από Dionysios » Δευτ 22 Μαρ 2010, 01:40:58
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΡΑΨΩιΔΙΑ Σ ( στοὺς στίχους 368-477)
Σχόλιο 1
Οἱ τεχνικὲς ἱκανότητες τοῦ Ἡφαίστου φαίνονται στοὺς ἑξῆς στίχους:
373-377 (κατασκευάζει εἴκοσι τρίποδες μὲ ρόδες ποὺ θὰ κινοῦνται μόνοι τους),
400-401 (φτιάχνει περίτεχνα κοσμήματα γιὰ τὶς θεὲς ποὺ τὸν ἔσωσαν),
417-420 (παρουσιάζονται δύο κατασκευασμένες χρυσὲς θεραπαινίδες, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος «ρομπότ»),
470-474 (βλέπουμε εἴκοσι φυσερὰ ποὺ εἶναι αὐτορρυθμιζόμενα καὶ δουλεύουν μόνα τους ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς δουλειᾶς).
Σχόλιο 2
Στοὺς στίχους τῆς Ὀδύσσειας ε 258-288 ὁ ποιητὴς μᾶς παρουσιάζει μὲ πλούσιες τεχνικὲς λεπτομέρειες τὸν Ὀδυσσέα νὰ κατασκευάζει τὴ σχεδία, μὲ τὴν ὁποία θὰ φύγει ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Καλυψῶς. Στοὺς στίχους θ 285-288 (οἱ ὁποῖοι ἐπαναλαμβάνονται στοὺς στίχους ψ 182-185) ἔχουμε μία παρομοίωση· ἡ Ἀθηνᾶ χύνει πάνω στοὺς ὤμους καὶ στὸ κεφάλι τοῦ Ὀδυσσέα ὀμορφιὰ καὶ χάρη μὲ τέτοια ἐπιδεξιότητα, ὅπως ὁ τέλειος τεχνίτης πάνω στὸ ἀσήμι χύνει ἀστραφτερὸ μάλαμα. Στοὺς στίχους θ 325-358 βλέπουμε τὸν τεχνίτη θεὸ Ἥφαιστο νὰ κατασκευάζει ἀόρατα καὶ ἄθραυστα δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα συλλαμβάνει τὴ γυναῖκα του Ἀφροδίτη τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἀπατᾷ μὲ τὸν Ἀπόλλωνα. Ἐπίσης στοὺς στίχους ι 427-440 ἔχουμε δύο παρομοιώσεις σχετικὲς μὲ τὶς τέχνες. Στὴν πρώτη (στ. ι 429-433) περιγράφεται ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἕνας τεχνίτης ναυπηγὸς μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν βοηθῶν του τρυπᾶ ἕνα μαδέρι πλοίου. Ἡ δεύτερη παρομοίωση (στ. 437-439) εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ σιδηρουργοῦ καὶ μᾶς περιγράφει πῶς γίνεται ἡ λεγόμενη «βαφὴ σιδήρου», δηλαδὴ τὸ βούτηγμα τοῦ ζεστοῦ μετάλλου σὲ κρύο νερό, τεχνικὴ ποὺ λόγῳ τῆς ἀπότομης μεταβολῆς τῆς θερμοκρασίας σκληραίνει τὴν ἐπιφάνεια τοῦ σιδήρου καὶ τὸν κάνει ἀνθεκτικὸ καὶ σκληρό· ὅταν ὁ καυτὸς σίδηρος ἀκουμπᾶ στὴν ψυχρὴ ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, «τσιτσιρίζει» μὲ μεγάλο θόρυβο.
Σχόλιο 3
Στοὺς στίχους α 134-161 τῆς Ὀδύσσειας ὁ Τηλέμαχος ὑποδέχεται τὴν Ἀθηνᾶ ποὺ εἶχε πάρει τὴ μορφὴ τοῦ ἄρχοντα τῶν Ταφίων Μέντη. Ὁ Τηλέμαχος πιάνει τὸ χέρι τοῦ ξένου, τοῦ ἀφαιρεῖ τὸ δόρυ, τὸν προσφωνεῖ εὐγενικὰ καὶ τὸν καλεῖ νὰ δειπνήσει μαζί του. Ἔβαλε τὴ θεὰ νὰ καθίσει σὲ ὄμορφο θρόνο μὲ σκαμνὶ γιὰ στήριγμα τῶν ποδιῶν της καὶ ἔκατσε καὶ ὁ ἴδιος δίπλα της στὸ τραπέζι. Μία ὑπηρέτρια ἔφερε νερό, γιὰ νὰ πλύνουν τὰ χέρια τους σὲ ἀσημένια λεκάνη, ἔνω ἄλλοι ὑπηρέτες τοὺς παρέθεσαν ψωμί, ἄφθονο φαγητὸ μὲ κάθε λογὴς κρέατα καὶ πολὺ κρασί.
Στοὺς στίχους ε 96-105 ἡ Καλυψὼ ὑποδέχεται τὸν Ἑρμῆ. Τὸν βάζει νὰ καθίσει σὲ ὡραῖο καὶ γυαλιστερὸ κάθισμα, τὸν προσφωνεῖ καὶ τὸν ρωτᾶ γιὰ τὸ λόγο τῆς ἐπισκέψεώς του, ἐνῶ ταυτοχρόνως τοῦ παραθέτει πλούσιο τραπέζι μὲ ἄφθονη θεϊκὴ τροφή, ἀμβροσία καὶ νέκταρ.
Ἂν συγκρίνουμε αὐτὲς τὶς δύο σκηνὲς μὲ τοὺς στίχους Σ 382-392 τῆς Ἰλιάδας βλέπουμε ὅτι ἡ ὑποδοχὴ τῆς Θέτιδας ἀκολουθεῖ τὸ τυπικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοξενίας· ἐγκάρδια ὑποδοχή, προσφώνηση καὶ χειραψία, τακτοποίηση τῶν πραγμάτων τοῦ ξένου, νερὸ γιὰ πλύσιμο τῶν χεριῶν (ἢ κάποτε προσφέρεται ὁλόκληρο λουτρό). Βέβαια ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς φιλοξενίας ἦταν καὶ ἡ προσφορὰ φαγητοῦ, ὅπως βλέπουμε στὰ δύο ἀποσπάσματα τῆς Ὀδύσσειας. Ὅμως ἐδῶ ἡ περιγραφὴ τῆς τυπικῆς αὐτῆς σκηνῆς (ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑπῆρχε σὰν συνέχεια τοῦ στίχου 390) παραλείπεται, διότι παρεμβάλλεται ἡ σκηνὴ ὅπου ἡ Χάρις καλεῖ τὸν Ἥφαιστο, ὁ ὁποῖος σπεύδει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὸ κάλεσμά της.
Σχόλιο 4
Σύμφωνα μὲ τοὺς στίχους 394-405, ἡ Ἥρα πέταξε τὸν Ἥφαιστο ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, ἀμέσως μόλις τὸν γέννησε, διότι εἶδε ὅτι ἦταν χωλὸς καὶ ἄσχημος καὶ ἤθελε νὰ κρύψει ὅτι γέννησε τέτοιο παιδί. Τὸν Ἥφαιστο ἔσωσαν οἱ θεὲς Θέτιδα καὶ Εὐρυνόμη. Οἱ στίχοι μᾶς δείχνουν μία πανάρχαιη ἀντίληψη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ἀνάπηροι ἦταν συμφορὰ καὶ ντροπὴ γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ ἔπρεπε νὰ ἐξαφανιστοῦν, δηλαδὴ νὰ θανατωθοῦν· ἡ τότε κοινωνία τοὺς ἀνάπηρους τοὺς θεωροῦσε ὡς τελείως ἄχρηστους καὶ γι’ αὐτὸ ἀπόβλητους. Αὐτὸ δείχνει πόσο λίγη ἀξία εἶχε τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἐνῶ ἡ ἔννοια τοῦ δικαιώματος τῆς ζωῆς ἦταν τελείως ἄγνωστη.
Στοὺς στίχους 589-594 τῆς ῥαψῳδίας Α ἔχουμε μία ἄλλη ἐκτόξευση τοῦ θεοῦ ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, αὐτὴν τὴ φορὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του Δία. Ὁ Ἥφαιστος ἐξόργισε τὸ Δία, διότι θέλησε νὰ βοηθήσει τὴν Ἥρα, ὅταν ὁ ἀρχηγὸς τῶν θεῶν τὴν εἶχε κρεμάσει, ἐπειδὴ τὸν εἶχε ἐξαπατήσει. Μέσα στὴν ὀργὴ του πέταξε τὸν Ἥφαιστο, ὁ ὁποῖος ἔπεσε στὴ Λῆμνο σπάζοντας καὶ τὰ δύο του πόδια. Ἐκεῖ τὸν περιποιήθηκαν οἱ Σίντιες, τοπικὸς λαὸς ποὺ κατοικοῦσε στὸ νησί.
Σχόλιο 5
Ὁ ποιητὴς ἐπινοεῖ τὴ δεύτερη πτώση τοῦ Ἡφαίστου, διότι αὐτὸ ἐξυπηρετεῖ πολλαπλῶς τὴν παροῦσα φάση τῆς ἱστορίας του. Παρουσιάζει τὸ θεὸ νὰ ἐκσφενδονίζεται ἀπὸ τὴν Ἥρα, ἡ ὁποία στὴν Ἰλιάδα ὑποστηρίζει τοὺς Τρῶες, καὶ νὰ σώζεται ἀπὸ τὴ Θέτιδα, ἡ ὁποία εἶναι μὲ τὸ μέρος τῶν Ἀχαιῶν, μὲ τοὺς ὁποίους πολεμεῖ ὁ γιός της Ἀχιλλεὺς. Ἔτσι ὁ Ἥφαιστος διάκειται ἤδη εὐμενῶς πρὸς τὴ Θέτιδα, θεωρεῖ χρέος του νὰ ἐκπληρώσει τὸ αἴτημα τοῦ εὐεργέτη του, συμπαθεῖ τὴν ἴδια τὴ Θέτιδα καὶ τὸ γιό της καὶ γενικῶς τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ βοηθήσει ὅσο μπορεῖ. Μὲ τὸ εὕρημα τῆς δεύτερης πτώσης τοῦ τεχνίτη θεοῦ τὸ αἴτημα τῆς θαλάσσιας θεᾶς ἐκπληρώνεται ἀμέσως, χωρὶς κανέναν ἐνδοιασμὸ καὶ καμμία καθυστέρηση.
Σχόλιο 6
Ἡ Θέτιδα προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τὸ στόχο της, προσπαθεῖ νὰ συγκινήσει συναισθηματικὰ τὸν Ἥφαιστο μὲ τοὺς ἑξῆς τρόπους. 1) Ἐκθέτει τὴ βασανισμένη ζωή της, πράγμα ποὺ συγκινεῖ τὸ θεὸ ποὺ ἐπίσης γνώρισε πολλὰ βάσανα στὴ ζωή του. 2) Κλαίει κατὰ τὴν ὥρα τῆς διηγήσεως (στ. 428). 3) Ἀναφέρει ὅτι ὁ γιός της, ἂν καὶ παλικάρι, ἔχει λίγη ζωὴ καὶ συνεχῶς συναντᾶ πίκρες. 4) Προσπέφτοντας στὰ γόνατα ἱκετεύει τὸν Ἥφαιστο νὰ ἑτοιμάσει καινούργια ὅπλα γιὰ τὸ γιό της Ἀχιλλέα.
Σχόλιο 7
Στοὺς στίχους Α 36-42 ὁ Χρύσης ἀναφέρει τὶς ὑπηρεσίες ποὺ ἔχει προσφέρει στὸ θεὸ Ἀπόλλωνα ὡς ἱερέας του· ἔχτισε λαμπρὸ ναό, γιὰ νὰ λατρεύεται ὁ Ἀπόλλωνας, καὶ τοῦ προσέφερε θυσίες ἀπὸ ἐκλεκτὰ κρέατα (στ. 39-41). Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τοῦ Χρύση, ποὺ ἀπαιτεῖ τὴ βοήθεια τοῦ Ἀπόλωνα ὡς ἀνταπόδοση τῶν παραπάνω ὑπηρεσιῶν του, ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Θέτιδα, ἡ ὁποία δὲν ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο ἀνταπόδοση γιὰ τὸ ὅτι τοῦ ἔσωσε κάποτε τὴ ζωή, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ τὸν συγκινήσει συναισθηματικά.
Σχόλιο 8
Στὴ ῥαψῳδία Α μετὰ τὴ σύγκρουσή του μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα ὁ Ἀχιλλεὺς συναντιέται μὲ τὴ μητέρα του καὶ τῆς ἐκφράζει τὰ παράπονά του. Ἡ Θέτιδα πονώντας γιὰ τὸ γιό της ἀνεβαίνει στὸν Ὄλυμπο καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸ Δία νὰ τιμήσει τὸν Ἀχιλλέα ἀφαιρώντας ἀπὸ τὸν Ἀγαμέμνονα τὴ δόξα καὶ τὴ νίκη, γιὰ ὅσον καιρὸ θὰ περιφρονοῦν τὸν Ἀχιλλέα. Ὁ Δίας ὑπόσχεται ὅτι θὰ ἱκανοποιήσει τὴν παράκληση τῆς Θέτιδας, ἀλλὰ κρυφὰ ἀπὸ τὴν Ἥρα, ἡ ὁποία ὑποστηρίζει τοὺς Τρῶες. (ῥαψῳδία Α, περίληψη τῶν στίχων 432-530.)
Σχόλιο 9
Στὴ ῥαψῳδία Α μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Θέτιδας στὸ Δία δημιούργειται μία ἔνταση μεταξὺ τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν θεῶν καὶ τῆς γυναίκας του Ἥρας, ἡ ὁποία εἶχε δεῖ τὴ Θέτιδα καὶ εἶχε ἀντιληφθεῖ τὸ σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς της (στ. Α 531-570). Ὁ Δίας ἀπαντᾶ μὲ ὀργισμένα καὶ σκληρὰ λόγια στὶς ἐρωτήσεις τῆς Ἥρας καὶ ἀπὸ τὴν ὀργή του ὅλοι οἱ Ὀλύμπιοι θεοὶ σωπαίνουν λυπημένοι. Σ’ ἐκείνη τὴ δύσκολη στιγμὴ ὁ Ἥφαιστος ἀναλαμβάνει νὰ ἠρεμήσει τὰ πνεύματα· μιλᾶ μὲ γλυκὰ λόγια στοὺς δύο θεούς, προσπαθεῖ νὰ ὑποβιβάσει τὴ σημασία τοῦ γεγονότος ποὺ δημιούργησε τὴ διαμάχη, καὶ ἀπευθυνόμενος κατόπιν στὴ μητέρα του διηγεῖται τὴν παλαιὰ ἐκτόξευσή του ἀπὸ τὸ Δία, ἐνῶ συγχρόνως κερνᾶ νέκταρ τοὺς θεούς. Ἔτσι καταφέρνει νὰ δημιουργήσει μία εὐχάριστη ἀτμόσφαιρα.
Σχόλιο 10
Τὸ περιστατικὸ τοῦ Τάλω ποὺ ἀπειλεῖ τοὺς Ἀργοναῦτες ἐκσφενδονίζοντας βράχους ἐναντίον τους μᾶς ὑπενθυμίζει τοὺς στίχους ι 536-605 τῆς Ὀδύσσειας. Ἐκεῖ ὁ Κύκλωπας Πολύφημος, τυφλωμένος ἀπὸ τὸ τέχνασμα τοῦ πανούργου Ὀδυσσέα, μόλις ἀκούει τὸν τυφλωτή του νὰ τὸν χλευάζει, ρίχνει τεράστιες πέτρες στὰ τυφλὰ πρὸς τὴ θάλασσα (στ. 536, 597-599) προσπαθώντας νὰ συντρίψει τὸ πλοῖο μὲ τὸ ὁποῖο διαφεύγουν ὁ Ὀδυσσέας καὶ οἱ σύντροφοί του. Οἱ ταλαιπωρημένοι ναυτικοὶ κατορθώνουν νὰ ξεφύγουν τὸν κίνδυνο ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ κωπηλασία (στ. 542-548, 604).
Σχόλιο 11
Ἡ παρομοίωση ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ποιητὴς τῆς Ἰλιάδας στοὺς στίχους Ν 389-393 καὶ Π 482-486 μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν παρομοίωση τῶν στίχων 1682-1688 τῶν Ἀργοναυτικῶν. Καὶ στὰ δύο ἔπη ἡ παρομοίωση εἶναι πολύστιχη, ὁ θανάσιμα πληγωμένος ἄντρας παρομοιάζεται μὲ ψηλὸ δέντρο, κυρίως πεῦκο, ποὺ πέφτει μὲ θόρυβο, ὅταν τὸ κόψουν οἱ ξυλοκόποι μὲ τὰ τσεκούρια τους. Ἡ διαφορὰ στὴν παρομοίωση τῶν Ἀργοναυτικῶν εἶναι ὅτι οἱ ξυλοκόποι ἀφήνουν πληγωμένο τὸ δέντρο καὶ τὸ ἔργο τους ὁλοκληρώνεται ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ πνοὴ τοῦ ἀνέμου.