχεδὸν πάν­τοτε πρὶν ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τελεῖται ἡ 9η ὥρα.

Προσοχὴ ὅμως! Ἂν γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο δὲν προηγηθῇ (συν­απτῶς) ἡ 9η ὥρα, τότε ἡ ἔναρξι τοῦ ἑσπερινοῦ πρέπει νὰ γίνῃ μὲ «Βασιλεῦ οὐράνιε», τρισάγιο κ.λπ., κι ἂς μὴν τὰ σημειώνῃ τὸ Μ. ῾Ωρο­λόγιον ἢ τὸ ἐγκόλπιον. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ πολλοὶ μπερδεύονται, διό­τι ἀκολουθοῦν τυφλὰ «τὰ λειτουργικὰ βιβλία», ἀγνοῶντας ὅμως τὶς προϋποθέσεις ποὺ ἐννοοῦνται γιὰ κάθε περίπτωσι.

Κάτι παρόμοιο γίνεται καὶ στὴν ἔναρξι τοῦ ὄρθρου. Ἂν ἔχῃ προη­γηθῆ τὸ μεσονυκτικόν, τότε στὸν ὄρθρο μετὰ τὸ «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς» παραλείπεται τὸ «Βασιλεῦ οὐράνιε», καὶ λέγεται εὐθὺς τὸ τρισάγιον κ.τ.λ.· ἂν ὅμως δὲν προηγηθῇ τὸ μεσονυκτικόν, τότε μετὰ τὸ «Εὐλο­γητὸς ὁ Θεὸς» τοῦ ὄρθρου λέγεται τὸ «Βασιλεῦ οὐράνιε», καὶ κατό­πιν τὸ τρισάγιον κ.τ.λ..

Παρόμοιο λάθος γίνεται καὶ μὲ τὶς Παρακλήσεις. ᾿Επειδὴ ἡ Πα­ράκλησι κανονικὰ ψάλλεται μετὰ τὸν ἑσπερινὸ ἢ τὸ ἀπόδειπνο (ἢ ὕστε­ρα ἀπὸ κάποια ἄλλη ἀκολουθία), μετὰ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» λέγεται τὸ «Εὐ­λογητὸς» τῆς Παρακλήσεως καὶ εὐθὺς ὁ ψαλμὸς «Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου». Ἂν μάλιστα ἡ Παράκλησι ψαλῇ ἐντὸς τοῦ ἑσπε­ρινοῦ (μετὰ τὸ «Νῦν ἀπολύεις») ἢ πρὸ τῆς ἀπολύσεως τῆς ὅποιας ἄλ­λης ἀκολουθίας, παραλείπεται καὶ τὸ «Εὐλογητός» (ὅπως εἶναι εὐνόη­το).

Ἂν ὅμως ἡ Παράκλησι ψαλῇ αὐτόνομα, τότε ἡ ἔναρξί της πρέπει νὰ γίνῃ κανονικὰ ὅπως ὅλων τῶν ἀκολουθιῶν, δηλαδὴ μὲ «Βασιλεῦ οὐράνιε παράκλητε», τρισάγιον κ.λπ., «Ὅτι σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία», «Κύριε ἐλέησον» 12, Δόξα, Καὶ νῦν, «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» τρίς, καὶ τὸν ψαλμό.

 

᾿Αλλαγὲς στὶς ἀκολουθίες τῆς διακαινησίμου

 

᾿Απὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα μέχρι τὸ Σάββατον τῆς διακαινησίμου ἔχουμε σημαντικὲς ἀλλαγές. Βασικὴ αἰτία γιὰ τὶς ἀλλαγὲς αὐτὲς εἶναι ὅτι γενικῶς στὶς ἀκολουθίες τῆς διακαινησίμου δὲν στιχολογοῦνται οἱ συνήθεις ψαλμοί. Λέγονται μόνον, τρόπον τινὰ κατ᾿ ἐξαίρεσιν, ὡρι­σμένοι στίχοι ἄλλων ψαλμῶν, εἰδικὰ ἐπιλεγμένων. Γι᾿ αὐτό, σύμφωνα μὲ μία ἀρχαία διάταξι τοῦ Τυπικοῦ, κατὰ τὴν διακαινήσιμο ἑβδομάδα «δὲν στιχολογεῖται ψαλτήριον», δηλαδὴ δὲν λέγονται οὔτε τὰ καθημε­ρινὰ (συνήθη γιὰ τὰ μοναστήρια) καθίσματα τοῦ ψαλτηρίου στὸν ἑσπε­ρινὸ καὶ τὸν ὄρθρο.

Ἔτσι λοιπὸν τὴν περίοδο αὐτὴ δὲν τελοῦνται καθόλου ἀπόδει­πνα, μεσονυκτικὰ καὶ ὧρες (ποὺ περιλαμβάνουν πολλοὺς ψαλμούς), ἀλλὰ ἀντὶ τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν λέγεται μία σύντομη εἰδικὴ πασχά­λιος ἀκολουθία, ἡ ὀνομαζομένη καὶ «ἐναρκτήριος», ὅπως βρίσκεται στὸ Πεντηκοστάριον καὶ στὸ Μ. ῾Ωρολόγιον.

῾Ο ἑσπερινὸς καὶ ὁ ὄρθρος τελοῦνται χωρὶς τοὺς συνηθισμένους ψαλμούς τους· οὔτε προοιμιακὸς λέγεται οὔτε ἑξάψαλμος οὔτε τὸ «᾿Ε­λέησόν με ὁ Θεὸς» οὔτε «Θεὸς Κύριος» καὶ «᾿Αγαθὸν τὸ ἐξομολογεῖ­σθε» (ψαλμοὶ 117 καὶ 91) οὔτε οἱ ψαλμοὶ τῶν κεκραγαρίων, τῶν αἴνων καὶ τῶν ἀποστίχων.

[Τί εἶναι «οἱ ψαλμοὶ τῶν ἀποστίχων». Στοὺς καθημερινοὺς ἑσπερινοὺς καὶ ὄρθρους (μὲ Παρακλητικὴ καὶ χωρὶς ἑορταζόμενο ἅγιο στὸ Μηναῖο) λέγονται 3 ἀπόστιχα «ἐκ τῆς ᾿Οκτωήχου»· τὸ πρῶτο χωρὶς στίχο («ἄστιχο»), τὰ ἄλλα δύο μὲ ψαλμικοὺς στίχους. Στὰ ἀπόστιχα τοῦ καθημερινοῦ ἑσπερινοῦ οἱ δύο στίχοι εἶναι ὁλόκληρος ὁ σύντομος ψαλμὸς 129, ἐνῷ στὰ ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου (ναί! ἔχει καὶ ὁ ὄρθρος ἀπόστιχα· ὁ καθημερινὸς καὶ μὴ ἑόρτιος ὄρθρος· καὶ ὀνομάζονται συνήθως «ἀπόστιχα τῶν αἴνων») οἱ στίχοι εἶναι τὸ τέλος τοῦ ψαλμοῦ 89.

Αὐτὰ εἶναι γνωστὰ καὶ αὐτονόητα στοὺς μοναχοὺς καὶ στὶς ἐκκλησίες ποὺ τελοῦν καθημερινὰ τὶς ἀκολουθίες καὶ τηροῦν μὲ σεβασμὸ τὸ λειτουργικὸ Τυπικό. ᾿Ενῷ ὅπου δὲν τελοῦνται καθημερινὰ ἑσπερινοὶ καὶ ὄρθροι, καὶ μετατρέπονται ὅλες οἱ καθημερινὲς σὲ ἑορτάσιμες, χωρὶς σεβασμὸ στὰ ἐπίσημα Μηναῖα καὶ τὴν Παρακλητική, τὰ «γνωστὰ καὶ αὐτονόητα» τοῦ Τυπικοῦ ἔχουν καταντήσει «ἄγνωστα, ἀκατανόητα καὶ ἀδιανόητα»!]

᾿Επίσης δὲν λέγονται οἱ βιβλικὲς ᾠδὲς τοῦ ὄρθρου (αὐτὲς ποὺ ὑ­πάρχουν στὸ Μ. ῾Ωρολόγιον), οὔτε οἱ καινοδιαθηκικὲς ᾠδὲς τοῦ θεοδό­χου Συμεὼν «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου», τοῦ προφήτου Ζαχαρίου (τοῦ πατρὸς τοῦ προδρόμου ᾿Ιωάννου), καὶ τῆς Θεοτόκου «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον», οὔτε ἡ δοξολογία τοῦ ὄρθρου οὔτε τὸ «Καταξί­ωσον» τοῦ ἑσπερινοῦ (ποὺ εἶναι τμῆμα τῆς δοξολογίας), διότι ὅλα αὐ­τὰ εἶναι ἀντίστοιχα μὲ τοὺς ψαλμοὺς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἰδικὰ μάλιστα οἱ ποιητὲς τῶν καινοδιαθηκικῶν ᾠδῶν καὶ τῆς δοξολογίας μι­μοῦνται ἐντόνως καὶ ἐνσυνειδήτως τοὺς δαυιδικοὺς ψαλμούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δανείζονται νοήματα ἢ καὶ φράσεις.

᾿Ακόμη δὲν λέγεται τὸ τρισάγιον (διότι στὴν πρώιμη λειτουργικὴ ἐποχὴ ἦταν ἐφύμνιο βιβλικῶν ψαλμῶν καὶ ᾠδῶν) οὔτε οἱ ὕμνοι τῆς Πεν­τηκοστῆς «Βασιλεῦ οὐράνιε» καὶ «Εἴδομεν τὸ φῶς» (διότι θὰ ἀρχί­σουν νὰ ψάλλωνται πάλι ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ μετά).

Βέβαια ὅλες αὐτὲς οἱ ἀλλαγὲς δὲν ἐπηρεάζουν μόνον τὴν ἔναρξι, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, ἀλλὰ ὁλόκληρες τὶς ἀκολουθίες. ᾿Επεκταθή­καμε λίγο πέρα ἀπὸ τὸ θέμα μας, διότι δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ λόγος μόνον γιὰ ἕνα σημεῖο τοῦ τυπικοῦ, ἂν δὲν ἔχουμε ταυτόχρονα ὑπόψει μας καὶ τὴν συνολικὴ εἰκόνα. Εἶναι σὰν νὰ θέλουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ κείμε­νο μιᾶς σελίδος, ποὺ ἔχει σχιστῆ ἀπὸ κάποιο ἄγνωστο βιβλίο...

 

῾Η ἔναρξι κατὰ τὴν διακαινήσιμο ἑβδομάδα

 

Λόγῳ τῶν προαναφερθεισῶν ἀλλαγῶν στὸν ἑσπερινὸ καὶ στὸν ὄρθρο τῆς διακαινησίμου ἑβδομάδος ἡ ἔναρξι γίνεται μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο.

῾Ο ἱερεὺς ἀντὶ γιὰ «Εὐλογητὸς» ἐκφωνεῖ τὸ «Δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁ­μοουσίῳ» καὶ ψάλλει σὲ ἦχο πλ. α΄ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τρίς, οἱ χοροὶ ἐπαναλαμβάνουν τὸ ἴδιο τροπάριο ἕξι φορές, ἐνῷ ὁ ἱερεὺς λέγει τοὺς 4 στίχους «᾿Αναστήτω ὁ Θεὸς» κ.λπ. καὶ τὰ Δόξα, Καὶ νῦν· κατόπιν ὁ ἱερεὺς ξαναψάλλει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μέχρι τὴν λέξι «πατήσας» καὶ οἱ χοροὶ λέγουν τὸ ἀκροτελεύτιο «καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χα­ρισάμενος». Δηλαδὴ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ψάλλεται συνολικὰ 10 φορὲς στὴν ἔναρξι τῶν ἀκολουθιῶν.

Ἂν τελῆται ἑσπερινός, μετὰ τὴν ἔναρξι μὲ τὰ 10 «Χριστὸς ἀνέστη», λέγεται ἀμέσως ἡ μεγάλη συναπτὴ καὶ συνεχίζεται ὁ ἑσπερινὸς ἀπὸ τὸ «Κύριε ἐκέκραξα» καὶ τὰ ἑσπέρια στιχηρά. Παραλείπονται δηλαδὴ ἐντελῶς τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» καὶ ὁ προοιμιακός (καὶ οἱ στίχοι τοῦ «Θοῦ Κύριε»).

Ἂν τελῆται ὄρθρος, μετὰ τὴν προαναφερθεῖσα ἔναρξι μὲ τὰ 10 «Χριστὸς ἀνέστη», ψάλλεται εὐθὺς ὁ κανὼν τοῦ Πάσχα καὶ συνεχί­ζεται ἡ λοιπὴ ἀκολουθία κατὰ τάξιν. Δηλαδὴ τὴν περίοδο αὐτὴ δὲν λέ­γονται τὰ τροπάρια «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου» οὔτε ἡ δέησι «᾿Ελέ­ησον ἡμᾶς» οὔτε ἑξάψαλμος οὔτε «Θεὸς Κύριος» οὔτε ἀπολυτίκια οὔτε καθίσματα.

Καὶ τί γίνεται, ἂν χρειαστῇ νὰ τελεστῇ κάποια παράκλησι;

Κανονικὰ κατὰ τὴν διακαινήσιμο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τελοῦνται παρακλήσεις εἴτε στὴν Θεοτόκο εἴτε σὲ κάποιον ἄλλον ἅγιο, ἀλλὰ ἀντ᾿ αὐτῶν νὰ ψάλλεται ὁ κανὼν τοῦ Πάσχα (ἢ ἐνδεχομένως ἄλλος ἀνα­στάσιμος κανών). ᾿Εὰν παρὰ ταῦτα χρειαστῇ νὰ τελεστῇ κατ᾿ ἐξαίρεσιν (γιὰ εἰδικοὺς λόγους) μία τέτοια παράκλησι ἐκείνην τὴν περίοδο, τότε ἡ ἔναρξι θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ προαναφερθεῖσα ἔναρξι τῆς διακαινησίμου μὲ τὰ 10 «Χριστὸς ἀνέστη», μετὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἀναγνώστης λέγει τὸ «᾿Α­νάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι» ἐκ τρίτου, καὶ εὐθὺς ψάλλουμε τὸν οἰ­κεῖο παρακλητικὸ κανόνα ὡς συνήθως. Μὲ τὴν ὁλοκλήρωσι τοῦ κανόνος ἀμέσως μνημονεύει ὁ ἱερεὺς καὶ λέγει τὴν μικρὰ ἀπόλυσι.

Ἂν χρειαστῇ νὰ τελεστῇ μικρὸς ἁγιασμὸς μέσα στὴν ἑβδομάδα τῆς διακαινησίμου, πάλι λέγεται ἡ προαναφερθεῖσα ἔναρξι μὲ τὰ 10 «Χριστὸς ἀνέστη», τὸ «᾿Ανάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι» ἐκ τρίτου, καὶ εὐθὺς ὁ κανὼν τοῦ Πάσχα. Μετὰ τὸν κανόνα ἀκολουθεῖ «Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», «῞Οτι ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν», ἀντὶ τρισαγίου τὸ «῞Οσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε», ὁ ᾿Απόστολος καὶ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ ἡ λοιπὴ συνήθης ἀκολουθία. ᾿Αντὶ γιὰ τὸ «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου» καὶ τὰ λοιπὰ τροπάρια, ψάλλεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τρὶς καὶ τὸ «᾿Αναστὰς ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπὸ τοῦ τάφου». [Ἂν ἀπαιτηθῇ πε­ρισσότερος χρόνος γιὰ τὸν ῥαντισμὸ ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ψάλλεται τὸ δο­ξαστικὸν «᾿Αναστάσεως ἡμέρα, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει».] Κατόπιν ὁ ἱερεὺς λέγει τὴν εἰδικὴ ἐκτενῆ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τὴν μικρὰ ἀπόλυσι.

Γιὰ τὴν νεκρώσιμο ἀκολουθία κατὰ τὴν διακαινήσιμο ἑβδομάδα δὲν χρειάζεται νὰ ἀναφέρουμε κάτι ἐδῶ, διότι στὰ μικρὰ εὐχολόγια ὑ­πάρχουν πλήρεις καὶ ἀναλυτικὲς ὁδηγίες.

῞Οσα ἀναφέρθηκαν ἐδῶ γιὰ τὶς ἀκολουθίες στὴν διακαινήσιμο ἑβδο­μάδα ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν Τετάρτη τῆς «ἀποδόσεως» τοῦ Πάσχα.

 

῾Η ἔναρξι ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ καὶ μετά

 

᾿Απὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ ἐπανέρχονται τὸ μεσονυκτικόν, τὸ ἀπόδειπνον, οἱ ὧρες κ.λπ., τὸ «Εὐλογητὸς ὁ Θεός», καὶ οἱ συνήθεις ψαλμοὶ τῶν ἀκολουθιῶν, δηλαδὴ ἐπανέρχονται ὁ προοιμιακός, ἡ «στι­χολογία τοῦ Ψαλτηρίου», τὸ «Νῦν ἀπολύεις», ὁ ἑξάψαλμος, ὁ 50ός, τὸ «Θεὸς Κύριος», τὸ «᾿Αγαθὸν τὸ ἐξομολογεῖσθε», οἱ βιβλικὲς ᾠδὲς καὶ τὸ «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου», ἡ δοξολογία κ.λπ.. ᾿Επανέρχεται ἀκόμη καὶ τὸ τρισάγιον, ὄχι ὅμως στὴν ἔναρξι τῶν ἀκολουθιῶν, ἀλλὰ μόνον ἐν­τὸς αὐτῶν (π.χ. μετὰ τὸ «Νῦν ἀπολύεις», ἐντὸς τῆς λειτουργίας κ.λπ.).

Δὲν ἐπανέρχονται ἀκόμη τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» στὴν ἀρχὴ τῶν ἀκολουθιῶν οὔτε οἱ ὕμνοι τῆς Πεντηκοστῆς «Βασιλεῦ οὐράνιε» καὶ «Εἴδομεν τὸ φῶς».

᾿Απὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ μέχρι τὴν Τρίτη πρὸ τῆς «ἀποδόσε­ως» τοῦ Πάσχα στὴν ἔναρξι ὅλων τῶν ἀκολουθιῶν, μετὰ τὸ «Εὐλο­γητός», ψάλλεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τρίς (μία ἀπὸ τὸ ἱ. βῆμα καὶ μία ἀπὸ κάθε χορό). Ἂν τελῆται ἑσπερινός, παραλείπεται τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» καὶ μετὰ τὴν ἔναρξι ἀρχίζει εὐθὺς ἡ ἀνάγνωσι τοῦ προοιμιακοῦ. Στὴν ἀρχὴ τοῦ μεσονυκτικοῦ, τοῦ ὄρθρου, τῶν ὡρῶν μετὰ τὴν ἐν λόγῳ ἔναρξι παραλείπεται τὸ «῞Αγιος ὁ Θεὸς» καὶ λέγεται εὐθὺς Δόξα, Καὶ νῦν, «Παναγία Τριὰς» καὶ τὰ λοιπά. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ σὲ ἄλλες ἔκτακτες ἀκολουθίες (παρακλήσεις, μικροὺς ἁγιασμούς κ.λπ.).

Τὴν Τετάρτη τῆς «ἀποδόσεως» τοῦ Πάσχα, ὅπως προελέχθη, οἱ ἀκολουθίες λέγονται ὅπως καὶ κατὰ τὴν διακαινήσιμο ἑβδομάδα. ᾿Απὸ ἐκεῖ καὶ πέρα παύει νὰ λέγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». ᾿Επανέρχεται ὅμως στὴν ἔναρξι τῶν ἀκολουθιῶν τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν».

Ἔτσι ἀπὸ τὴν Πέμπτη τῆς ᾿Αναλήψεως μέχρι τὸ Σάββατο πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς οἱ ἀκολουθίες ἔχουν τὴν ἑξῆς ἔναρξι. Στὸ ἀπόδει­πνο, τὸ μεσονυκτικό, τὸν ὄρθρο καὶ τὶς ὧρες μετὰ τὸ «Εὐλογητὸς» εὐ­θὺς λέγεται τρισάγιον, «Παναγία Τριάς», «Πάτερ ἡμῶν»· καὶ κατόπιν ἡ ὑπόλοιπη ἀκολουθία κατὰ τάξιν.

Στὸν ἑσπερινό, ἂν ἔχῃ προηγηθῇ ἡ 9η ὥρα, μετὰ τὸ «Εὐλογητὸς ὁ Θεός», εὐθὺς τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» τρὶς καὶ ὁ προοιμιακός. ᾿Εὰν δὲν ἔχῃ προηγηθῇ (συναπτῶς) ἡ 9η ὥρα, τότε ἡ ἔναρξι γίνεται ὅπως καὶ στὶς προηγούμενες ἀκολουθίες· μετὰ τὸ «Ὅτι σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία», τὸ «Κύριε ἐλέησον» 12, Δόξα, Καὶ νῦν, «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» καὶ τὰ λοιπά. Τὰ ἀνάλογα ἰσχύουν καὶ γιὰ τὶς ἄλλες ἔκτακτες ἀκολουθίες.

᾿Απὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἐπανέρχεται καὶ τὸ «Βασιλεῦ οὐράνιε», ὁπότε ἡ ἔναρξι τῶν ἀκολουθιῶν λαμβάνει τὴν συνήθη μορφή της, ὅπως περιγράφεται στὴν ἀρχὴ τοῦ παρόντος ἄρθρου.

 

῾Η ἔναρξι τῆς θ. λειτουργίας

 

῾Η θ. λειτουργία ἔχει διαφορετικὴ ἔναρξι ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀκολουθίες, πρῶτον διότι εἶναι μυστήριο καὶ ὄχι ἁπλὴ τελετή, καὶ δεύτερον διότι δι­ατηρεῖ πολλὰ στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου «ᾀσματικοῦ» (ἐνοριακοῦ) τυπικοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἀντὶ γιὰ «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς» ὁ ἱερεὺς στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουρ­γίας ἐκφωνεῖ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία» καὶ κατόπιν ἀκολουθοῦν τὰ εἰρηνικά (ἢ μεγάλη συναπτή).

Τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία» διατηρεῖται πάντοτε ὡς ἔναρξι τῆς λειτουργίας καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους. Τὴν ἴδια ἔναρξι ἔχουν καὶ τὰ μυστήρια τοῦ βαπτίσματος, τοῦ γάμου καὶ τοῦ εὐχελαίου, ὅταν ξεκι­νᾷ ἡ κανονικὴ τελετὴ τοῦ μυστηρίου, καὶ ὄχι στὴν ὅποια προπαρασκευ­αστικὴ ἀκολουθία, ποὺ συνήθως προτάσσεται συναπτῶς.

᾿Απὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα μέχρι τὸ Σάββατο τῆς Διακαινη­σίμου στὴν λειτουργία μετὰ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία» λέγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δέκα φορὲς μὲ τοὺς οἰκείους στίχους, ὅπως προανα­φέρθηκε γιὰ τὴν διακαινήσιμο, καὶ ἀκολουθοῦν τὰ εἰρηνικά. ᾿Επίσης αὐτὲς τὶς ἡμέρες δὲν ψάλλονται τυπικὰ στὴν λειτουργία, ἀλλὰ μόνον τὰ ἀντίφωνα τοῦ Πάσχα. Τὰ ἴδια γίνονται καὶ τὴν τετάρτη τῆς «ἀποδόσε­ως» τοῦ Πάσχα.

᾿Απὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ μέχρι τὴν Τρίτη πρὸ τῆς «ἀποδόσεως» τοῦ Πάσχα, μετὰ τὸ «Εὐλογημένη» ψάλλεται τὸ «Χριστὸς ἀνέ­στη» μόνον τρεῖς φορὲς (μία ἀπὸ τὸ ἱ. βῆμα καὶ μία ἀπὸ κάθε χορὸ) καὶ εὐθὺς λέγονται τὰ εἰρηνικά. Κατὰ τὴν μοναστηριακὴ τάξι ἀπὸ τὴν ἴδια Κυριακὴ ἐπανέρχονται στὴν λειτουργία τὰ τυπικὰ καὶ οἱ μακαρι­σμοί. Στὶς ἐνορίες τὰ ἀντίφωνα τοῦ Πάσχα λέγονται καθημερινῶς μέχρι τὴν «ἀπόδοσι» τῆς ἑορτῆς.

Τέλος ἀπὸ τὴν Πέμπτη τῆς ᾿Αναλήψεως ἐπανέρχεται ἡ συνήθης ἔναρξι τῆς λειτουργίας, δηλαδὴ μετὰ τὸ «Εὐλογημένη» εὐθὺς λέγονται τὰ εἰρηνικά.

 

 

Πρώτη δημοσίευσι· www.symbole.gr, μέγα σάββατον 18/5 ἀπριλίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 2020.