Δανιήλ (μετάφρασι, πολυτονικό)
Δ Α Ν Ι Η Λ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
1
1 Στὸ τρίτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ ᾿Ιωακίμ, βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου ᾿Ιούδα, ὁ Ναβουχoδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἔκαμε ἐπιδρομὴ ἐναντίον τῆς ᾿Ιερουσαλὴμ καὶ τὴν πολιορκοῦσε. 2 ῾Ο Κύριος παρέδωσε στὰ χέρια του αἰχμάλωτο τὸν ᾿Ιωακίμ, βασιλιᾶ τοῦ ᾿Ιούδα, καὶ ἐπίσης ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ Ναβουχοδονόσορ τὰ μετέφερε στὴν χώρα Σενναὰρ στὸν ναὸ τοῦ θεοῦ του. Τὰ σκεύη αὐτὰ τὰ ἔβαλε μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ του. 3 Καὶ εἶπε ὁ βασιλιᾶς στὸν ᾿Ασφανὲζ τὸν ἀρχιευνοῦχο νὰ ἐκλέξῃ καὶ νὰ ὁδηγήσῃ στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα ἀπὸ τοὺς αἰχμάλωτους ᾿Ισραηλῖτες, καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ ὅσους κατάγονταν ἀπὸ βασιλικὸ γένος καὶ ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς, 4 νέους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι νὰ μὴν ἔχουν κανένα σωματικὸ ἐλάττωμα, νὰ εἶναι ὡραῖοι στὴν ἐμφάνισι, νὰ κατανοοῦν κάθε εἶδος σοφίας, ὀξυδερκεῖς καὶ εὐφυεῖς στὴν ἐπιστήμη, μὲ ἰσχὺ καὶ ζωτικότητα ψυχῆς καὶ σώματος, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ὑπηρετοῦν στὸ παλάτι τὸν ἴδιο τὸν βασιλιᾶ, καὶ νὰ τοὺς διδάξῃ τὴν γραμματεία καὶ τὴν γλῶσσα τῶν Χαλδαίων. 5 Διέταξε ἐπίσης ὁ βασιλιᾶς νὰ τοὺς δίνουν κάθε ἡμέρα τροφὴ ἀπὸ τὴν βασιλικὴ τράπεζα καὶ κρασὶ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ πίνει ὁ βασιλιᾶς, καὶ ἔτσι νὰ τοὺς ἀναθρέψουν γιὰ τρία χρόνια, καὶ ἀφοῦ γίνουν ὅλα αὐτά, νὰ ἐμφανιστοῦν ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ. 6 Μεταξὺ τῶν ᾿Ιουδαίων νέων ποὺ ἐπελέγησαν ἦσαν ὁ Δανιήλ, ὁ ᾿Ανανίας, ὁ ᾿Αζαρίας καὶ ὁ Μισαήλ. 7 Καὶ ὁ ἀρχιευνοῦχος τοὺς ἄλλαξε τὰ ὀνόματα· τὸν Δανιὴλ ὀνόμασε Βαλτάσαρ, τὸν ᾿Ανανία Σεδράχ, τὸν Μισαὴλ Μισὰχ καὶ τὸν ᾿Αζαρία ᾿Αβδεναγώ.
8 Καὶ ὁ Δανιὴλ πῆρε σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη ἀπόφασι νὰ μὴ μολυνθῇ δοκιμάζοντας ἀπὸ τὰ φαγητὰ τοῦ βασιλικοῦ τραπεζιοῦ καὶ ἀπὸ τὸ κρασὶ ποὺ ἔπινε ὁ βασιλιᾶς. Καὶ παρεκάλεσε ἐπίμονα τὸν ἀρχιευνοῦχο, νὰ μὴν τὸν ὑποχρεώσῃ νὰ φάῃ καὶ μολυνθῇ. 9 Καὶ ἔδωσε ὁ Θεός, ὥστε ὁ Δανιὴλ νὰ βρῇ εὐμένεια καὶ συμπάθεια ἐκ μέρους τοῦ ἀρχιευνούχου. 10 Καὶ εἶπε ὁ ἀρχιευνοῦχος στὸν Δανιήλ· «᾿Εγὼ φοβοῦμαι τὸν κύριό μου τὸν βασιλιᾶ, ποὺ διέταξε ποιό νὰ εἶναι τὸ φαγητό σας καὶ τὸ ποτό σας. Φοβοῦμαι μήπως δῇῖ τὰ πρόσωπά σας ἀδύνατα (ἀπὸ τὴν νηστεία) σὲ σύγκρισι μὲ τὰ συνομήλικά σας παιδιά, καὶ γίνετε ἔτσι ἀφορμὴ νὰ μὲ καταδικάσετε, νὰ χάσω τὸ κεφάλι μου, μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ». 11 Καὶ ὁ Δανιὴλ εἶπε πρὸς τὸν ᾿Αμελσάδ, τὸν ὁποῖο ὁ ἀρχιευνοῦχος εἶχε ὁρίσει ὑπεύθυνο γιὰ τὸν Δανιήλ, τὸν ᾿Ανανία, τὸν Μισαὴλ καὶ τὸν ᾿Αζαρία· 12 «Κάμε μία δοκιμὴ μὲ ἐμᾶς τοὺς δούλους σου γιὰ δέκα ἡμέρες· ἂς μᾶς δώσουν ὄσπρια νὰ φᾶμε καὶ μόνον νερὸ νὰ πιοῦμε. 13 Καὶ ἔπειτα δὲς ἐσὺ ὁ ἴδιος τὰ πρόσωπά μας καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων νέων ποὺ θὰ τρῶνε ἀπὸ τὸ βασιλικὸ τραπέζι· καὶ σύμφωνα μὲ ὅ,τι δῇς, πρᾶξε γιὰ ἐμᾶς τοὺς δούλους σου». 14 Καὶ δέχτηκε ὁ ᾿Αμελσὰδ τὴν παράκλησί τους καὶ τοὺς δοκίμασε γιὰ δέκα ἡμέρες. 15 Καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν δέκα ἡμερῶν φάνηκαν τὰ πρόσωπά τους ὡραιότερα καὶ τὰ σώματά τους ῥωμαλεώτερα ἀπὸ τοὺς νέους ποὺ ἔτρωγαν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ βασιλιᾶ. 16 καὶ ἀπὸ τότε ὁ ᾿Αμελσὰδ ἀφαιροῦσε τὸ βασιλικὸ δεῖπνο τῶν τεσσάρων ᾿Ιουδαίων νέων καὶ τὸ κρασὶ ποὺ θὰ ἔπιναν, καὶ τοὺς ἔδινε ὄσπρια καὶ φυτικὲς τροφές.
17 Καὶ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τέσσερις ᾿Ισραηλῖτες νέους ἔδωσε ὁ Θεὸς σύνεσι καὶ φρόνησι καὶ πρόοδο στὰ χαλδαϊκὰ γράμματα καὶ στὴν ἐπιστήμη. Καὶ μάλιστα ὁ Δανιὴλ ἦταν σὲ θέσι νὰ ἑρμηνεύῃ κάθε εἶδος ὁράματος καὶ ὀνείρων. 18 Καὶ μετὰ τὴν λῆξι τοῦ χρονικοῦ διαστήματος, ποὺ ὁ βασιλιᾶς εἶχε ὁρίσει νὰ παρουσιάσουν τοὺς νέους αὐτοὺς ἐνώπιόν του, ὁ ἀρχιευνοῦχος τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τοῦ Ναβουχοδονόσορος. 19 Καὶ ὁ βασιλιᾶς συνωμίλησε μαζί τους, καὶ δὲν βρέθηκαν ἀπὸ ὅλους τοὺς αὐλικοὺς καὶ τοὺς δούλους τοῦ βασιλιᾶ ὅμοιοι μὲ τὸν Δανιήλ, τὸν ᾿Ανανία, τὸν Μισαὴλ καὶ τὸν ᾿Αζαρία· καὶ ἀπὸ τότε προσελήφθησαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ βασιλιᾶ. 20 Καὶ σὲ κάθε ζήτημα σοφίας καὶ ἐπιστήμης, στὸ ὁποῖο τοὺς ἐξέτασε ὁ βασιλιᾶς τοὺς βρῆκε δέκα φορὲς σοφώτερους ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐξορκιστὲς καὶ τοὺς ἱερεῖς, ποὺ βρίσκονταν σὲ ὅλο τὸ βασίλειό του. 21 Καὶ ὁ Δανιὴλ εἰδικώτερα παρέμεινε στὰ ἀνάκτορα μέχρι τὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Κύρου, βασιλιᾶ τῶν Περσῶν.
2
1 Κατὰ τὸ δεύτερο ἔτος τῆς βασιλείας του ὁ Ναβουχοδονόσορ εἶδε ἕνα ὄνειρο τέτοιο, ὥστε ταράχτηκε τὸ πνεῦμά του καὶ ἔφυγε ὁ ὕπνος ἀπὸ αὐτόν. 2 καὶ διέταξε ὁ βασιλιᾶς νὰ καλέσουν τοὺς ἐξορκιστές, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς μάγους, τοὺς Χαλδαίους γενικῶς, γιὰ νὰ ποῦν καὶ νὰ ἐξηγήσουν στὸν βασιλιᾶ τὸ ὄνειρό του, καὶ ἦρθαν καὶ παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 3 καὶ ὁ βασιλιᾶς τοὺς εἶπε· «Εἶδα κάποιο ὄνειρο καὶ ταράχτηκε τόσο πολὺ τὸ πνεῦμά μου, ποὺ δὲν τὸ θυμᾶμαι». 4 καὶ εἶπαν οἱ Χαλδαῖοι στὸν βασιλιᾶ μιλῶντας στὰ συριακά· «Βασιλιᾶ, αἰωνίως νὰ ζήσῃς· πὲς σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δούλους σου τὸ ὄνειρό σου, καὶ ἐμεῖς θὰ σοῦ ἀναγγείλουμε τὴν ἐξήγησί του». 5 ὁ βασιλιᾶς ἀπάντησε στοὺς Χαλδαίους· «Δὲν ἔχω κάτι ἄλλο νὰ πῶ. ἐὰν δὲν μοῦ φανερώσετε ἐσεῖς ποιό ἦταν τὸ ὄνειρό μου καὶ ποιά ἡ ἑρμηνεία του, θὰ καταδικαστῆτε σὲ θάνατο, καὶ τὰ σπίτια σας θὰ διαρπαγοῦν. 6 ἐὰν ὅμως μοῦ γνωστοποιήσετε τὸ ὄνειρο καὶ τὴν ἑρμηνεία του, θὰ πάρετε ἀπὸ ἐμένα ἀμοιβές, δῶρα καὶ μεγάλες τιμές. πεῖτέ μου λοιπὸν τὸ ὄνειρο καὶ τὴν ἐξήγησί του». 7 οἱ Χαλδαῖοι τοῦ ἀποκρίθηκαν ξανά· «῾Ο βασιλιᾶς ἂς πῇ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δούλους του τὸ ὄνειρό του, καὶ ἐμεῖς θὰ τοῦ ἀνακοινώσωμε τὴν ἑρμηνεία του». 8 καὶ ὁ βασιλιᾶς ἀνταπάντησε· «Ξέρω πολὺ καλὰ ὅτι ἐσεῖς προσπαθεῖτε νὰ κερδίσετε χρόνο, διότι ξέρετε ὅτι ξέχασα τὸ ὄνειρο. 9 ἐὰν λοιπὸν δὲν μοῦ ἀναγγείλετε τὸ ὄνειρο, εἶμαι βέβαιος ὅτι ψευδῆ καὶ παραπλανητικὰ λόγια θὰ ἔχετε συμφωνήσει νὰ μοῦ πῆτε, ἕως ὅτου περάσῃ ὁ καιρός. λοιπὸν πεῖτε μου τὸ ὄνειρό μου, καὶ ἔτσι θὰ βεβαιωθῶ ὅτι μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε καὶ τὴν ἑρμηνεία του». 10 οἱ Χαλδαῖοι ἀποκρίθηκαν στὸν βασιλιᾶ καὶ εἶπαν· «Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος σ᾿ ὅλη τὴν γῆ, ὁ ὁποῖος θὰ μπορέσῃ νὰ ἀνταποκριθῇ στὴν ἀπαίτησι τοῦ βασιλιᾶ. Διότι κανένας μέγας βασιλιᾶς καὶ ἄρχοντας δὲν ἔκαμε ποτὲ τέτοια ἐρώτησι σὲ ἐξορκιστή, ἱερέα ἢ Χαλδαῖο. 11 διότι ἡ ἀπαίτησι αὐτὴ τοῦ βασιλιᾶ εἶναι πολὺ βαριά, καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας ἄλλος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψῃ στὸν βασιλιᾶ τὸ ὄνειρό του ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς θεούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως δὲν κατοικοῦν ἀνάμεσα σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους».
12 Τότε ὁ βασιλιᾶς μὲ θυμὸ καὶ ὀργὴ διέταξε νὰ θανατώσουν ὅλους τοὺς σοφοὺς τῆς Βαβυλῶνος. 13 καὶ τὸ διάταγμα ἐξεδόθη, καὶ ἄρχισαν οἱ ἐκτελέσεις τῶν σοφῶν, καὶ ἀνεζήτησαν τὸν Δανιὴλ καὶ τοὺς φίλους του, γιὰ νὰ τοὺς θανατώσουν. 14 τότε ὁ Δανιὴλ μίλησε μὲ σοφία καὶ σύνεσι στὸν ᾿Αριώχ, τὸν ἀρχιμάγειρο τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀναλάβει νὰ σκοτώσῃ τοὺς σοφοὺς τῆς Βαβυλῶνος· 15 «Ἄρχοντα τοῦ βασιλιᾶ, γιατί ἐξεδόθη αὐτὴ ἡ σκληρὴ ἀπόφασι ἐκ μέρους τοῦ βασιλιᾶ;» ὁ ᾿Αριὼχ ἐξήγησε στὸν Δανιὴλ τὴν ὑπόθεσι. 16 τότε ὁ Δανιὴλ πῆγε στὰ ἀνάκτορα καὶ παρακάλεσε τὸν βασιλιᾶ νὰ τοῦ δώσῃ λίγο χρόνο, καὶ θὰ γνωστοποίησῃ στὸν βασιλιᾶ τὴν ἐξήγησι τοῦ ὀνείρου. 17 καὶ κατόπιν ὁ Δανιὴλ πῆγε στὸ διαμέρισμά του καὶ ἐνημέρωσε γιὰ τὴν ὑπόθεσι αὐτὴ τὸν ᾿Ανανία, τὸν Μισαὴλ καὶ τὸν ᾿Αζαρία. 18 καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ νὰ τοὺς λυπηθῇ καὶ νὰ τοὺς ἀποκαλύψῃ τὸ μυστηριῶδες ὄνειρο τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὴν ἑρμηνεία του, γιὰ νὰ μὴ θανατωθοῦν ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ φίλοι του μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους σοφοὺς τῆς Βαβυλῶνος. 19 τότε τὴν ἴδια νύκτα μὲ ὅραμα ἀποκαλύφθηκε στὸν Δανιὴλ τὸ μυστηριῶδες ὄνειρο· καὶ ὁ Δανιὴλ δόξασε τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ 20 καὶ εἶπε· «Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τώρα καὶ στὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα, διότι σ’ αὐτὸν ἀνήκει κάθε σοφία καὶ σύνεσι· 21 καὶ αὐτὸς μεταβάλλει ἐποχὲς καὶ χρόνους, ἀνεβάζει καὶ κατεβάζει βασιλιᾶδες, δίνει σοφία στοὺς σοφοὺς καὶ ὀρθοφροσύνη στοὺς γνωστικοὺς καὶ συνετούς· 22 αὐτὸς ἀποκαλύπτει τὰ βαθιὰ καὶ ἀπόκρυφα μυστήρια, γνωρίζει καὶ τὰ ὅσα γίνονται στὸ σκοτάδι, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ὑπάρχει πάντοτε τὸ φῶς. 23 σὲ σένα, Θεὲ τῶν πατέρων μου, ἀναπέμπω δοξολογία καὶ ὕμνο, διότι μοῦ ἔδωσες σοφία καὶ δύναμι, καὶ μοῦ ἀπεκάλυψες αὐτὰ τὰ ὁποῖα ζητήσαμε ἀπὸ σένα, καὶ τὸ ὅραμα τοῦ βασιλιᾶ μοῦ ἀπεκάλυψες».
24 Τότε ὁ Δανιὴλ παρουσιάστηκε στὸν ᾿Αριώχ, στὸν ὁποῖο ὁ βασιλιᾶς εἶχε ἀναθέσει τὴν ἐκτέλεσι τῶν σοφῶν τῆς Βαβυλῶνος, καὶ τοῦ εἶπε· «Μὴ θανατώσῃς τοὺς σοφοὺς τῆς Βαβυλῶνος, ἄλλα ὁδήγησέ με ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ καὶ ἐγὼ θὰ ἀποκαλύψω στὸν βασιλιᾶ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀνείρου». 25 τότε ὁ ᾿Αριὼχ ἐπειγόντως ὁδήγησε τὸν Δανιὴλ ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ, καὶ τοῦ εἶπε· «Βρῆκα ἕναν ἄντρα μεταξὺ τῶν ᾿Ιουδαίων αἰχμαλώτων, ὁ ὁποῖος θὰ ἀνακοινώσῃ στὸν μεγαλειότητά σου τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀνείρου». 26 καὶ ὁ βασιλιᾶς ἀπηύθυνε τὸν λόγο στὸν Δανιήλ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Βαλτάσαρ· «Πράγματι μπορεῖς νὰ μοῦ φανερώσῃς τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδα καὶ τὴν ἑρμηνεία του;» 27 καὶ ὁ Δανιὴλ μίλησε ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ καὶ εἶπε· «῾Η ἀπάντησι τοῦ μυστηρίου, τὴν ὁποία ἡ μεγαλειότητά σου ζητᾶ, δὲν εἶναι ἔργο τῶν σοφῶν, τῶν ἱερέων, τῶν ἐξορκιστῶν καὶ τῶν ἀστρολόγων νὰ τὸ ἀνακοινώσουν στὴν μεγαλειότητά σου· 28 ἀλλὰ ὑπάρχει πράγματι ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στὸν οὐρανό, καὶ αὐτὸς ἀποκαλύπτει μυστήρια καὶ γνωστοποίησε στὸν βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορα ὅσα μέλλουν νὰ συμβοῦν κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους. τὸ ὄνειρό σου, βασιλιᾶ, καὶ οἱ ὁράσεις ποὺ εἶδε ἡ διάνοιά σου, ἐνῶ κοιμόσουν, εἶναι τὸ ἐξῆς: 29 σύ, βασιλιᾶ, καθὼς ἤσουν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι σου, στοχαζόσουν τί θὰ γίνῃ στὸ μέλλον· καὶ ὁ Θεὸς ποὺ φανερώνει τὰ μυστήρια, σοῦ γνωστοποίησε ὅσα πρόκειται νὰ γίνουν. 30 καὶ σὲ μένα φανερώθηκε τὸ μυστήριο αὐτό, ὄχι διότι ἔχω ἐγὼ σοφία μεγαλείτερη ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταστήσω γνωστὴ στὴν μεγαλειότητά σου τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀνείρου καὶ γιὰ νὰ πάρῃς ἀπάντησι στὶς ἀπορίες τῆς διανοίας σου. 31 ἐσὺ λοιπόν, βασιλεῦ, ἔβλεπες καὶ νά μπροστά σου ἕνα ἄγαλμα, κι ἦταν πελώριο ἐκεῖνο τὸ ἄγαλμα. ἡ ὄψι του ἦταν ἔξοχη, καὶ ὅπως στεκόταν ὄρθιο μπροστά σου καὶ μόνο ἡ θέα του προξενοῦσε φόβο. 32 αὐτοῦ τοῦ ἀγάλματος ἡ κεφαλὴ ἦταν ἀπὸ καθαρὸ χρυσό, τὰ χέρια καὶ τὸ στῆθος καὶ οἱ βραχίονές του ἦσαν ἀργυρά. ἡ κοιλιὰ καὶ οἱ μηροὶ ἦσαν χάλκινοι, οἱ κνῆμες του σιδερένιες, 33 καὶ τὰ πόδια του ἦσαν ἐν μέρει σιδερένια καὶ ἐν μέρει πήλινα. 34 τὸ ἔβλεπες, μέχρις ὅτου ἀπεκόπη, χωρὶς τὴν ἐπέμβασι κανενὸς ἀνθρωπίνου χεριοῦ, ἕνας βράχος ἀπὸ βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα στὰ πόδια του τὰ σιδερένια καὶ πήλινα καὶ τὸ συνέτριψε ἐξ ὁλοκλήρου. 35 τότε συνετρίβησαν μεμιᾶς ὁ πηλός, τὸ σίδερο, ὁ χαλκός, ὁ ἄργυρος, ὁ χρυσός, καὶ ἔγιναν σὰν τὴν σκόνη τοῦ ἁλωνιοῦ τὸ καλοκαῖρι. καὶ ἕνας ἰσχυρὸς ἄνεμος πῆρε τὰ κονιορτοποιημένα ὑλικὰ καὶ τὰ σήκωσε, χωρὶς νὰ παραμείνῃ οὔτε ἴχνος ἀπὸ αὐτά. ὁ δὲ βράχος ποὺ χτύπησε τὸ ἄγαλμα, ἔγινε μεγάλο βουνὸ καὶ ἔπιασε ὅλη τὴν γῆ. 36 αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνειρο, καὶ θὰ ποῦμε τώρα στὴν μεγαλειότητά σου καὶ τὴν ἑρμηνεία του. 37 ἐσύ, βασιλιᾶ, εἶσαι βασιλιᾶς βασιλέων, καὶ σοῦ παρέδωσε ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλεία ἰσχυρή, δυνατή, ἔνδοξη καὶ τιμημένη. 38 καὶ βασιλεύεις σὲ κάθε περιοχή, ὅπου κατοικοῦν ἄνθρωποι, καὶ παρέδωσε στὰ χέρια σου τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου, τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, καὶ σὲ κατέστησε κύριο ὅλων αὐτῶν. ἐσὺ λοιπὸν εἶσαι ἡ χρυσῆ κεφαλή. 39 ἔπειτα ἀπὸ σένα θὰ φανῇ ἕνα βασίλειο κατώτερο ἀπὸ σένα καὶ ἔπειτα θὰ ἔρθῃ ἕνα τρίτο βασίλειο, αὐτὸ εἶναι ὁ χαλκός, καὶ θὰ κυριαρχήσῃ σὲ ὅλη τὴν γῆ. 40 ἔπειτα θὰ ἔρθῃ ἕνα τέταρτο βασίλειο, ποὺ θὰ εἶναι ἰσχυρὸ ὅπως ὁ σίδηρος. ὅπως ἀκριβῶς ὁ σίδηρος συντρίβει καὶ δαμάζει τὰ πάντα, ἔτσι καὶ τὸ βασίλειο αὐτὸ θὰ συντρίψῃ καὶ θὰ ὑποτάξῃ τοὺς πάντες. 41 καὶ τὸ ὅτι εἶδες τὰ πόδια καὶ τὰ δάχτυλα τοῦ ἀγάλματος νὰ εἶναι ἐν μέρει πήλινα καὶ ἐν μέρει σιδερένια, τοῦτο σημαίνει ὅτι τὸ βασίλειο αὐτὸ δὲν θὰ ἔχῃ ἑνότητα, ἀλλὰ θὰ εἶναι διῃρημένο. καὶ θὰ ἔχῃ μέσα του ἀπὸ τὴν ρίζα τὴν σιδερένια, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶδες θὰ ἔχῃ τὸ σίδερο ἀναμεμιγμένο μὲ τὸν πηλό. 42 τὰ δάχτυλα τῶν ποδιῶν ἦσαν ἐν μέρει σιδερένα καὶ ἐν μέρει πήλινα. αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἕνα τμῆμα τοῦ βασιλείου θὰ εἶναι ἰσχυρό, ἐνῶ τὸ ἄλλο τμῆμα θὰ εἶναι εὔθραυστο. 43 εἶδες τὸ σίδερο ἀνακατωμένο μὲ τὸν πηλό. αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀνακατεμένοι θὰ εἶναι οἱ λαοὶ ἐκείνου τοῦ βασιλείου. δὲν θὰ ἔχουν στενὸ σύνδεσμο ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ σίδερο δὲν ἀναμιγνύεται καὶ δὲν ἑνώνεται μὲ τὸν πηλό. 44 στὴν ἐποχὴ τῶν βασιλέων τοῦ τετάρτου βασιλείου, ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ θὰ ἀναδείξῃ ἕνα ἄλλο βασίλειο, τὸ ὁποῖο στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων δὲν θὰ καταστραφῇ. Καὶ ἔτσι τὸ βασίλειο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ παραδοθῇ σὲ ἄλλον λαό. Θὰ συντρίψῃ καὶ θὰ κομματιάσῃ ὅλα τὰ ἄλλα βασίλεια· καὶ αὐτὸ θὰ ἐξυψωθῇ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. 45 ὅπως ἀκριβῶς εἶδες ὅτι χωρὶς τὴν ἐπέμβασι ἀνθρωπίνων χεριῶν ἀποκόπηκε ἕνας βράχος ἀπὸ βουνὸ καὶ συνέτριψε τὸν πηλό, τὸ σίδερο, τὸν χαλκό, τὸν ἄργυρο καὶ τὸν χρυσό, ἔτσι ὁ μέγας Θεὸς ἀποκάλυψε στὴν μεγαλειότητά σου τί θὰ γίνῃ μετὰ ἀπὸ σένα. τὸ ὄνειρον εἶναι ἀληθινὸ καὶ ἡ ἑρμηνεία του ἀκριβής».
46 Τότε ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ ἔπεσε πρηνὴς στὸ ἔδαφος καὶ προσκύνησε τὸν Δανιὴλ καὶ διέταξε νὰ προσφέρουν γιὰ χάρι του ἀναίμακτες θυσίες καὶ εὐώδη θυμιάματα. 47 καὶ εἶπε ὁ βασιλιᾶς στὸν Δανιήλ· «Πράγματι ὁ θεός σας αὐτὸς εἶναι ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ ὁ κύριος τῶν βασιλέων καὶ φανερώνει τὰ μυστήρια, διότι μόνο ἐσὺ μπόρεσες νὰ ἀποκαλύψῃς τὸ μυστηριῶδες τοῦτο γεγονός». 48 καὶ ὁ βασιλιᾶς δόξασε τὸν Δανιήλ, τοῦ προσέφερε μεγάλα δῶρα, καὶ τὸν κατέστησε κυβερνήτη ὅλης τῆς χώρας τῆς Βαβυλῶνος, ἄρχοντα τῶν σατραπῶν καὶ ὅλων τῶν σοφῶν τῆς Βαβυλῶνος. 49 καὶ ὁ Δανιὴλ ζήτησε ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ καὶ διόρισε ὡς διοικητὲς γιὰ τὰ ἔργα τῆς ἐπαρχίας τῆς Βαβυλῶνος τὸν Σεδράχ, τὸν Μισὰχ καὶ τὸν ᾿Αβδεναγώ· ὁ δὲ Δανιὴλ παρέμεινε στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλιᾶ.
3
1 Ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ διέταξε κατὰ τὸ δέκατο ὄγδοο ἔτος τῆς βασιλείας του καὶ κατασκεύασαν ἕνα χρυσὸ ἄγαλμα. τὸ ὕψος του ἦταν ἑξῆντα πήχεις καὶ τὸ πλάτος του ἕξι πήχεις, καὶ τὸ τοποθέτησε στὴν πεδιάδα Δεϊρᾶ, στὴν ἐπαρχία τῆς Βαβυλῶνος. 2 κατόπιν ἔστειλε ἀνθρώπους, νὰ συγκεντρώσουν τοὺς ὑπάτους καὶ τοὺς στρατηγούς, τοὺς τοπάρχες, τοὺς προϊσταμένους καὶ τοὺς ἡγεμόνες, τοὺς ἀξιωματούχους καὶ ὅλους γενικὰ τοὺς ἄρχοντες τῶν χωρῶν, γιὰ νὰ ἔρθουν στὰ ἐγκαίνια τοῦ ἀγάλματος, τὸ ὁποῖο τοποθέτησε ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ.
3 Πράγματι συγκεντρώθηκαν οἱ τοπάρχες, οἱ ὕπατοι, οἱ στρατηγοί, οἱ προϊστάμενοι ὑπηρεσιῶν, οἱ μεγάλοι ἡγεμόνες, οἱ ἀξιωματοῦχοι καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῶν χωρῶν στὰ ἐγκαίνια τοῦ ἀγάλματος ποὺ τοποθέτησε ὁ Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλιᾶς. ὅλοι αὐτοὶ στάθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος. 4 καὶ ὁ κήρυκας φώναξε μὲ ἰσχυρὴ φωνή· «᾿Ακοῦστε σεῖς, λαοί, φυλὲς καὶ γλῶσσες· 5 μόλις ἀκούσετε τὸν ἦχο τῆς σάλπιγγος, τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς κιθάρας, τῆς σαμβύκης καὶ τοῦ ψαλτηρίου, τῆς συμφωνίας καὶ κάθε ἄλλου εἴδους μουσικῶν ὀργάνων, θὰ πέφτετε καὶ θὰ προσκυνᾶτε τὸ ἄγαλμα τὸ χρυσό, τὸ ὁποῖο ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ τοποθέτησε. 6 καὶ ὅποιος δὲν θὰ πέσῃ νὰ προσκυνήσῃ, θὰ ῥηχτῇ τὴν ἴδια ὥρα στὸ καιόμενο καμίνι τῆς φωτιᾶς». 7 ὅταν λοιπὸν οἱ λαοὶ ἄκουγαν τὸν ἦχο τῆς σάλπιγγος, τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς κιθάρας, τῆς σαμβύκης καὶ τοῦ ψαλτηρίου, τῆς συμφωνίας καὶ κάθε ἄλλου εἴδους μουσικῶν ὀργάνων, ἔπεφταν στὴν γῆ ὅλοι οἱ λαοί, οἱ φυλές, οἱ γλῶσσες καὶ προσκυνοῦσαν τὸ ἄγαλμα τὸ χρυσό, τὸ ὁποῖο τοποθέτησε ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ.
8 Τότε ὅμως παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ μερικοὶ Χαλδαῖοι καὶ κατήγγειλαν τοὺς ᾿Ιουδαίους 9 στὸν βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορα λέγοντας· «Βασιλιᾶ, νὰ ζήσῃς αἰωνίως. 10 ἐσύ, βασιλιᾶ, ἐξέδωσες διαταγή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κάθε ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἀκούσῃ τὸν ἦχο τῆς σάλπιγγος καὶ τοῦ αὐλοῦ, τῆς κιθάρας καὶ τῆς σαμβύκης, τοῦ ψαλτηρίου, τῆς συμφωνίας καὶ κάθε ἄλλου εἴδους μουσικῶν ὀργάνων 11 καὶ δὲν θὰ πέσῃ νὰ προσκυνήσῃ τὸ χρυσὸ ἄγαλμα, θὰ ῥηχτῇ στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς τὸ πυρακτωμένο. 12 ὑπάρχουν λοιπὸν μεταξύ μας ἄνδρες ᾿Ιουδαῖοι, τοὺς ὁποίους μάλιστα ἐσὺ κατέστησες ἀρχηγοὺς στὰ ἔργα τῆς ἐπαρχίας Βαβυλῶνος, ὁ Σεδράχ, ὁ Μισὰχ καὶ ὁ ᾿Αβδεναγώ, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπάκουσαν, βασιλιᾶ, στὴν διαταγή σου· δὲν λατρεύουν τοὺς θεούς σου καὶ τὸ ἄγαλμα τὸ χρυσὸ ποὺ ἐγκατέστησες αὐτοὶ δὲν τὸ προσκυνοῦν». 13 τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ κυριευμένος ἀπὸ θυμὸ καὶ πάνω στὴν ἔκρηξι τῆς ὀργῆς του, διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του τὸν Σεδράχ, τὸν Μισὰχ καὶ τὸν ᾿Αβδεναγώ, καὶ ἐκεῖνοι ὡδηγήθηκαν μπροστὰ στὸν βασιλιᾶ. 14 ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀπευθύνθηκε πρὸς αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπε· «Πραγματικά, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, δὲν λατρεύετε τοὺς δικούς μου θεοὺς καὶ δὲν προσκυνᾶτε τὸ χρυσὸ ἄγαλμα ποὺ τοποθέτησα; 15 τώρα λοιπὸν νὰ εἶστε ἕτοιμοι, καὶ μόλις ἀκούσετε τὸν ἦχο τῆς σάλπιγγος, τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς κιθάρας, τῆς σαμβύκης καὶ τοῦ ψαλτηρίου, τῆς συμφωνίας καὶ κάθε ἄλλου εἴδους μουσικῶν ὀργάνων, νὰ πέσετε καὶ νὰ προσκυνήσετε τὸ ἄγαλμα τὸ χρυσό, τὸ ὁποῖο ἐγὼ κατασκεύασα. καὶ ἐὰν δὲν προσκυνήσετε, τὴν ἴδια στιγμὴ θὰ ῥηχτῆτε στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς τὸ πυρακτωμένο. καὶ ποιός θεὸς θὰ βρεθῇ ὁ ὁποῖος θὰ σᾶς γλιτώσῃ ἀπ᾿ τὰ χέρια μου;» 16 ῾Ο Σεδράχ, ὁ Μισὰχ καὶ ὁ ᾿Αβδεναγὼ ἀπάντησαν στὸν βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορα καὶ τοῦ εἶπαν· «Στὸ ἐρώτημά σου αὐτὸ δὲν ἔχουμε ἀνάγκη νὰ σοῦ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς. 17 διότι ὑπάρχει πράγματι ὁ Θεός μας ὁ ἐπουράνιος, τὸν ὁποῖο λατρεύουμε, καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατὸς νὰ μᾶς περιφρουρήσῃ ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ πυρακτωμένου καμινιοῦ καὶ νὰ μᾶς γλιτώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια σου, βασιλιᾶ. 18 ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἐὰν δὲν γίνῃ, μάθε, βασιλιᾶ, ὅτι ἐμεῖς τοὺς θεούς σου δὲν τοὺς λατρεύουμε, καὶ τὸ ἄγαλμα ποὺ τοποθέτησες δὲν τὸ προσκυνοῦμε». 19 τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ κυριεύτηκε ἀπὸ θυμό· ἡ ὄψι του ἀλλοιώθηκε ἐναντίον τῶν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγὼ καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ κάψουν ἑπτὰ φορὲς περισσότερο τὸ καμίνι, μέχρις ὅτου πυρακτωθῇ ἐξ ὁλοκλήρου. 20 διέταξε ἐπίσης ἄνδρες ἰσχυροὺς νὰ δέσουν τὸν Σεδράχ, τὸν Μισὰχ καὶ τὸν ᾿Αβδεναγὼ καὶ νὰ τοὺς ῥήξουν στὸ ἀναμμένο καμίνι τῆς φωτιᾶς. 21 τότε οἱ τρεῖς αὐτοὶ ἄνδρες δέθηκαν μαζὶ μὲ τὰ ἐνδύματά τους, μὲ τοὺς χιτῶνες τους καὶ τὶς τιάρες καὶ τὶς περικνημῖδες τους καὶ πετάχτηκαν στὸ μέσον τοῦ ἀναμμένου καὶ πυρακτωμένου καμινιοῦ, 22 διότι ἡ διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ ἦταν ρητή, καὶ τὸ καμίνι πυρακτώθηκε μὲ τὸ παραπάνω. 23 οἱ τρεῖς αὐτοὶ νέοι Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγὼ ἔπεσαν στὸ μέσο τοῦ ἀναμμένου καὶ πυρακτωμένου καμινιοῦ, καὶ περπατοῦσαν ἀνάμεσα στὶς φλόγες ὑμνῶντας τὸν Θεὸ καὶ δοξολογῶντας τὸν Κύριο.
24 ῾Ο Ναβουχοδoνόσορ τοὺς ἄκουσε νὰ ὑμνολογοῦν τὸν Θεὸ καὶ κυριεύτηκε ἀπὸ θαυμασμό, καὶ ἀναπήδησε βιαστικὰ ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ εἶπε στοὺς μεγιστᾶνες του· «Τρεῖς ἄντρες δεμένους δὲν ῥήξαμε μέσα στὴν φωτιά;» . καὶ ἐκεῖνοι ἀπάντησαν στὸν βασιλιᾶ· «Πράγματι, βασιλιᾶ, ἔτσι εἶναι». 25 καὶ ὁ βασιλιᾶς εἶπε· «᾿Αλλὰ τώρα ἐγὼ βλέπω τέσσερις ἄντρες λυμένους νὰ περπατοῦν στὴν μέση τῆς φωτιᾶς, καὶ δὲν βλέπω νὰ ὑπάρχῃ πάνω τους ἡ παραμικρὴ βλάβη ἀπὸ τὴν φωτιά, ἐνῷ τὸ πρόσωπο τοῦ τετάρτου εἶναι ὅμοιο μὲ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ». 26 τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ ὁ ἴδιος πλησίασε στὴν εἴσοδο τοῦ πύρινου καμινιοῦ, ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ καίῃ, καὶ εἶπε· «Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, βγεῖτε ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ἐλᾶτε ἐδῶ». ὁ Σεδρὰχ ὁ Μισὰχ καὶ ὁ ᾿Αβδεναγὼ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὴν φωτιά. 27 καὶ τότε μαζεύονται οἱ σατράπες καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ τοπάρχες καὶ οἱ ἀξιωματοῦχοι τοῦ βασιλιᾶ, καὶ ἔβλεπαν μὲ θαυμασμὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἄντρες, διότι δὲν τοὺς εἶχε πειράξει καθόλου ἡ φωτιά, οὔτε μία τρίχα τῆς κεφαλῆς τους δὲν εἶχε καψαλιστῆ, καὶ τὰ ἐνδύματά τους δὲν ἀλλοιώθηκαν καθόλου ἀπὸ τὴν θερμότητα, καὶ οὔτε κὰν ἡ μυρωδιὰ τῆς φωτιᾶς δὲν ὑπῆρχε πάνω τους. 28 ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ ἔλαβε τὸν λόγο μὲ ἑπισημότητα καὶ εἶπε· «Εὐλογημένος ἂς εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τὸν ἄγγελό του καὶ γλίτωσε τὰ παλληκάρια του, ἐπειδὴ εἶχαν πίστι σ᾿ αὐτόν, καὶ γι᾿ αὐτὸ παρέβησαν τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ καὶ προτίμησαν νὰ παραδώσουν τὰ σώματά τους στὴν φωτιά, παρὰ νὰ ὑποχωρήσουν καὶ νὰ λατρεύσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν ἄλλον θεό, παρὰ μόνον τὸν θεό τους. 29 γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ λοιπὸν βγάζω τούτη τὴν ἀπόφασι· κάθε ἄνθρωπος ὁποιουδήποτε λαοῦ, ὁποιασδήποτε φυλῆς καὶ ὁποιασδήποτε γλώσσας, ὁ ὁποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ ξεστομίσῃ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τῶν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, θὰ παραδοθῇ εἰς θάνατον, τὸ δὲ σπίτι του καὶ ἡ περιουσία του θὰ δημευθοῦν· διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεός, ὁ ὁποῖος νὰ μπορῇ μὲ τέτοιον θαυμαστὸ τρόπο νὰ σῴζῃ τοὺς ἀνθρώπους του»! 30 τότε ἐπίσης ὁ βασιλιᾶς ὥρισε τὸν Σεδράχ, τὸν Μισὰχ καὶ τὸν ᾿Αβδεναγὼ ὡς διοικητὲς στὴν ἐπαρχία τῆς Βαβυλῶνος, τοὺς προήγαγε τιμητικὰ καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν ἐξουσία, ὥστε νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ ὅλων τῶν ᾿Ιουδαίων, ποὺ ὑπῆρχαν στὴν βασιλείαν του.
(᾿Εξέδωσε καὶ τὴν ἑξῆς διαταγή.) 31 «᾿Εγὼ ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ, ἀπευθύνομαι σὲ ὅλους τοὺς λαούς, τὶς φυλὲς καὶ τὶς γλῶσσες, ποὺ κατοικοῦν σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία· νὰ ἔχετε πλούσια εἰρήνη. 32 μοῦ φάνηκε καλὸ νὰ σᾶς ἀναγγείλω τὰ καταπληκτικὰ σημεῖα καὶ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἔκαμε σὲ μένα ὁ ὕψιστος θεός, 33 νὰ σᾶς πῶ πόσο μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἦσαν. ἡ βασιλεία του εἶναι βασιλεία αἰώνια καὶ ἡ ἐξουσία του ἐκτείνεται σὲ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν γενεῶν».
4
1 «᾿Εγὼ ὁ Ναβουχοδονόσορ ἤμουν κατὰ πάντα ὑγιὴς καὶ εὐτυχὴς στὰ ἀνάκτορά μου. 2 εἶδα ὅμως ἕνα ὄνειρο, ποὺ μὲ κατατρόμαξε. Καὶ καθὼς ἤμουν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι μου, ταράχτηκα. Τὰ ὁράματα αὐτὰ τῆς διανοίας μου μὲ συγκλόνισαν. 3 ἐξέδωσα λοιπὸν διαταγὴ νὰ παρουσιάσουν μπροστά μου ὅλους τοὺς σοφοὺς τῆς Βαβυλῶνος, γιὰ νὰ μοῦ δώσουν τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀνείρου αὐτοῦ. 4 καὶ ἦρθαν οἱ ἐξορκιστές, οἱ μάγοι, οἱ ἀστρολόγοι, οἱ Χαλδαῖοι, καὶ ἐγὼ εἶπα σ᾿ αὐτοὺς τὸ ὄνειρό μου, ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲν κατώρθωσαν νὰ μοῦ ἀνακοινώσουν τὴν ἑρμηνεία του, 5 μέχρις ὅτου ἦρθε ὁ Δανιήλ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι Βαλτάσαρ, ἔχει δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ προστάτου θεοῦ μου· αὐτὸς λοιπὸν ὁ Δανιὴλ ἔχει πνεῦμα θεοῦ μέσα του, καὶ πρὸς αὐτὸν εἶπα τὸ ὄνειρό μου, ὡς ἑξῆς: 6 Βαλτάσαρ, ἄρχοντα τῶν ἐξορκιστῶν, γνωρίζω καλὰ ὅτι σὲ σένα κατοικεῖ τὸ ἅγιο πνεῦμα τοῦ θεοῦ καὶ ὅτι κανενὸς μυστηρίου ἡ λύσι δὲν εἶναι ἀδύνατη γιὰ σένα. ἄκουσε λοιπὸν τὸ ὅραμα τοῦ ὀνείρου μου, τὸ ὁποῖο εἶδα, καὶ πές μου ποιά εῑναι ἡ ἐξήγησί του. 7 κοιμόμουνα στὸ κρεβάτι μου καὶ εἶδα. νά ἕνα δέντρο στὸ μέσο τῆς γῆς, καὶ τὸ ὕψος του πολὺ μεγάλο. 8 τὸ δέντρο αὐτὸ μεγάλωσε καὶ ἀναπτύχτηκε ὑπερβολικά. τὸ ὕψος του ἔφτασε μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ ἡ ἔκτασι τῶν κλαδιῶν του κάλυψε τὰ πέρατα ὅλης τῆς γῆς. 9 τὰ φύλλα του ἦσαν ὡραῖα, καὶ οἱ καρποί του ἄφθονοι, καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ δέντρο εὕρισκαν ὅλοι τροφή. κάτω ἀπὸ αὐτὸ εἶχαν τὶς φωλιές τους τὰ ἄγρια θηρία καὶ στὰ κλαδιά του κατοικοῦσαν τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ. ἀπὸ αὐτὸ τρέφονταν ὅλα τὰ ζωντανὰ δημιουργήματα. 10 ἐνῷ λοιπὸν ξαπλωμένος καὶ κοιμώμενος στὸ κρεβάτι μου ἔβλεπα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας αὐτὰ τὰ ὁράματα, ξαφνικὰ κατέβηκε ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ἕνας ἅγιος ἄγγελος. 11 καὶ φώναξε μὲ μεγάλη φωνὴ καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς· κόψτε τὸ δέντρο αὐτό, μαδῆστε τὰ κλαδιά του, τινάξτε κάτω τὰ φύλλα του, διασκορπίστε τὸν καρπό του. ἂς φύγουν τρομαγμένα τὰ θηρία ποὺ ἦσαν κάτω ἀπὸ αὐτό, καὶ τὰ πτηνὰ ποὺ ἦσαν στὰ κλαδιά του. 12 ἀφῆστε μόνο τὴν φύτρα τῶν ριζῶν του μέσα στὴν γῆ, καὶ μὲ δεσμὰ σιδερένια καὶ χάλκινα δέστε τον καὶ ἀφῆστε τον νὰ βρίσκετε ἔξω στὸ χορτάρι, καὶ νὰ κοιμᾶται κάτω ἀπὸ τὴν δροσιὰ τοῦ οὐρανοῦ. θὰ ἔχῃ τὴν συναναστροφή του μὲ τὰ θηρία καὶ θὰ τρώῃ τὸ χορτάρι τῆς γῆς. 13 ἡ διάνοιά του θὰ μεταβληθῇ, θὰ γίνῃ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν διάνοια τῶν ἀνθρώπων. θὰ τοῦ δοθῇ νοῦς θηρίου καὶ θὰ περάσῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἑπτὰ χρονικὲς περιόδους στὴν κατάστασι αὐτή. 14 ἡ ἀπόφασι ἀναγγέλθηκε μὲ διάγγελμα ἀπὸ οὐράνιο ἄγγελο καὶ ἀποτελεῖ ἀπάντησι σὲ ἐρώτημα, τὸ ὁποῖο ἔκαμαν οἱ ἅγιοι στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ μάθουν ὅσοι ζοῦν πάνω στὴν γῆ, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὕψιστος, ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος κάθε ἀνθρώπινης βασιλείας. καὶ ὅτι σὲ ὅποιον ἀποφασίσῃ θὰ τοῦ δώσῃ αὐτὴν τὴν ἐξουσία, ἀκόμη καὶ νὰ ἐγκαταστήσῃ ἐκεῖ ἕναν ἄνθρωπο ἄσημο καὶ περιφρονημένο. 15 αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνειρο, τὸ ὁποῖο ἐγὼ ὁ Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλιᾶς εἶδα. ἐσὺ λοιπόν, Βαλτάσαρ, πές μου τὴν ἑρμηνεία του, διότι ὅλοι οἱ ἄλλοι σοφοὶ τοῦ βασιλείου μου δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ μοῦ φανερώσουν τὴν σημασία του. ἐσὺ ὅμως, Δανιήλ, μπορεῖς, διότι ὑπάρχει μέσα σου τὸ ἅγιο πνεῦμα τοῦ θεοῦ».
16 Τότε ὁ Δανιήλ, ποὺ ὠνομαζόταν καὶ Βαλτάσαρ, ἔμεινε ἐκστατικὸς καὶ ἄφωνος γιὰ μία ὥρα περίπου, ἐνῷ οἱ στοχασμοί του τὸν συντάρασσαν. καὶ τοῦ μίλησε πάλι ὁ βασιλιᾶς· «Βαλτάσαρ, μὴ σὲ πιέζει τὸ ὄνειρο καὶ ἡ ἑρμηνεία του». καὶ ὁ Βαλτάσαρ τοῦ ἀπάντησε· «κύριε, τὸ ὄνειρο αὐτὸ ἂς εἶναι γιὰ ἐκείνους ποὺ σὲ μισοῦν καὶ ἡ ἑρμηνεία του γιὰ τοὺς ἐχθρούς σου. 17 τὸ δέντρο, ποὺ εἶδες, τὸ τόσο μεγάλο καὶ ἰσχυρό, τοῦ ὁποίου τὸ ὕψος ἔφτανε ὣς τὸν οὐρανό, καὶ ἡ ἔκτασι τῶν κλαδιῶν του ἁπλωνόταν σὲ ὅλη τὴν γῆ, 18 καὶ τὰ φύλλα του ἦσαν θαλλερὰ καὶ ὁ καρπός του ἄφθονος, καὶ ἔδινε τροφὴ σὲ ὅλους, τὸ δέντρο κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατοικοῦσαν τὰ ἄγρια θηρία, καὶ στὰ κλαδιά του φώλιαζαν τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, 19 εἶσαι σύ, βασιλεῦ, διότι πράγματι ἔγινες μεγάλος καὶ ἰσχυρός, ἡ μεγαλειότητά σου δοξάστηκε, καὶ ἡ δόξα σου ἔφτασε μέχρι τὸν οὐρανό, καὶ ἡ κυριαρχία σου μέχρι τὰ πέρατα τῆς γῆς. 20 ὁ δὲ ἅγιος ἄγγελος ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο εἶδε ὁ βασιλιᾶς νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ λέῃ· μαδῆστε τὸ δέντρο, καταστρέψτε το, ἀλλὰ ἀφῆστε τὴν φύτρα τῶν ριζῶν του μέσα στὴν γῆ, δέστε το μὲ δεσμὰ σιδερένια καὶ χάλκινα καὶ ἀφῆστέ το νὰ μένῃ ἔξω στὴν χλόη· θὰ ἔχῃ τὸν καταυλισμό του κάτω ἀπὸ τὴν δροσιὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἡ κατοικία του θὰ εἶναι ἀνάμεσα στὰ ἄγρια θηρία, μέχρις ὅτου συμπληρωθοῦν γι' αὐτὸν ἑπτὰ χρονικὲς περίοδοι, 21 νά λοιπὸν τώρα καὶ ἡ ἑρμηνεία του, βασιλιᾶ· ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν ὕψιστο Θεό. καὶ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτει μὲ τὸ ὄνειρο ὁ Θεός, θὰ πέσῃ συντόμως πάνω στὸν κύριό μου τὸν βασιλιᾶ. 22 θὰ σὲ ἐκδιώξουν ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ κατοικῇς μὲ τὰ ἄγρια θηρία, θὰ σὲ ταΐζουν μὲ χορτάρι σὰν τὸ βόδι, θὰ καταυλισθῇς στὸ ὕπαιθρο κάτω ἀπὸ τὴν δροσιὰ τοῦ οὐρανοῦ, θὰ περάσουν ἑπτὰ χρονικὲς περίοδοι ἀπὸ πάνω σου, μέχρις ὅτου μάθῃς καὶ ἀναγνωρίσῃς ὅτι ὁ ὕψιστος εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος κάθε ἀνθρώπινης βασιλείας καὶ αὐτὸς σὲ ὅποιον θέλει θὰ παραδώσῃ τὴν βασιλεία τοῦ κόσμου. 23 καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ ἄγγελοι· “ἀφῆστε τὴν φύτρα τῶν ριζῶν τοῦ δένδρου”, σημαίνει ὅτι ἡ βασιλεία σου θὰ διατηρηθῇ γιὰ σένα καὶ θὰ τὴν ἀποκτήσῃς ξανά, μόλις ἀναγνωρίσῃς τὴν ἐξουσία τῆς οὐράνιας βασιλείας. 24 γι᾿ αὐτό, βασιλιᾶ, ἂς γίνει δεκτὴ ἀπὸ σένα ἡ συμβουλή μου· φρόντισε νὰ ἐξαλείψῃς τὶς ἀμαρτίες σου μὲ ἐλεημοσύνες καὶ τὶς ἀδικίες σου μὲ φιλανθρωπίες στοὺς φτωχούς. ἴσως θὰ φανῇ ἔτσι μακρόθυμος ὁ Θεὸς γιὰ τὰ ἁμαρτήματά σου».
25 ῞Ολα αὐτὰ πράγματι συνέβησαν στὸν βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορα. 26 Δώδεκα μῆνες μετὰ τὸ ὄνειρο αὐτό, ἐνῷ αὐτὸς περπατοῦσε στὸν ναὸ τοῦ ἀνακτόρου του στὴν Βαβυλῶνα, 27 εἶπε μὲ ἔπαρσι· «αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ μεγάλη Βαβυλώνα, ποὺ ἐγὼ ἀνοικοδόμησα ὡς πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου μου, μὲ τὴν μεγάλη μου ἰσχὺ καὶ δύναμι, ὥστε νὰ δοξάζεται ἡ μεγαλειότητά μου»; 28 καὶ ἐνῶ βρισκόταν ὁ λόγος αὐτὸς ἀκόμη στὸ στόμα τοῦ βασιλιᾶ, ἦρθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό· «σὲ σένα, βασιλιᾶ Ναδουχοδονόσορ, ἀπευθύνεται ὁ λόγος αὐτός· ἡ βασιλεία σου πέρασε, σοῦ ἀφαιρέθηκε. 29 θὰ σὲ ἐκδιώξουν ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἡ κατοικία σου θὰ εἶναι ἀνάμεσα στὰ θηρία τὰ ἄγρια. θὰ σὲ τρέφουν μὲ χορτάρι, σὰν τὸ βόδι, καὶ θὰ περάσουν ἑπτὰ χρονικὲς περίοδοι ἐπάνω σου, μέχρις ὅτου μάθῃς ὅτι ὁ ὕψιστος εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος κάθε ἀνθρώπινης βασιλείας καὶ αὐτὸς σὲ ὅποιον θέλει θὰ παραδώσῃ τὴν βασιλεία τοῦ κόσμου». 30 ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ἐκπληρώθηκε γιὰ τὸν Ναδουχοδονόσορα ἡ προφητεία (καὶ ἔχασε τὰ λογικά του)· διώχτηκε ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, ἔτρωγε σὰν βόδι χορτάρι, καὶ ἡ δροσιὰ τοῦ οὐρανοῦ ἔβρεχε τὸ σῶμα του, ἕως ὅτου οἱ τρίχες του μεγάλωσαν σὰν τὶς τρίχες τῶν λιονταριῶν, καὶ τὰ νύχια του ἔγιναν σὰν τὰ νύχια τῶν ἁρπακτικῶν ὀρνέων.
31 «Μετὰ τὸ πέρας τοῦ χρονικοῦ αὐτοῦ διαστήματος, ἐγὼ ὁ Ναβουχοδονόσορ, σήκωσα τὰ μάτια μου στὸν οὐρανὸ καὶ ξαναβρῆκα τὰ λογικά μου. δόξασα τὸν ὕψιστο καὶ ὑμνολόγησα ἐκεῖνον ποὺ ζεῖ αἰώνια, τὸν δοξολόγησα, διότι ἡ ἐξουσία του εἶναι ἐξουσία αἰώνια καὶ ἡ βασιλεία του παραμένει στὶς γενεὲς τῶν γενεῶν. 32 καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς λογίζονται σὰν ἕνα τίποτε μπροστά του. σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του ἐνεργεῖ στὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ καὶ στοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς. καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ θὰ μπορέσῃ νὰ ἐμποδίσῃ τὸ παντοδύναμο χέρι του καὶ θὰ τοῦ πῇ ἐλεγκτικά: τί ἔκαμες; 33 ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ξαναβρῆκα τὰ λογικά μου καὶ ἐπέστρεψα στὴν ἔνδοξη βασιλεία μου. ἡ ἐμφάνισί μου ἀποκαταστάθηκε, οἱ ἄρχοντές μου καὶ οἱ μεγιστᾶνες μου μὲ ἀνεζητοῦσαν, τὸ βασίλειό μου ἔγινε πάλι ἰσχυρό, καὶ προστέθηκε σὲ μένα ἀκόμη μεγαλείτερη δόξα. 34 τώρα λοιπὸν ἐγὼ ὁ Ναβουχοδονόσορ ὑμνολογῶ καὶ ἐγκωμιάζω ὑπέρμετρα καὶ δοξάζω τὸν βασιλιᾶ τοῦ οὐρανοῦ, διότι ὅλα τὰ ἔργα του εἶναι ἀληθινά, καὶ οἱ δρόμοι του δίκαιοι, καὶ διότι μπορεῖ νὰ ταπεινώσῃ ὅλους ὅσους πορεύονται στὴν ζωή τους μὲ περηφάνια».
5
1 ῾Ο βασιλιᾶς Βαλτάσαρ παρέθεσε μεγάλο δεῖπνο σὲ χίλιους μεγιστᾶνες του, καὶ μπροστὰ στοὺς χίλιους βρισκόταν ἄφθονο κρασί. 2 καὶ καθὼς ὁ βασιλιᾶς Βαλτάσαρ ἔπινε κρασὶ καὶ εὐφραινόταν ἀπὸ τὴν γεῦσί του, ἦρθε σὲ εὐθυμία καὶ εἶπε νὰ φέρουν ἐκεῖ στὸ τραπέζι τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα ὁ πατέρας του Ναβουχοδονόσορ εἶχε ἁρπάξει ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος καὶ τὰ ἔφερε στὴν Βαβυλῶνα· νὰ τὰ φέρουν στὴν τράπεζα, γιὰ νὰ πιοῦν μὲ αὐτὰ ὁ βασιλιᾶς καὶ οἱ μεγιστᾶνές του, οἱ παλλακές του καὶ οἱ γυναῖκές του. 3 καὶ πράγματι ἔφεραν τὰ ἱερὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα ὁ πατέρας του εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ στὴν ᾿Ιερουσαλήμ. μὲ τὰ ἱερὰ αὐτὰ σκεύη ἔπιναν ὁ βασιλιᾶς, οἱ μεγιστᾶνές του, οἱ παλλακές του καὶ οἱ γυναῖκές του. 4 ἔπιναν τὸ κρασὶ καὶ ὑμνολογοῦσαν τοὺς θεούς τους, τοὺς χρυσοὺς καὶ ἀργυρούς, τοὺς χάλκινους καὶ σιδερένιους, τοὺς ξύλινους καὶ τοὺς πέτρινους.
5 Ξαφνικὰ κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη παρουσιάστηκαν δάχτυλα ἀνθρώπινου χεριοῦ καὶ ἔγραφαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν λυχνία πάνω στὸ ἀμμοκονίαμα τοῦ τοίχου τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου. ὁ βασιλιᾶς ἔβλεπε τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ, τὸ ὁποῖο ἔγραφε. 6 τότε ἡ μορφὴ τοῦ βασιλιᾶ ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὸν φόβο. οἱ σκέψεις του τὸν κατατάραζαν, οἱ ἀρθρώσεις τῆς μέσης του σὰν νὰ διαλύθηκαν καὶ τὰ γόνατά του ἔτρεμαν καὶ χτυποῦσαν τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. 7 ὁ βασιλιᾶς φώναξε μὲ μεγάλη φωνὴ νὰ ὁδηγήσουν ἐκεῖ μάγους, Χαλδαίους, ἀστρολόγους καὶ εἶπε στοὺς σοφοὺς τῆς Βαβυλῶνος· «᾿Εκεῖνος ποὺ θὰ καταφέρῃ νὰ διαβάσῃ αὐτὴ τὴν γραφὴ καὶ θὰ μοῦ γνωστοποιήσῃ τὸ νόημά της, θὰ ντυθῇ τὴν βασιλικὴ πορφύρα, τὸ χρυσὸ περιδέραιο θὰ τοποθετηθῇ στὸν τράχηλό του καὶ θὰ εἶναι ὁ τρίτος ἄρχοντας στὸ βασίλειό μου». 8 ἔμπαιναν τότε στὴν αἴθουσα τοῦ συμποσίου ὅλοι οἱ σοφοὶ τοῦ βασιλιᾶ καὶ δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ ἀναγνώσουν τὴν γραφή, οὔτε φυσικὰ νὰ γνωστοποιήσουν τὸ νόημά της στὸν βασιλιᾶ. 9 ὁ βασιλιᾶς Βαλτάσαρ ταράχτηκε πολὺ καὶ ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου του ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὴν ἀγωνία. ἀλλὰ καὶ οἱ μεγιστᾶνές του ἐπίσης ἦσαν κι αὐτοὶ συγκλονισμένοι. 10 τὴν ὥρα ἐκείνη μπῆκε ἡ βασιλομήτωρ στὴν αἴθουσα τοῦ συμποσίου καὶ εἶπε· «Βασιλιᾶ, νὰ ζῇς αἰωνίως! μὴ σὲ ταράζουν οἱ μαῦρες σκέψεις σου καὶ ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου σου ἂς μὴν ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία. 11 στὸ βασίλειό σου ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ μέσα του κατοικεῖ πνεῦμα θεοῦ, καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ πατέρα σου τὰ πράγματα ἀπέδειξαν ὅτι εἶχε μέσα του ἐγρήγορσι καὶ σύνεσι. γι᾿ αὐτὸ ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ ὁ πατέρας σου τὸν διόρισε ἄρχοντα τῶν ἐξορκιστῶν, τῶν μάγων, τῶν Χαλδαίων, τῶν ἀστρολόγων. 12 διότι μέσα του ὑπῆρχε πλούσια πνευματικὴ δύναμη καὶ φρόνησι καὶ σύνεσι, ὥστε νὰ ἑρμηνεύῃ τὰ ὄνειρα, νὰ ἀποσαφηνίζῃ τὰ ἀσαφῆ καὶ νὰ λύνῃ τὰ δύσκολα προβλήματα. αὐτὸς εἶναι ὁ Δανιήλ, τὸν ὁποῖο ὁ βασιλιᾶς τότε ὠνόμασε Βαλτάσαρ. κάλεσέ τον λοιπὸν τώρα, καὶ θὰ σοῦ φανερώσῃ τὴν ἐξήγησι τῆς γραφῆς».
13 Τότε ὁ Δανιὴλ ὡδηγήθηκε μπροστὰ στὸν βασιλιᾶ, καὶ ὁ βασιλιᾶς τοῦ εἶπε· «᾿Εσὺ εἶσαι ὁ Δανιήλ, ὁ αἰχμάλωτος, ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους ποὺ ὁ βασιλιᾶς πατέρας μου ἔφερε ἐδῶ; 14 ἄκουσα γιὰ σένα ὅτι ἔχεις πνεῦμα θεοῦ, καὶ ὅτι ἐγρήγορσι καὶ σύνεσι καὶ πλούσια σοφία βρίσκονται μέσα σου. 15 μέχρι τώρα παρουσιάστηκαν μπροστά μου οἱ σοφοί, οἱ μάγοι, οἱ ἀστρολόγοι, γιὰ νὰ διαβάσουν αὐτὰ τὰ γράμματα καὶ νὰ μοῦ γνωστοποιήσουν τὸ νόημά τους. ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ μοῦ ποῦν τίποτε. 16 ἐγὼ ὅμως ἔμαθα γιὰ σένα, ὅτι μπορεῖς νὰ ἀποκαλύψῃς τὶς θεῖες ἀποφάσεις. ἐὰν λοιπὸν τώρα μπορέσῃς νὰ ἀναγνώσῃς τὴν γραφὴ αὐτὴ καὶ νὰ μοῦ γνωστοποιήσῃς τὸ νόημά της, θὰ ντυθῇς μὲ τὴν βασιλικὴ πορφύρα, θὰ φορέσῃς στὸν λαιμό σου χρυσὸ περιδέραιο καὶ θὰ ἀνακηρυχθῇς τρίτος ἄρχοντας στὸ βασίλειό μου». 17 ὁ Δανιὴλ ἀπάντησε τότε καὶ εἶπε στὸν βασιλιᾶ· «Τὰ δῶρά σου ἂς μείνουν σὲ σένα καὶ τὰ πλούσια δῶρα τοῦ παλατιοῦ σου δῶσ᾿ τα σὲ κάποιον ἄλλο. ἐγὼ ὅμως θὰ διαβάσω τὴν γραφὴ αὐτὴ γιὰ σένα τὸν βασιλιᾶ καὶ θὰ σοῦ γνωστοποιήσω τὸ νόημά της. 18 βασιλιᾶ, ὁ ὕψιστος Θεὸς ἔδωσε στὸν πατέρα σου τὸν Ναβουχοδονόσορα βασιλικὴ κυριαρχία καὶ μεγαλεῖο καὶ τιμὴ καὶ δόξα. 19 ἐξ αἰτίας τοῦ μεγαλείου αὐτοῦ, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὅλοι οἱ λαοί, οἱ φυλὲς καὶ οἱ γλῶσσες τῆς γῆς τὸν ἔτρεμαν καὶ τὸν φοβοῦνταν. αὐτὸς ὅποιους ἤθελε τοὺς σκότωνε καὶ ὅποιους ἤθελε τοὺς χτυποῦσε. αὐτὸς ὅποιους ἤθελε τοὺς ἐξύψωνε καὶ τοὺς δόξαζε, καὶ ὅποιους ἤθελε τοὺς ταπείνωνε. 20 ὅταν ὅμως ὁ νοῦς του κυριεύτηκε ἀπὸ ὑψηλοφροσύνη καὶ ἀλαζονεία καὶ τὸ πνεῦμά του ἐξ αἰτίας τῆς περηφάνιας του ἔγινε σκληρό, γκρεμίστηκε ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο του καὶ ἔχασε κάθε τιμὴ καὶ δόξα. 21 τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἡ καρδιά του ἄλλαξε καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ τὰ ἄγρια θηρία. ἔμενε μαζὶ μὲ τοὺς ἄγριους ὄνους, ἀντὶ γιὰ ψωμὶ ἔτρωγε χορτάρι σὰν τὰ βόδια καὶ τὸ σῶμά του τὸ μούσκευε ἡ δροσιὰ τοῦ οὐρανοῦ. ἔμεινε ἔτσι, μέχρις ὅτου ἀναγνώρισε ὅτι ὁ ὕψιστος Θεὸς εἶναι ὁ κύριος κάθε ἀνθρώπινης βασιλείας καὶ θὰ τὴν δώσῃ σὲ ὅποιον ἐκεῖνος ἀποφασίσῃ. 22 ἀλλὰ κι ἐσὺ ὁ γιός του Βαλτάσαρ δὲν ταπείνωσες τὴν ψυχή σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. δὲν τὰ ἤξερες ὅλα αὐτά; 23 ἀλλὰ ἔδειξες ἔπαρσι πρὸς τὸν Κύριο τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ σοῦ ἔφεραν τὰ σκεύη τοῦ ναοῦ του, κι ἐσὺ καὶ οἱ μεγιστᾶνές σου καὶ οἱ παλλακίδες σου καὶ οἱ γυναῖκες σου πίνατε κρασὶ μὲ αὐτά. καὶ ἐξύμνησες τοὺς θεοὺς τοὺς χρυσοὺς καὶ ἀργυροὺς καὶ χάλκινους καὶ σιδερένιους καὶ ξύλινους καὶ πέτρινους, οἱ ὁποῖοι οὔτε βλέπουν οὔτε ἀκοῦνε οὔτε καταλαβαίνουν. αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς δοξολόγησες, ἐνῷ τὸν Θεό, στὰ χέρια τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἡ ἀναπνοή σου καὶ ὅλη ἡ πορεία τῆς ζωῆς σου, αὐτὸν δὲν τὸν δόξασες. 24 γι᾿ αὐτὸ ἐκ μέρους αὐτοῦ στάλθηκε ὁ καρπὸς τοῦ χεριοῦ καὶ ἔγραψε τὴν γραφὴ αὐτὴ πάνω στὸν τοῖχο. 25 καὶ αὐτὴ ἡ ἀποτυπωμένη ἐπάνω στὸν τοῖχο γραφὴ λέει· “Μανή, θεκέλ, φάρες”. 26 ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὴν ἑρμηνεία τῆς γραφῆς αὐτῆς. “μανὴ” σημαίνει· ὁ Θεὸς μέτρησε τὴν βασιλεία σου καὶ τὴν τελείωσε. 27 “θεκὲλ” σημαίνει· ζυγιάστηκε ἡ βασιλεία σου καὶ βρέθηκε λειψή. 28 “φάρες” σημαίνει· διαιρέθηκε ἡ βασιλεία σου καὶ δόθηκε στοὺς Μήδους καὶ στοὺς Πέρσες. 29 ἀμέσως ὁ Βαλτάσαρ διέταξε καὶ ἔντυσαν τὸν Δανιὴλ μὲ τὴν βασιλικὴ πορφύρα, καὶ κρέμασαν στὸν λαιμό του τὸ χρυσὸ περιδέραιο καὶ μὲ ἕναν κήρυκα ἀνήγγειλε ὅτι ὁ Δανιὴλ εἶναι ὁ τρίτος ἄρχοντας στὸ βασίλειό του. 30 τὴν ἴδια ὅμως ἐκείνη νύχτα δολοφονήθηκε ὁ Βαλτάσαρ ὁ βασιλιᾶς τῶν Χαλδαίων. 31 τὴν βασιλεία του τὴν ἀνέλαβε ὁ Δαρεῖος ὁ Μῆδος, ποὺ ἦταν ἡλικίας ἑξῆντα δύο ἐτῶν.
6
1 ῾Ο Δαρεῖος θεώρησε καλὸ νὰ ἐγκαταστήσῃ στὸ βασίλειό του ἑκατὸν εἴκοσι σατράπες, γιὰ νὰ εἶναι αὐτοὶ ἄρχοντες σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία του. 2 καὶ πάνω ἀπὸ αὐτοὺς τοποθέτησε τρεῖς ἀνώτατους διοικητές. ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ Δανιήλ. οἱ ἑκατὸν εἴκοσι σατράπες ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ λογοδοτοῦν στοὺς τρεῖς αὐτούς, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλῆται ὁ βασιλιᾶς. 3 καὶ ὁ Δανιὴλ ξεχώριζε ἀπὸ ὅλους, διότι εἶχε πλούσιο πνευματικὸ χάρισμα, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ βασιλιᾶς τὸν διώρισε γενικὸ ἀρχηγὸ ὅλου τοῦ βασιλείου του. 4 οἱ δύο ἀνώτατοι διοικητὲς καὶ οἱ ἑκατὸν εἴκοσι σατράπες ἀναζητοῦσαν, γιὰ λόγους φθόνου, νὰ βροῦν κάποια κατηγορία ἐναντίον τοῦ Δανιήλ· δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ τοῦ βροῦν καμμία αἰτία καὶ κανένα παράπτωμα καὶ κανένα σφάλμα, διότι ἦταν πιστὸς στὸν βασιλιᾶ καὶ στὰ καθήκοντά του. 5 εἶπαν λοιπὸν τότε οἱ δύο ἀνώτατοι διοικητές· «Δὲν θὰ κατορθώσουμε νὰ βροῦμε ἐναντίον τοῦ Δανιὴλ κάποια αἰτία κατηγορίας, παρὰ μόνο σὲ κάτι ποὺ νὰ σχετίζεται μὲ τοὺς νόμους τοῦ θεοῦ του». 6 τότε οἱ δύο ἀνώτατοι διοικητὲς καὶ οἱ σατράπες παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ καὶ τοῦ εἶπαν· «Δαρεῖε βασιλεῦ, νὰ ζήσῃς αἰωνίως. 7 συμφώνησαν ὅλοι οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ σατράπες καὶ οἱ ὕπατοι καὶ οἱ τοπάρχες τῆς αὐτοκρατορίας σου νὰ ἐκδοθῇ καὶ νὰ τεθῇ σὲ ἰσχὺ βασιλικὴ διαταγή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὅποιος θὰ ζητήσῃ κάτι ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἀπὸ θεὸ μέχρι ἄνθρωπο, γιὰ τριάντα ἡμέρες, ἐκτὸς ἀπὸ σένα, βασιλιᾶ, νὰ τὸν ῥήχνουμε στὸν λάκκο τῶν λεόντων. 8 τώρα λοιπόν, βασιλιᾶ, ὑπόγραψε αὐτὴ τὴν διαταγὴ καὶ κοινοποίησέ την, ὥστε νὰ μὴν ἔχῃ κανεὶς τὸ δικαίωμα νὰ τροποποιήσῃ ἢ νὰ ἀκυρώσῃ τὸν νόμο τῶν Περσῶν καὶ τῶν Μήδων». 9 τότε ὁ βασιλιᾶς Δαρεῖος διέταξε νὰ δημοσιευθῇ τὸ διάταγμα, τὸ ὁποῖο ἐπεκύρωσε.
10 ῾Ο Δανιὴλ ὅταν ἔμαθε ὅτι συντάχτηκε καὶ δημοσιεύθηκε αὐτὸ τὸ διάταγμα, μπῆκε στὸ σπίτι του. τὰ παράθυρα τοῦ ὑπερῴου του ἦσαν ἀνοικτὰ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ᾿Ιερουσαλήμ, καὶ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα γονάτιζε καὶ προσευχόταν καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεό, ὅπως ἔκανε καὶ τὶς προηγούμενες μέρες. 11 τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι παρακολούθησαν τὸν Δανιὴλ καὶ τὸν βρῆκαν νὰ προσεύχεται καὶ νὰ παρακαλᾶ τὸν Θεό. 12 παρουσιάστηκαν λοιπὸν στὸν βασιλιᾶ καὶ τοῦ εἶπαν· «Βασιλιᾶ, ἐσὺ δὲν ὑπέγραψες καὶ δημοσίευσες τὸ διάταγμα νὰ ῥήχνεται στὸν λάκκο τῶν λεόντων κάθε ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζητοῦσε κάτι ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο, ἀπὸ θεὸ μέχρι ἄνθρωπο, γιὰ τριάντα ἡμέρες, παρὰ μόνον ἀπὸ ἐσένα;» καὶ ὁ βασιλιᾶς ἀπάντησε· «Εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ λέτε, καὶ ὁ νόμος τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν δὲν πρόκειται νὰ ἀκυρωθῇ». 13 τότε οἱ ἄντρες ἐκεῖνοι πῆγαν καὶ μίλησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ· «῾Ο Δανιήλ, ἕνας ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους ᾿Ιουδαίους, δὲν ὑποτάχτηκε στὴν διαταγή σου καὶ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα προσεύχεται στὸν Θεό του καὶ ὑποβάλλει σ᾿ αὐτὸν τὰ αἰτήματά του». 14 τότε ὁ βασιλιᾶς, ὅταν ἄκουσε αὐτὸν τὸν λόγο, λυπήθηκε πάρα πολὺ γι᾿ αὐτό, καὶ πάσχιζε νὰ σώσῃ τὸν Δανιὴλ ἀπὸ τὴν καταδίκη, καὶ μέχρι τὸ βράδυ βασάνιζε τὴν σκέψι του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τὸν γλιτώσῃ. 15 τότε οἱ ἄντρες ἐκεῖνοι λένε στὸν βασιλιᾶ· «Ἔχε ὑπόψει σου, βασιλιᾶ, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν κανένα διάταγμα ποὺ ἀποφασίζει ὁ βασιλιᾶς δὲν τροποποιεῖται καὶ δὲν ἀκυρώνεται». 16 τότε ὁ βασιλιᾶς διέταξε καὶ ἔφεραν τὸν Δανιὴλ καὶ τὸν ἔρρηξαν στὸν λάκκο τῶν λεόντων. καὶ εἶπε ὁ βασιλιᾶς στὸν Δανιήλ· «῾Ο Θεός σου, τὸν ὁποῖο λατρεύεις πάντοτε μὲ πιστότητα, αὐτὸς θὰ σὲ γλιτώσῃ». 17 ἔφεραν ἕναν βράχο καὶ ἔφραξαν τὸ στόμιο τοῦ λάκκου, ἐνῷ ὁ βασιλιᾶς τὸν σφράγισε μὲ τὸ δαχτυλίδι του καὶ μὲ τὸ δαχτυλίδι τῶν μεγιστάνων του, ὥστε νὰ μὴ γίνῃ καμμία εὐνοϊκὴ τροποποίησι γιὰ τὸν Δανιήλ. 18 ῾Ο βασιλιᾶς καταλυπημένος ἐπέστρεψε στὸ ἀνάκτορό του καὶ ἔπεσε γιὰ ὕπνο, χωρὶς νὰ δειπνήσῃ, καὶ δὲν τοῦ ἔφεραν καθόλου φαγητά, ἐνῶ καὶ ὁ ὕπνος ἔφυγε ἀπὸ τὰ βλέφαρά του. ὁ Θεὸς ὅμως ἔκλεισε τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν καὶ δὲν παρενώχλησαν καθόλου τὸν Δανιήλ.
19 ῞Οταν ἦρθε τὸ πρωὶ μὲ τὸ πρῶτο φῶς, σηκώθηκε ὁ βασιλιᾶς καὶ βιαστικὸς ἔτρεξε στὸν λάκκο τῶν λεόντων. 20 καὶ καθὼς πλησίαζε στὸν λάκκο, φώναξε μὲ φωνὴ δυνατή· «Δανιήλ, δοῦλε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Θεὸς τὸν ὁποῖο πάντοτε λατρεύεις μὲ πιστότητα, μπόρεσε νὰ σὲ σώσῃ ἀπὸ τὸ στόμα τῶν λιονταριῶν;» 21 καὶ ὁ Δανιὴλ ἀπάντησε στὸν βασιλιᾶ· «Βασιλιᾶ, νὰ ζήσῃς αἰωνίως. 22 ὁ Θεός μου ἔστειλε τὸν ἄγγελό του καὶ ἔφραξε τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, καὶ ἔτσι κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν μὲ ἔβλαψε, διότι ἐγὼ τὸ ὀρθὸ καὶ εὐθὺ ἔπραξα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μου· ἀλλὰ καὶ ἀπέναντί σου, βασιλιᾶ, δὲν διέπραξα κανένα παράπτωμα». 23 τότε ὁ βασιλιᾶς ἔνιωσε μεγάλη χαρὰ καὶ διέταξε νὰ βγάλουν ἀμέσως τὸν Δανιὴλ ἀπὸ τὸν λάκκο. καὶ πράγματι τὸν ἀνέβασαν ἀπὸ τὸν λάκκο καὶ τὸν βρῆκαν ἀκέραιο καὶ ἀβλαβῆ, διότι εἶχε πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό του. 24 ὁ βασιλιᾶς διέταξε τότε καὶ ἔφεραν τοὺς ἄντρες ποὺ εἶχαν συκοφαντήσει τὸν Δανιήλ, καὶ τοὺς ἔρρηξαν στὸν λάκκο τῶν λεόντων, αὐτοὺς καὶ τὰ παιδιά τους καὶ τὶς γυναῖκές των. καὶ προτοῦ καλὰ καλὰ νὰ φτάσουν στὸν πάτο τοῦ λάκκου, τὰ λιοντάρια τοὺς ἅρπαξαν καὶ τοὺς καταβρόχθισαν· ἀκόμη καὶ τὰ κόκκαλά τους τὰ λιάνισαν.
25 Τότε ὁ Δαρεῖος ὁ βασιλιᾶς ἔστειλε ἔγγραφη ἐγκύκλιο πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῶν λαῶν, τῶν φυλῶν καὶ τῶν γλωσσῶν, ποὺ κατοικοῦσαν σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία του καὶ εἶπε· «Εὔχομαι νὰ ἔχετε πάντοτε πλούσια εἰρήνη. 26 ἐξεδόθη ἐκ μέρους μου τοῦτο τὸ διάταγμα πρὸς ὅλες τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ βασιλείου μου· ὅλοι οἱ ὑπήκοοί μου νὰ τρέμουν καὶ νὰ φοβοῦνται τὸν Θεὸ τοῦ Δανιήλ, διότι αὐτὸς εἶναι Θεὸς πραγματικὸς καὶ ζωντανὸς καὶ αἰώνια ἀναλοίωτος. ἡ βασιλεία του ποτὲ δὲν θὰ ὑποστῇ τὴν παραμικρὴ καταστροφή, καὶ ἡ κυριαρχία του δὲν θὰ ἔχῃ τέλος. 27 βοηθᾶ καὶ προστατεύει καὶ γλιτώνει ἀπὸ ὁποιονδήποτε κίνδυνο κάθε ἕναν ποὺ ἔχει ἀνάγκη, ἐργάζεται θαυμαστὰ σημεῖα καὶ ὑπερφυσικὰ ἔργα στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ. αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔσωσε τὸν Δανιὴλ ἀπὸ τὰ νύχια καὶ τὰ δόντια τῶν λιονταριῶν». 28 καὶ ἔτσι ὁ Δανιὴλ εὐτυχοῦσε καὶ δοξαζόταν καὶ πρόκοβε κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ Δαρείου καὶ κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ Κύρου τοῦ Πέρση.
ΜEρος δεYτερο
7
1 Κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Βαλτάσαρ τοῦ βασιλιᾶ τῶν Χαλδαίων, ὁ Δανιὴλ εἶδε ὄνειρο καὶ θεῖα ὁράματα μὲ τὴν διάνοιά του, καθὼς κοιμόταν ἐπάνω στὸ κρεβάτι του. καὶ κατέγραψε αὐτὸ τὸ ὄνειρό του.
2 ᾿Εγὼ ὁ Δανιὴλ εἶδα τὴν νύχτα ἕνα ὅραμα· καὶ νά τέσσερις ἄνεμοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ χτύπησαν καὶ ἀνατάραξαν τὴν θάλασσα τὴν μεγάλη (τὴν Μεσόγειο). 3 καὶ τέσσερα μεγάλα θηρία, διαφορετικὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν θάλασσα. 4 τὸ πρῶτο ἔμοιαζε μὲ λέαινα καὶ εἶχε φτερὰ σὰν τοῦ ἀετοῦ. ἔβλεπα μὲ προσοχή, ἕως ὅτου μαδήθηκαν τὰ φτερά της, καὶ σηκώθηκε ὄρθια στὴν γῆ καὶ στάθηκε στὰ πόδια της σὰν ἄνθρωπος, καὶ τῆς δόθηκε ἀνθρώπινη καρδιά. 5 καὶ νά! ἐμφανίστηκε ὕστερα ἕνα δεύτερο θηρίο σὰν ἀρκούδα. καὶ στάθηκε ὄρθια γέρνοντας πρὸς τὸ ἕνα μέρος, καὶ στὸ στόμα της ἀνάμεσα στὰ δόντια της ὑπῆρχαν τρία πλευρὰ μὲ κρέας, καὶ μία φωνὴ τῆς ἔλεγε: Σήκω καὶ φάε πολλὲς σάρκες. 6 ἀμέσως πίσω ἀπὸ αὐτὸ τὸ θηρίο ἔβλεπα νὰ ἔρχεται ἄλλο θηρίο, ποὺ ἔμοιαζε μὲ λεοπάρδαλι. σ᾿ αὐτὴν καὶ στὸ ἐπάνω μέρος τοῦ σώματός της ὑπῆρχαν τέσσερις φτεροῦγες πτηνοῦ, καὶ εἶχε ἐπίσης τὸ ἴδιο θηρίο τέσσερα κεφάλια, καὶ δόθηκε στὴν λεοπάρδαλι μεγάλη ἐξουσία. 7 πίσω ἀπὸ αὐτὸ τὸ θηρίο εἶδα νὰ ἔρχεται ἀμέσως ἕνα ἄλλο τέταρτο φοβερὸ θηρίο ποὺ δημιουργοῦσε κατάπληξι καὶ τρόμο, καὶ ἦταν πάρα πολὺ ἰσχυρό. τὰ δόντια του ἦσαν μεγάλα καὶ σιδερένια· κατέτρωγε καὶ λιάνιζε τὰ θύματά του, καὶ τὰ ὑπολείμματά τους τὰ καταπατοῦσε μὲ τὰ πόδια του. τὸ θηρίο αὐτὸ ἦταν πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα θηρία, καὶ εἶχε δέκα κέρατα. 8 καθὼς παρατηροῦσα μὲ προσοχὴ τὰ κέρατά του, ξαφνικὰ ἕνα μικρὸ κέρατο φύτρωσε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα. καὶ τρία ἀπὸ τὰ δέκα προηγούμενα κέρατα ξεριζώθηκαν ἀπὸ μπροστά του. καὶ νά φάνηκαν στὸ μικρὸ αὐτὸ κέρατο μάτια ὅμοια μὲ ἀνθρώπινα μάτια καὶ στόμα ποὺ μιλοῦσε μὲ κομπορρημοσύνη καὶ ἀλαζονεία. 9 παρατηροῦσα μὲ προσοχὴ καὶ ἔβλεπα, μέχρις ὅτου τοποθετήθηκαν θρόνοι καὶ ὁ παλαιὸς τῶν ἡμερῶν κάθησε στὸν θρόνο. τὸ ἔνδυμά του ἦταν λευκὸ σὰν τὸ χιόνι καὶ οἱ τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ του λευκὲς σὰν τὸ καθαρὸ ὁλόλευκο μαλλί. ὁ θρόνος του ἦταν σὰν φλόγα φωτιᾶς καὶ οἱ τροχοὶ τοῦ θρόνου του σὰν φωτιὰ ποὺ πετάει φλόγες. 10 ἕνας πύρινος ποταμὸς ἔτρεχε μπροστά του· χίλιες χιλιάδες ἀγγέλων τὸν ὑπηρετοῦσαν καὶ μύριες μυριάδων στέκονταν δίπλα του. στήθηκε ἕνα δικαστήριο καὶ βιβλία ἀνοίχτηκαν. 11 στράφηκα τότε πρὸς τὰ ἐκεῖ ποὺ ἀκουγόταν μία φωνὴ μὲ καυχησιολογίες, τὶς ὁποῖες ξεστόμιζε ἐκεῖνο τὸ μικρὸ κέρατο, μέχρις ὅτου ἐξωντώθηκε τὸ θηρίο καὶ ἐξαφανίστηκε, καὶ τὸ σῶμα του παραδόθηκε νὰ καῇ στὴν φωτιά. 12 καὶ τὰ ὑπόλοιπα θηρία ἔχασαν τὴν ἐξουσία τους, ἀλλὰ τοὺς δόθηκε παράτασι ζωῆς μέχρι ἕναν ὡρισμένο καιρό. 13 παρατηροῦσα προσεκτικὰ αὐτὸ τὸ νυχτερινὸ ὅραμα, καὶ νά πλησίαζε κάποιος σὰν γιὸς ἀνθρώπου πάνω στὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ, ἔφτασε στὸν παλαιὸ τῶν ἡμερῶν καὶ ἀμέσως τὸν ὡδήγησαν μπροστά του. 14 καὶ τοῦ δόθηκε ἡ ἐξουσία, ἡ τιμὴ καὶ ἡ βασιλεία καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λαοί, φυλὲς καὶ γλῶσσες θὰ τὸν ὑπηρετήσουν. ἡ ἐξουσία του θὰ εἶναι ἐξουσία αἰώνια καὶ ἡ βασιλεία του ποτὲ δὲν θὰ καταστραφῇ.
— 15 ᾿Εγὼ ὁ Δανιὴλ ἔφριξα μέσα στὴν ψυχή μου, καὶ τὰ ὁράματα μέσα στὸ μυαλό μου μὲ συνετάραξαν. 16 πλησίασα τότε ἕναν ἀπὸ τοὺς παρισταμένους καὶ τοῦ ζητοῦσα νὰ μάθω τὴν ἀκριβῆ σημασία ὅλων αὐτῶν. καὶ μοῦ εἶπε μὲ ἀκρίβεια τὰ πάντα καὶ μοῦ ἐξήγησε τὴν ἑρμηνεία τῶν ὁραμάτων. 17 αὐτὰ τὰ τέσσερα μεγάλα θηρία, μοῦ εἶπε, εἶναι τέσσερα βασίλεια, ποὺ τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο θὰ ἐμφανιστοῦν στὴν γῆ, 18 καὶ τὰ ὁποῖα θὰ ἐξαφανιστοῦν· καὶ θὰ λάβουν τὴν βασιλεία κατόπιν οἱ ἅγιοι τοῦ ὕψιστου Θεοῦ καὶ θὰ τὴν κρατήσουν αἰωνίως. 19 ἰδιαιτέρως τότε ἐζήτησα ἀκριβέστερες πληροφορίες γιὰ τὸ τέταρτο θηρίο, διότι ἦταν πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα τρία· ὑπερβολικὰ φοβερό· τὰ δόντια του σιδερένια, τὰ νύχια του χάλκινα. κατέτρωγε καὶ λιάνιζε τὰ θύματά του, καὶ τὰ ὑπολείμματά τους τὰ καταπατοῦσε μὲ τὰ πόδια του. 20 ζήτησα πληροφορίες καὶ γιὰ τὰ δέκα κέρατα, ποὺ ὑπῆρχαν στὸ κεφάλι του, καὶ γιὰ τὸ ἄλλο κέρατο, ποὺ φύτρωσε καὶ ξερίζωσε καὶ πέταξε στὸ ἔδαφος τὰ προηγούμενα τρία· γιὰ τὸ κέρατο ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε μάτια καὶ στόμα ποὺ μεγαλαυχοῦσε καὶ ἀλαζονευόταν, καὶ ἡ ἐμφάνισί του ἦταν μεγαλείτερη καὶ πιὸ ἐντυπωσιακὴ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα κέρατα. 21 ἔβλεπα μὲ προσοχὴ, καὶ τὸ κέρατο ἐκεῖνο ξεκίνησε πόλεμο ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς νίκησε, 22 μέχρις ὅτου ἦρθε ὁ παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὴν νίκη στοὺς ἁγίους ἀνθρώπους τοῦ ὑψίστου. καὶ ἔτσι ἔφτασε ὁ καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι κέρδισαν τὸ βασίλειο. 23 μοῦ εἶπε λοιπόν: Τὸ τέταρτο θηρίο εἶναι μία τέταρτη βασιλεία πάνω στὴν γῆ, ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες βασιλεῖες. θὰ καταφάῃ ὅλη τὴν οἰκουμένη, θὰ τὴν ποδοπατήσῃ καὶ θὰ τὴν κατακόψῃ. 24 τὰ δέκα κέρατα τοῦ θηρίου αὐτοῦ συμβολίζουν δέκα βασιλεῖς, ποὺ θὰ ἐμφανιστοῦν, καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἐμφανιστῇ ἕνας ἄλλος, ὁ ὁποῖος θὰ ξεπεράσῃ ὅλους τοὺς προήγουμενους σὲ ἔργα κακὰ καὶ ὀλέθρια, ἐνῷ τοὺς τρεῖς βασιλεῖς θὰ τοὺς ὑποτάξῃ. 25 Αὐτὸς ὁ βασιλιᾶς θὰ ξεστομίσῃ λόγια ἀλαζονικὰ καὶ ὑβριστικὰ ἐναντίον τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. θὰ καταδιώξῃ καὶ θὰ ἀχρηστέψῃ τοὺς ἁγίους τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. θὰ σχεδιάσῃ νὰ ἀλλοιώσῃ τοὺς καιροὺς καὶ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. μέχρι ἕναν ὡρισμένο καιρὸ θὰ τοῦ παραχωρηθῇ μία τέτοια ἐξουσία. 26 κατόπιν ὅμως θὰ στηθῇ τὸ δικαστήριο τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ θὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὴν ἐξουσία, θὰ τὸν ἐξαφανίσουν καὶ θὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν ἐντελῶς. 27 ἔπειτα ἡ βασιλεία καὶ ἡ ἐξουσία καὶ τὸ μεγαλεῖο ὅλων τῶν βασιλέων, ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ δοθῇ στοὺς ἁγίους τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. ἡ βασιλεία του εἶναι βασιλεία αἰώνια. ὅλες οἱ ἀρχὲς θὰ τὸν ὑπηρετοῦν καὶ θὰ ὑπακούουν σ᾿ αὐτόν. 28 ἐδῶ τελειώνει ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὁράματος. ἐγὼ ὁ Δανιὴλ τὰ ἐπιβεβαιώνω αὐτά. οἱ σκέψεις μου γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα μὲ τάραζαν καὶ ἡ ὄψι τοῦ προσώπου μου εἶχε ἀλλοιωθῆ πάνω μου, καὶ γι᾿ αὐτὸ διετήρησα βαθιὰ χαραγμένο στὴν μνήμη μου αὐτὸ τὸ ὅραμα.
8
1 Κατὰ τὸ τρίτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλιᾶ Βαλτάσαρ, εἶδα ἐγὼ ὁ Δανιὴλ ἕνα νέο ὅραμα, διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ ὅραμα ποὺ εἶχα δεῖ προηγουμένως. 2 ἤμουν στὰ Σοῦσα σ᾿ ἕνα φρούριο, ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Αἰλάμ καὶ ἐκεῖ εἶδα σὲ ὅραμα ὅτι στεκόμουν κοντὰ στὸν ποταμὸ Οὐβάλ. 3 σήκωσα τὰ μάτια μου καὶ εἶδα· καὶ νά, ἕνα κριάρι στεκόταν κοντὰ στὸν ποταμὸ Οὐβάλ. εἶχε δύο κέρατα ὑψηλά, τὸ ἕνα ψηλότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο, κι αὐτὸ τὸ ψηλότερο ὁλοένα καὶ μεγάλωνε καὶ ὑψωνόταν. 4 καὶ εἶδα ὅτι τὸ κριάρι αὐτὸ χτυποῦσε μὲ τὰ κέρατά του πρὸς τὰ δυτικὰ καὶ πρὸς τὰ βόρεια καὶ πρὸς τὰ νότια. κανένα ἀπὸ τὰ θηρία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ προβάλῃ ἀντίστασι μπροστά του, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γλιτώσῃ ἀπὸ τὴν δύναμί του. ἔκανε ὅ,τι ἤθελε καὶ ἔτσι ἀνεδείχθη ἔνδοξο καὶ μεγάλο. 5 ἐγὼ παρατηροῦσα μὲ πολλὴ προσοχή, καὶ νά, παρουσιάστηκε ἕνας τράγος αἰγῶν, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν ἀπὸ τὰ νοτιοδυτικὰ καὶ προχωροῦσε πάνω σὲ ὅλη τὴν γῆ, καὶ δὲν ἄγγιζε τὴν γῆ. καὶ εἶχε ἀνάμεσα στὰ μάτια του ἕνα μεγαλοπρεπὲς περίβλεπτο κέρατο. 6 καὶ ἦρθε μέχρι τὸ κριάρι, ποὺ εἶχε τὰ δέκα κέρατα, τὸ ὁποῖο εἶχα δεῖ προηγουμένως νὰ στέκεται κοντὰ στὸν ποταμὸ Οὐβάλ. ἔτρεξε ἐναντίον του μὲ ὅλη τὴν ὁρμὴ τῆς δυνάμεώς του. 7 τὸν εἶδα νὰ φτάνῃ μέχρι τὸ κριάρι, καὶ ἐξαγριώθηκε μόλις τὸ ἀντίκρισε, καὶ χτύπησε τὸ κριάρι, συνέτριψε καὶ τὰ δύο του κέρατα, καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον δύναμι στὸ κριάρι νὰ ἀντισταθῇ ἐναντίον τοῦ τράγου. καὶ ὁ τράγος τὸν ἔρριξε κατὰ γῆς καὶ τὸν καταπάτησε, καὶ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ποὺ νὰ μπορῇ νὰ τὸν γλιτώσῃ ἀπὸ αὐτόν. 8 ὁ τράγος αὐτὸς τῶν αἰγῶν ἔγινε μέγας καὶ ἔνδοξος πολύ. ἀλλὰ καθὼς ἔφτασε στὴν μεγάλη αὐτὴ δύναμι καὶ δόξα, συνετρίβη τὸ ἕνα τὸ μεγάλο κέρατό του. τότε φύτρωσαν τέσσερα ἄλλα κέρατα στὴν θέσι τοῦ ἑνός, ποὺ εἶχε συντριβῆ, καὶ εἶχαν κατεύθυνσι πρὸς τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος. 9 ἀπὸ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ κέρατα βγῆκε ἄλλο πολὺ δυνατὸ κέρατο, τὸ ὁποῖο μεγάλωσε ὑπερβολικὰ μὲ κατεύθυνσι πρὸς τὰ νότια καὶ πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ πρὸς τὴν δύναμι τὴν μεγάλη. 10 ὑψώθηκε μέχρι τὴν δύναμι τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν δύναμι τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ ἄστρα ἔπεσαν κάτω καὶ κατεπατήθησαν. 11 καὶ αὐτὸ θὰ συνεχιστῇ, μέχρι ὁ ἀρχιστράτηγος νὰ γλιτώσῃ τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία. ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ποὺ συμβολίζεται μὲ τὸ μεγάλο κέρατο ἔπαψαν οἱ προσφορὲς τῶν θυσιῶν, καὶ ὑποδουλώθηκε τὸ θυσιαστήριο σ᾿ ἐκεῖνον, καὶ ὅλα τὰ ἔργα του κατευωδόθηκαν, ἐνῷ ὁ ἅγιος ναὸς θὰ ἐρημωθῇ. 12 καὶ ἀντὶ γιὰ θυσία προσφέρθηκε ἁμαρτία, ἐνῶ περιφρονήθηκε ἐντελῶς καὶ ποδοπατήθηκε ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετή, καὶ αὐτὸς τὰ ἔκαμε αὐτὰ καὶ πέτυχε τὰ σχέδιά του. 13 ἄκουσα τότε ἕναν ἅγιο (ἄγγελο) νὰ μιλᾶ, καὶ ἕνας ἄλλος ἅγιος (ἄγγελος) εἶπε σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ μιλοῦσε· «Μέχρι πότε θὰ διαρκέσῃ ἡ ὅρασι αὐτή; ἕως πότε θὰ παραταθῇ ἡ κατάπαυσι τῆς θυσίας καὶ θὰ παραχωρηθῇ ἡ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας ἐρήμωσι τῆς περιοχῆς; ἕως πότε ὁ ἅγιος ναὸς καὶ τὸ θυσιαστήριό του, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ δύναμι, θὰ καταπατοῦνται ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς;» 14 καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε· «῞Εως ὅτου περάσουν διαδοχικῶς δύο χιλιάδες τριακόσια ἡμερονύκτια. τότε θὰ καθαριστῇ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν βεβήλωσι». 15 ἐγὼ ὁ Δανιὴλ ὅταν εἶδα τὸ ὅραμα, προσπαθοῦσα νὰ κατανοήσω τὴν ἑρμηνεία του, καὶ τότε στάθηκε μπροστά μου κάποιος ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἄντρα. 16 καὶ ἄκουσα τὴν φωνὴ ἑνὸς ἄντρα ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Οὐβάλ, καὶ φώναξε καὶ εἶπε· «Γαβριήλ, ἐξήγησε σ᾿ αὐτὸν τὸ ὅραμα». 17 καὶ αὐτὸς ἦρθε καὶ στάθηκε πολὺ κοντά μου. καὶ ὅταν μὲ πλησίασε, ἐγὼ αἰσθάνθηκα δέος καὶ θαυμασμὸ καὶ ἔπεσα ἀμέσως πρηνὴς μὲ τὸ πρόσωπο κάτω στὴν γῆ. καὶ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· «Ἄνθρωπέ μου, τὸ ὅραμα ἀποκαλύπτει τὸ τέλος τοῦ καιροῦ (τὸ τέλος τῆς βασιλείας τῶν θηρίων)». 18 καὶ καθὼς ἐκεῖνος μοῦ μιλοῦσε, ἐγὼ εἶχα πέσει πρηνὴς μὲ τὸ πρόσωπό μου στὸ ἔδαφος, καὶ μὲ ἔπιασε καὶ μὲ σήκωσε στὰ πόδια μου 19 καὶ εἶπε· «Λοιπὸν τώρα θὰ σοῦ ἐξηγήσω καὶ θὰ σοῦ μάθω ὅσα θὰ συμβοῦν, ὅταν θὰ λάβῃ τέλος ἡ θεία ὀργή. τὸ ὅραμα ἀποκαλύπτει τὸ τέλος τοῦ καιροῦ (τὸ τέλος τῆς βασιλείας τῶν θηρίων). 20 τὸ κριάρι ποὺ εἶδες εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν. 21 ὁ τράγος τῶν αἰγῶν εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῶν ῾Ελλήνων. τὸ μεγάλο κέρατο, ποὺ ἦταν ἀνάμεσα στὰ μάτια του, αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος καὶ μεγάλος βασιλιᾶς τῶν ῾Ελλήνων. 22 ἡ συντριβὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ κεράτου καὶ τὰ τέσσερα ἄλλα, τὰ ὁποῖα φύτρωσαν ἀντ' αὐτοῦ, ὑποδηλώνουν τέσσερις βασιλεῖς ἀπὸ τὸ ἔθνος αὐτό, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐμφανιστοῦν, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχουν τὴν δύναμι τοῦ πρώτου. 23 κατὰ τὸ τέλος τῆς βασιλείας τους, ὅταν πλέον θὰ ἔχουν φτάσει στὸ ἔσχατο σημεῖο οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀποστατῶν ᾿Ιουδαίων, θὰ ἐμφανιστῇ ἕνας ἀδιάντροπος βασιλιᾶς, πανοῦργος καὶ πολυμήχανος. 24 θὰ ἔχῃ μεγάλη δύναμι, θὰ προξενήσῃ ἀνεκδιήγητες καταστροφές, θὰ φέρῃ εἰς πέρας τὶς ἐνέργειές του, θὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει καὶ θὰ καταστρέψῃ ἰσχυροὺς λαοὺς καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν ἅγιο λαὸ τοῦ Θεοῦ. 25 ὁ ζυγὸς τῆς τυραννικῆς βασιλείας του θὰ ἐπεκταθῇ ἐπιτυχῶς στοὺς λαούς. θὰ ἐνεργῇ μὲ δολιότητα, θὰ ἔχῃ ἀλαζονεία στὴν καρδιά του καὶ μὲ τὴν πανουργία καὶ τὶς μηχανορραφίες του θὰ καταστρέψῃ πολλούς, καὶ θὰ πατήσῃ πάνω στὰ πτώματα πολλῶν, γιὰ νὰ σταθῇ αὐτὸς ὄρθιος καὶ περήφανος. θὰ συντρίψῃ τοὺς ἄλλους σὰν νὰ συντρίβῃ αὐγὰ στὸ χέρι του. 26 τὸ ὅραμα τῶν δύο χιλιάδων τριακοσίων ἡμερονυκτίων ἔχει καὶ αὐτὸ τὸ νόημά του, εἶναι ἀληθινό. ἐσὺ ὅμως σφράγισε ἀνερμήνευτο τὸ ὅραμα αὐτό, διότι ἀναφέρεται στὸ ἀπώτερο μέλλον».
27 ῎Επειτα ἀπὸ τὰ ὁράματα αὐτὰ ἐγὼ ὁ Δανιήλ ἔπεσα σὲ ταραγμένο ὕπνο καὶ ἀσθένησα ἐλαφρῶς γιὰ λίγες ἡμέρες· μετὰ συνῆρθα καὶ σηκώθηκα καὶ συνέχισα νὰ διεκπεραιώνω, ὅπως συνήθως, τὶς βασιλικὲς ὑποθέσεις. καὶ ἀναλογιζόμουν μὲ θαυμασμὸ τὸ ὅραμα, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε κάποιος νὰ μοῦ τὸ ἐξηγήσῃ.
9
1 Κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Δαρείου, τοῦ γιοῦ τοῦ ᾿Ασουήρου, ἀπὸ τὴν φυλὴ τῶν Μήδων, ὁ ὁποῖος βασίλευσε στὸ βασίλειο τῶν Χαλδαίων, 2 κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας του, ἐγὼ ὁ Δανιὴλ μελέτησα προσεκτικὰ τὰ ἱερὰ βιβλία καὶ κατάλαβα τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν, ποὺ ἀποκαλύφθηκε μὲ προφητεία τοῦ Θεοῦ στὸν προφήτη ᾿Ιερεμία, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία προφητεία θὰ διαρκοῦσε ἡ ἐρήμωση τῆς ᾿Ιερουσαλὴμ ἐπὶ ἑβδομῆντα χρόνια. 3 ἀπευθύνθηκα τότε ἐγὼ μὲ θέρμη πρὸς τὸν Κύριο τὸν Θεό, γιὰ νὰ τοῦ ὑποβάλω ἱκεσία, μὲ νηστεῖες, φορώντας σάκκο καὶ καθισμένος πάνω σὲ στάχτη. 4 προσευχήθηκα πρὸς τὸν Κύριο τὸν Θεό μου, καὶ ἄφησα νὰ ἐκχυθῇ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μου καὶ εἶπα πρὸς αὐτόν· «Κύριε, σὺ ποὺ εἶσαι ὁ μέγας καὶ θαυμαστὸς Θεός, ποὺ τηρεῖς τὴν συμφωνία σου καὶ τὸ ἔλεός σου μένει σὲ ὅσους σὲ ἀγαποῦν καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές σου, ἄκουσε τὴν ἐξομολόγησί μου. 5 ἁμαρτήσαμε, διεπράξαμε ἀδικίες, παραβήκαμε τὸν νόμο σου, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ σένα, ξεφύγαμε ἀπὸ τὶς ἐντολές σου καὶ ἀπὸ τὰ προστάγματά σου. 6 δὲν ὑπακούσαμε στοὺς δούλους σου τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἐξ ὀνόματός σου μιλοῦσαν στοὺς βασιλεῖς καὶ στοὺς ἄρχοντές μας καὶ στοὺς προγόνους μας καὶ σὲ ὅλον τὸν λαὸ τῆς χώρας μας. 7 ἀπὸ σένα, Κύριε, πηγάζει κάθε ἀρετή, ἐνῷ σὲ μᾶς ἀνήκει ἡ καταισχύνη γιὰ τὰ πρόσωπά μας, ὅπως ἡ περίοδος αὐτὴ τῆς αἰχμαλωσίας μας· σὲ κάθε ᾿Ιουδαῖο, σὲ ὅσους κατοικοῦν τὴν ᾿Ιερουσαλήμ, σὲ κάθε ᾿Ισραηλίτη, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ βρίσκονται κοντὰ ἢ μακριά, σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, ὅπου ἐσὺ τοὺς διεσκόρπισες ἐξ αἰτίας τῶν παραβάσεων, ποὺ αὐτοὶ διέπραξαν. 8 ἀπὸ ἐσένα, Κύριε, πηγάζει ἡ δικαιοσύνη γιὰ μᾶς, ἐνῶ σὲ μᾶς ἀνήκει ἡ καταισχύνη γιὰ τὰ πρόσωπά μας καὶ γιὰ τοὺς βασιλεῖς μας καὶ γιὰ τοὺς ἄρχοντές μας καὶ γιὰ τοὺς προγόνους μας, διότι ἁμαρτήσαμε ἀπέναντί σου. 9 ἀλλὰ σὲ σένα τὸν Κύριο καὶ Θεό μας ὑπάρχει εὐσπλαγχνία καὶ ἔλεος γιὰ μᾶς, οἱ ὁποῖοι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ ἐσένα. 10 δὲν ὑπακούσαμε στὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, νὰ πορευθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους αὐτὸς ἔθεσε ἐνώπιόν μας μέσῳ τῶν δούλων του τῶν προφητῶν. 11 ὅλοι οἱ ᾿Ισραηλῖτες παρέβησαν τὸν Νόμο σου, παρεξέκλιναν καὶ δὲν ὑπάκουσαν στὴν φωνή σου· καὶ ἔτσι ἔπεσε πάνω μας ἡ κατάρα, ἡ ἔνορκη διαβεβαίωσι σοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι γραμμένη στὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, διότι ἐμεῖς ἁμαρτήσαμε ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. 12 ἐκπλήρωσε τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους εἶχε πεῖ ἐναντίον μας καὶ ἐναντίον τῶν δικαστῶν ποὺ μᾶς δίκαζαν· ὅτι δηλαδὴ θὰ ἐπιφέρῃ ἐναντίον μας κακὰ μεγάλα, ποὺ τέτοια δὲν εἶχαν γίνει ἄλλοτε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, σὰν αὐτὰ ποὺ συνέβησαν στὴν ᾿Ιερουσαλήμ. 13 ὅπως εἶναι γραμμένο στὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ, ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ ἔπεσαν πάνω μας καὶ ἐμεῖς δὲν ἱκετεύσαμε θερμὰ τὸν Κύριο, δὲν βάλαμε μυαλό, δὲν μετανοήσαμε, δὲν ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὶς ἀδικίες μας, δὲν προσπαθήσαμε νὰ κατανοήσουμε κάθε ἀλήθειά σου. 14 καὶ ὅμως ὁ Κύριος ἀγρύπνησε γιὰ μᾶς καὶ τὰ ἔστειλε πάνω μας ὅλα αὐτά, διότι ὁ Κύριος ὁ Θεός μας εἶναι δίκαιος σὲ ὅλα τὰ ἔργα ποὺ πραγματοποιεῖ. ἐμεῖς ὅμως δὲν ὑπακούσαμε στὴν φωνή του. 15 καὶ τώρα, Κύριε Θεέ μας, σὺ ποὺ ἔβγαλες ἐλεύθερο τὸν λαό σου ἀπὸ τὴν χώρα τῆς Αἰγύπτου μὲ ἀκατανίκητη δύναμι καὶ κατέστησες ἔνδοξο τὸ ὄνομά σου μέχρι τὴν σημερινὴ ἡμέρα, ἄκουσε τὴν προσευχή μας. ἁμαρτήσαμε, παραβήκαμε τὸν νόμο σου. 16 Κύριε, σὺ ποὺ ἔχεις ἄπειρη ἐλεημοσύνη, ἂς ἀπομακρυνθῇ τώρα ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή σου ἀπὸ τὴν πόλι σου ᾿Ιερουσαλήμ, ἀπὸ τὸ ἅγιό σου ὄρος. διότι ἐμεῖς ἁμαρτήσαμε καὶ ἐξ αἰτίας τῶν δικῶν μας ἀδικιῶν καὶ τῶν ἀδικιῶν τῶν πατέρων μας, ἔγινε ἡ ᾿Ιερουσαλὴμ καὶ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαός σου περίγελως καὶ χλεύη σὲ ὅλους τοὺς τριγύρω λαούς. 17 καὶ τώρα, Κύριε Θεέ μας, ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ δούλου σου καὶ τὶς θερμὲς ἱκεσίες, ποὺ σοῦ ἀπευθύνει. ἂς φανῇ εὐμενὲς τὸ πρόσωπό σου πρὸς τὸν ἔρημο ναό σου, γιὰ σένα, Κύριέ μου. 18 σκῦψε, Θεέ μου, τὸ αὐτί σου καὶ ἄκουσε τὴν προσευχή μου. ἄνοιξε, Κύριε, τὰ μάτια σου καὶ δὲς τὸν ἀφανισμό μας καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς πόλεώς σου, στὴν ὁποία γινόταν ἐπίκλησι καὶ δοξαζόταν τὸ ὄνομά σου. δὲν προσπέφτουμε ἐνώπιόν σου καὶ δὲν σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς λυπηθῇς γιὰ τὶς ἀνύπαρκτες ἀρετές μας, ἀλλὰ χάρι στοὺς πολλοὺς οἰκτιρμούς σου, Κύριε. 19 ἄκουσε, Κύριε, τὴν προσευχή μας, δεῖξε στοργὴ καὶ ἔλεος σὲ μᾶς, πρόσεξέ μας καὶ κάμε ὅ,τι πρέπει γιὰ τὴν σωτηρία μας· ἐφόσον εἶσαι Θεὸς τοῦ ἐλέους, μὴν καθυστερήσῃς, Κύριε, διότι τὸ ὄνομά σου τὸ ἐπεκαλεῖτο καὶ τὸ δόξαζε ἡ πόλι σου καὶ ὅλος ὁ λαός σου».
20 Καὶ ἐνῷ ἐγὼ συνέχιζα ἀκόμη νὰ μιλῶ καὶ νὰ προσεύχομαι πρὸς τὸν Θεό, καὶ νὰ ὁμολογῶ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ μου καὶ νὰ ρίχνω τὴν ἐλπίδα μου γιὰ ἔλεος στὰ πόδια τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου καὶ γιὰ τὴν ἀπελεύθερωσι τοῦ ὄρους τοῦ ἁγίου, 21 καὶ ἐνῷ ἐγὼ ἀκόμη ἔλεγα τὰ λόγια τῆς προσευχῆς, νά, ὁ ἄνδρας Γαβριήλ, τὸν ὁποῖο εἶχα δεῖ καὶ στὸ προηγούμενο ὅραμα, πετῶντας ἦρθε κοντά μου τὴν ὥρα τῆς βραδινῆς θυσίας. 22 Καὶ μοῦ μίλησε καὶ μοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβω μερικὰ πράγματα, καὶ μοῦ εἶπε· «Δανιήλ, ἐγὼ ἦρθα νὰ σὲ διδάξω καὶ νὰ σοῦ δώσω σύνεσι. 23 ὅταν ἄρχισες νὰ προσεύχεσαι, βγῆκε μία ἀπόφασι, καὶ ἐγὼ ἦρθα νὰ σοῦ τὴν ἀναγγείλω, διότι εἶσαι ἰδιαίτερα ἀγαπητὸς στὸν Θεό, καθὼς ἔχεις εὐγενεῖς καὶ ἅγιες ἐπιθυμίες. πρόσεξε λοιπὸν τὰ λόγια μου, γιὰ νὰ κατανοήσῃς μὲ σαφήνεια ὅσα εἶδες καὶ ἄκουσες στὸ ὅραμα. 24 σὲ ἑβδομῆντα ἑβδομάδες ἐτῶν περιωρίστηκαν οἱ συμφορὲς καὶ οἱ θλίψεις τοῦ λαοῦ σου καὶ τῆς ἁγίας σου πόλεως ᾿Ιερουσαλήμ, γιὰ νὰ τεθῇ τέλος στὶς ἁμαρτίες σας, γιὰ νὰ τεθῇ σφραγῖδα τέρματος στὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἐξαλειφθοῦν ὅλες οἱ παρανομίες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ οἱ ἀδικίες καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ αἰώνια δικαιοσύνη, καὶ γιὰ νὰ τεθῇ τέρμα καὶ σφραγῖδα πλέον σὲ κάθε ὅραμα καὶ σὲ κάθε προφήτη, διότι τότε θὰ χρισθῇ προφήτης ὁ ἁγιώτατος ἀπὸ ὅλους τοὺς προφῆτες. 25 μάθε καὶ κατανόησε καλά, ὅτι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκδοθῇ διάταγμα γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησι τῆς ᾿Ιερουσαλὴμ μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐμφανιστῇ ὁ χρισμένος ἀρχηγὸς θὰ περάσουν ἑπτὰ ἑβδομάδες ἐτῶν καὶ ἄλλες ἑξῆντα δύο ἑβδομάδες ἐτῶν. μετὰ τὶς πρῶτες ἑπτὰ ἑβδομάδες θὰ ἐπιστρέψουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι αἰχμάλωτοι καὶ θὰ ἀνοικοδομηθῇ ἡ πλατεῖα καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως, καὶ θὰ περάσῃ ἔτσι ἡ πρώτη χρονικὴ περιόδος. 26 καὶ μετὰ τὶς ἑξῆντα δύο ἑβδομάδες ἐτῶν θὰ θανατωθῇ ὁ χριστὸς τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ καμμία ἀπολύτως ἐνοχὴ σ’ αὐτόν. ἡ πόλη καὶ ὁ ἅγιος ναὸς θὰ καταστραφοῦν μαζὶ μὲ τὸν ἑπόμενο ἄρχοντα. θὰ τοὺς κατακόψῃ ἡ συμφορὰ σὰν κατακλυσμός, καὶ μέχρι τὸ τέλος τοῦ τρομεροῦ ἀλλὰ σύντομου πολέμου θὰ ἐπέλθῃ ὁλοσχερὴς καταστροφὴ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. 27 τότε γιὰ μία ἑβδομάδα ἐτῶν ὁ χριστὸς τοῦ Κυρίου θὰ συνάψῃ μία ἰσχυρὴ νέα διαθἡκη, ποὺ θὰ σώσῃ πολλούς. στὰ μισὰ τῆς ἑβδομάδος αὐτῆς θὰ πάψουν πιὰ ὁριστικὰ νὰ μοῦ προσφέρουν ὁποιαδήποτε θυσία καὶ σπονδή, καὶ στὸ ἱερὸ θὰ ὑπάρχῃ κάτι τὸ βδελυρὸ ποὺ θὰ προκαλέσῃ τέλεια ἐρήμωσι. καὶ τέρμα στὴν καταστροφὴ θὰ δοθῇ, ὅταν συμπληρωθῇ ὁ ὡρισμένος χρόνος.
10
1 Κατὰ τὸ τρίτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Κύρου, βασιλιᾶ τῶν Περσῶν, ἀποκαλύφθηκε στὸν Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ὠνομαζόταν καὶ Βαλτάσαρ, προφητικὸς λόγος. αὐτὸς ὁ προφητικὸς λόγος ἦταν ἀληθινός, θεῖος, καὶ μὲ μεγάλη δύναμι μέσα του. στὸν Δανιὴλ δόθηκε ἡ σύνεσι νὰ κατανοήσῃ τὸ ὅραμα.
2 Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἐγὼ ὁ Δανιὴλ πενθοῦσα γιὰ τρεῖς ὁλόκληρες ἑβδομάδες. 3 κανένα γευστικὸ φαγητὸ δὲν ἔφαγα, κρέας καὶ κρασὶ δὲν ἔβαλα στὸ στόμα μου, μὲ ἀρώματα δὲν ἄλειψα τὸ σῶμα μου, μέχρις ὅτου συμπληρώθηκαν τρεῖς ἑβδομάδες. 4 τὴν εἰκοστὴ τέταρτη μέρα τοῦ πρώτου μήνα ἐγὼ βρισκόμουν κοντὰ στὸν μεγάλο ποταμό, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι Τίγρις, ᾿Εδδεκέλ. 5 σήκωσα τὰ μάτια μου καὶ νά, εἶδα ἕναν ἄντρα, ποὺ φοροῦσε λινὸ ἔνδυμα καὶ εἶχε ζωσμένη τὴν μέση του μὲ ζώνη κοσμημένη μὲ λαμπρὸ χρυσάφι. 6 τὸ σῶμα του φαινόταν σὰν τὸν πολύτιμο λίθο θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε τὴν λάμψι τῆς ἀστραπῆς. τὰ μάτια του ἔλαμπαν σὰν λαμπάδες φωτιᾶς, οἱ βραχίονες του καὶ τὰ σκέλη του σὰν ἀστραφτερὸς χαλκὸς καὶ ὁ ἦχος τῆς φωνῆς του ἦταν σὰν τὸν ἦχο πολυάριθμων ἀνθρώπων. 7 ἐγὼ μόνον ὁ Δανιὴλ εἶδα αὐτὴ τὴν ὀπτασία, ἐνῷ οἱ ἄντρες ποὺ ἦσαν μαζί μου δὲν εἶδαν τὸ ὅραμα, ἀλλὰ τοὺς ἔπιασε μεγάλος φόβος καὶ ἔφυγαν τρομαγμένοι. 8 ἐγὼ ἀπέμεινα μόνος ἐκεῖ καὶ εἶδα τὴν μεγάλη αὐτὴν ὀπτασία, καὶ ἔγινα ἐντελῶς ἀνήμπορος. παραμορφώθηκε τὸ πρόσωπό μου, ἔχασα τὴν σωματικὴ δύναμί μου καὶ δὲν μποροῦσα οὔτε νὰ σταθῶ ὄρθιος. 9 ἄκουσα τὴν φωνὴ τῶν λόγων του, καὶ ὅταν τὴν ἄκουσα, κυριεύτηκα ἀπὸ φόβο. ἔπεσα κάτω μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος. 10 καὶ νά, ἕνα χέρι μὲ ἀκούμπησε καὶ μὲ σήκωσε στὰ γόνατά μου 11 καὶ μου εἶπε· «Δανιήλ, ἄνθρωπε ἰδιαιτέρως ἀγαπητὲ στὸν Θεό, μὲ εὐγενεῖς καὶ ἅγιες ἐπιθυμίες, ἄκου μὲ προσοχὴ καὶ προσπάθησε νὰ κατανόησῃς τὰ λόγια ποὺ θὰ σοῦ πῶ. στάσου ὄρθιος, διότι ἐγὼ ἔχω σταλῆ σὲ σένα ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ». ὅταν μοῦ εἶπε αὐτὸν τὸν λόγο, σηκώθηκα ὄρθιος καὶ ἔντρομος. 12 ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· «Μὴ φοβᾶσαι, Δανιήλ, διότι ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα, ποὺ ἔβαλες στὸν νοῦ σου σκοπὸ νὰ μάθῃς τὴν ἀλήθεια, νὰ σκληραγωγηθῇς καὶ νὰ ταλαιπωρηθῇς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, εἰσακούστηκαν οἱ λόγοι σου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐγὼ ἦρθα νὰ σοῦ δώσω ἀπαντήσεις. 13 ὁ ἄρχοντας (ἄγγελος) τοῦ βασιλείου τῶν Περσῶν εἶχε σταθῆ ἀπέναντί μου καὶ γιὰ εἴκοσι μία ἡμέρες μὲ ἐμπόδιζε. καὶ τότε ὁ Μιχαὴλ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἄρχοντες (ἀγγέλους) ἦρθε νὰ μὲ βοηθήσῃ. τὸν ἄφησα ἐκεῖ μὲ τὸν ἄρχοντα (ἄγγελο) τοῦ βασιλείου τῶν Περσῶν, 14 καὶ ἦρθα νὰ σὲ ἐνημερώσω, γιὰ νὰ μάθῃς ὅσα θὰ συμβοῦν στὸν λαό σου κατὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες. διότι αὐτὸ τὸ ὅραμα ἀναφέρεται στὶς ἡμέρες ἐκεῖνες». 15 ὅταν ἐκεῖνος μοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔστρεψα τὸ πρόσωπό μου στὴν γῆ καὶ ἔνιωσα μεγάλη κατάνυξι. 16 καὶ νά, κάποιος ὅμοιος μὲ ἄνθρωπο ἄγγιξε τὰ χείλη μου· καὶ ἄνοιξα τὸ στόμα μου καὶ μίλησα σ᾿ αὐτὸν ποὺ στεκόταν ἀπέναντί μου καὶ τοῦ εἶπα· «Κύριε, καθὼς σὲ εἶδα, ταράχτηκε ἡ ψυχή μου καὶ ἔμεινα ἀνήμπορος. 17 καὶ πῶς θὰ μπορέσω ἐγὼ ὁ δοῦλος σου, Κύριε, νὰ μιλήσω μὲ σένα τὸν Κύριό μου; διότι ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ μὲ ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις μου. καὶ αὐτὴ ἡ ἀναπνοή μου ἔχει κοπῆ». 18 ἐκεῖνος ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἄνθρωπο, μὲ ἄγγιξε πάλι, μὲ ἐνίσχυσε 19 καὶ μοῦ εἶπε· «Μὴ φοβᾶσαι, ἄνθρωπε ἰδιαιτέρως ἀγαπητὲ στὸν Θεό, μὲ εὐγενεῖς καὶ ἅγιες ἐπιθυμίες, νὰ ἔχῃς εἰρήνη. πᾶρε θάρρος καὶ δύναμι». καὶ μόλις ἐκεῖνος μοῦ μίλησε ἔτσι, πῆρα δύναμι καὶ εἶπα· «Ἂς μιλήσῃ ὁ Κύριός μου, διότι ἐσὺ μὲ ἐνδυνάμωσες». 20 ἐκεῖνος εἶπε· «Γνωρίζεις ἄραγε γιατί ἦρθα σὲ σένα; τώρα θὰ ἐπιστρέψω νὰ πολεμήσω μὲ τὸν ἄρχοντα (ἄγγελο) τῶν Περσῶν. ὅταν ἐγὼ ἔφευγα, ἐρχόταν ὁ ἄρχοντας (ἄγγελος) τῶν ῾Ελλήνων. 21 ἦρθα γιὰ νὰ σοῦ ἀναγγείλω αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο στὸ βιβλίο τῆς ἀλήθειας. δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος νὰ μὲ βοηθήσῃ γι᾿ αὐτὲς τὶς ὑποθέσεις, παρὰ μόνο ὁ Μιχαὴλ ὁ δικός σας ἄρχοντας (ἄγγελος).
11
1 Κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλιᾶ Κύρου ἀπέκτησα ἐγὼ δύναμι καὶ ἰσχύ. 2 καὶ τώρα θὰ σοῦ πῶ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὰ μελλοντικὰ γεγονότα. ἰδού, τρεῖς ἀκόμη βασιλεῖς θὰ ὑπάρξουν στὴν Περσία. ὁ τέταρτος θὰ ἀποκτήσῃ μεγάλο πλοῦτο, περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους. καὶ ὅταν γίνῃ κύριος τοῦ ἀπέραντου αὐτοῦ πλούτου, θὰ στραφῇ καὶ θὰ ἐκστρατεύσῃ ἐναντίον ὅλων τῶν ἑλληνικῶν βασιλείων. 3 ἔπειτα θὰ ἐμφανιστῇ ἄλλος βασιλιᾶς ἰσχυρός, θὰ ἐπεκτείνῃ τὴν κυριαρχία του σὲ μεγάλη ἔκτασι καὶ θὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει. 4 καὶ ὅταν θὰ ἑδραιωθῇ, θὰ καταστραφῇ καὶ αὐτός. θὰ διαιρεθῇ τὸ βασίλειό του στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ τὸ κατέχουν οἱ ἀπόγονοί του, οὔτε θὰ κυβερνηθοῦν τὰ τέσσερα αὐτὰ βασίλεια, ὅπως ἐκεῖνος εἶχε κυβερνήσει. διότι τὸ βασίλειό του ὁλόκληρο πλέον θὰ τὸ μαδήσουν καὶ θὰ τὸ μοιράσουν μεταξύ τους ἄλλοι ἐκτὸς τῶν ἀπογόνων του. 5 ὁ βασιλιᾶς τῶν νοτίων περιοχῶν θὰ ἀποκτήσῃ δύναμι μεγάλη. ἕνας ὅμως ἀπὸ τοὺς στρατηγούς του θὰ ἀναδειχθῇ ἰσχυρότερος ἀπὸ αὐτὸν καὶ θὰ κυριάρχησῇ μὲ πολλὴ δύναμι στὸ βασίλειο αὐτό. 6 ἔπειτα ἀπὸ λίγα χρόνια θὰ συνενωθοῦν, διότι ἡ θυγατέρα τοῦ νότιου βασιλιᾶ θὰ παντρευτῇ τὸν βασιλιᾶ τοῦ βορρᾶ. ἔτσι θὰ συναφθῇ μεταξὺ τῶν δύο βασιλείων συνθήκη. ἡ θυγατέρα ὅμως αὐτὴ δὲν θὰ κρατήσῃ τὴν δύναμι τοῦ βασιλείου, οὔτε οἱ ἀπόγονοι τοῦ βασιλιᾶ θὰ σταθοῦν στὴν ἐξουσία. ἡ ἴδια, οἱ ἀκόλουθοί της, ἡ κόρη της καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ τὴν ὑποστηρίζῃ θὰ παραδοθοῦν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο στὴν καταστροφή. 7 ἕνας ἀπὸ τοὺς βλαστοὺς τῆς βασιλικῆς ἐκείνης ρίζας θὰ σταθῇ μὲ μεγάλη προετοιμασία καὶ θὰ ἐκστρατεύσῃ ἐνάντια στὴν δύναμι, θὰ πολιορκήσῃ τὰ φρούρια τοῦ βασιλιᾶ τοῦ βορρᾶ, θὰ πολεμήσῃ ἐναντίον του καὶ θὰ νικήσῃ. 8 θὰ ἁρπάξῃ ὡς λάφυρα καὶ θὰ φέρῃ στὴν Αἴγυπτο τοὺς θεοὺς ἐκείνων μὲ τὰ χωνευτά τους ἀγάλματα, κάθε πολύτιμο ἀντικείμενο ἀπὸ ἄργυρο καὶ χρυσό. αὐτὸς λοιπὸν θὰ φανῇ δυνατωτερος ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ τοῦ βορρᾶ. 9 ἔπειτα ὁ βασιλιᾶς τοῦ βορρᾶ θὰ ἐκστρατεύσῃ ἐναντίον τοῦ νοτίου βασιλείου, ἐναντίον τῆς Αἰγύπτου, ἀλλὰ θὰ ἐπιστρέψῃ (χωρὶς ἐπιτυχία) στὴν χώρα του. 10 οἱ γιοὶ ὅμως τοῦ βασιλιᾶ τοῦ βορρᾶ θὰ συγκεντρώσουν πλῆθος μεγάλων στρατιωτικῶν δυνάμεων, τὸ ὁποῖο θὰ ἐπιτεθῇ ὁρμητικὰ καὶ θὰ κατακλύσῃ τὸ νότιο βασίλειο. θὰ περιέρχεται νικηφόρως τὴν περιοχή, θὰ ἐπέρχεται μὲ ὁρμὴ καὶ θὰ χτυπήσῃ ὅλην τὴν δύναμι ἐκείνου. 11 τότε ὁ βασιλιᾶς τοῦ νότου θὰ ἐξαγριωθῇ καὶ θὰ βγῇ στὸν πόλεμο καὶ θὰ πολεμήσῃ ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ τοῦ βορρᾶ. θὰ παρατάξῃ στρατὸ πολὺ καὶ τὸ μεγάλο στράτευμα τοῦ βασιλιᾶ τοῦ βορρᾶ θὰ παραδοθῇ στὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου. 12 θὰ συλλάβῃ αἰχμάλωτο τὸν στρατὸ ἐκεῖνο καὶ θὰ ὑπερηφανευθῇ ὁ νοῦς του, διότι θὰ συντρίψῃ μυριάδες, ἀλλὰ τελικὰ δὲν θὰ ὑπερισχύσῃ. 13 ὁ βασιλιᾶς τοῦ βορρᾶ θὰ ἐπιστρέψῃ καὶ θὰ συγκεντρώσῃ στρατὸ πολύ, πολυαριθμότερο ἀπὸ τὸν πρῶτο, καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὡρισμένα χρόνια θὰ ἐκστρατεύσῃ ἐπιτυχῶς καὶ θὰ μπῇ στὸ νότιο βασίλειο μὲ μεγάλη στρατιωτικὴ δύναμι καὶ μὲ πάρα πολλὰ ἐφόδια. 14 κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο καὶ πολλοὶ ἄλλοι θὰ ἐπαναστατήσουν ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ τοῦ νότου. τότε καὶ οἱ φαῦλοι ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ σου θὰ ὑπερηφανευθοῦν καὶ θὰ ἐπαναστατήσουν καὶ αὐτοί, ἀλλὰ θὰ καταστραφοῦν, καὶ ἔτσι θὰ ἐκπληρωθῇ ἡ προφητεία. 15 ὁ βασιλιᾶς τοῦ βορρᾶ θὰ εἰσέλθῃ καὶ θὰ ὑψώσῃ προχώματα καὶ προμαχῶνες γύρω ἀπὸ τὶς πόλεις. θὰ καταλάβῃ πόλεις ἰσχυρές, ἐνῷ οἱ δυνάμεις τοῦ βασιλιᾶ τοῦ νότου δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ἀντισταθοῦν. θὰ ξεσηκωθοῦν βέβαια οἱ ἐκλεκτοί του ἄνδρες κατὰ τὸν πόλεμο αὐτό, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ παρουσιάσουν ἀποτελεσματικὴ ἀντίστασι. 16 ὁ βασιλιᾶς τοῦ βορρᾶ θὰ μπῇ νικητὴς καὶ θὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος ποὺ θὰ μπορέσῃ νὰ τοῦ ἀντισταθῇ. θὰ σταματήσῃ στὴν περιοχὴ Σαβὶ καὶ μὲ τὴν δύναμί του θὰ τὴν ἐξολοθρεύσῃ. 17 θὰ ἀποφασίσῃ νὰ ἐκστρατεύσῃ πάλι μὲ ὅλον τὸν αὐτοκρατορικό του στρατό, ἀλλὰ τελικὰ θὰ συμβιβαστῇ καὶ θὰ εἰρηνεύσῃ μὲ τὸ ἄλλο βασίλειο. καὶ θὰ δώσῃ μία θυγατέρα ἀπὸ τὶς γυναῖκες του ὡς σύζυγο στὸν ἄλλο βασιλιᾶ, ὥστε μέσῳ αὐτῆς νὰ διαβρώσῃ τὸ ἄλλο βασίλειο. ἐκείνη ὅμως δὲν θὰ τηρήσῃ αὐτὸ τὸ σχέδιο καὶ δὲν θὰ παραμείνῃ πιστὴ στὸν πατέρα της. 18 τότε αὐτὸς θὰ στραφῇ ἐναντίον τῆς χώρας τῶν Νήσων (τῆς ῾Ελλάδος), θὰ κυριεύσῃ πολλὲς νησιωτικὲς περιοχές της καὶ θὰ καθαιρέσῃ τοὺς ἐξευτελισμένους ἄρχοντές τους. ἐν τέλει ὅμως θὰ ἡττηθῇ καὶ αὐτὸς καὶ ὁ ἐξευτελισμὸς θὰ ἐπιστρέψῃ πάνω του. 19 ἔπειτα θὰ στρέψῃ τὴν προσοχή του στὴν ὀχύρωσι τῆς χώρας του. θὰ ἐξασθενήσῃ ὄμως, θὰ πέσῃ, θὰ καταστραφῇ καὶ θὰ ἐξαφανιστῇ.
20 Θὰ ἐμφανιστῇ ἀπὸ τὴν βασιλική του ρίζα ἕνας ἀπόγονός του, γιὰ νὰ βασιλέψῃ σὲ ὅσα ἐκεῖνος ἑτοίμασε. αὐτὸς ὅμως θὰ ἐκτραπῇ ἐκμεταλλευόμενος τὴν δόξα τῆς βασιλείας του καὶ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες θὰ συντριβῇ ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ δολοφονικὴ ἐπίθεσι οὔτε σὲ πόλεμο. 21 θὰ ἔρθῃ ἕνας ἄλλος στὴν θέσι του. αὐτὸς ὅμως θὰ εἶναι μηδαμινὸς καὶ δὲν θὰ τοῦ ἀποδώσουν βασιλικὲς τιμὲς καὶ ἀναγνώρισι. αὐτὸς ὅμως θὰ ἔρθῃ μὲ πολὺ πλοῦτο καὶ μὲ δόλιους τρόπους καὶ θὰ κυριαρχήσῃ στὸ βασίλειό του. 22 καὶ οἱ στρατιωτικὲς δυνάμεις (τοῦ βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου), ποὺ κατακλύζουν σὰν χείμαρρος τὸν τόπο, θὰ κατακλυσθοῦν ἀπὸ στρατεύματα τοῦ βασιλιᾶ τοῦ βορρᾶ καὶ θὰ συντριβοῦν. θὰ συντριβῇ ἐπίσης τότε καὶ ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Διαθήκης (τοῦ ᾿Ισραήλ). 23 καὶ ὁ βασιλιᾶς τοῦ βορρᾶ ἔπειτα ἀπὸ τὶς εἰρηνικὲς συνθῆκες μὲ τὸν ἐχθρό του θὰ φερθῇ δολίως. θὰ τὸν ἐπισκεφθῇ μὲ μικρὴ δύναμι καὶ θὰ κατορθώσῃ νὰ τὸν ἀνατρέψῃ. 24 θὰ εἰσβάλῃ σὲ εὔφορες καὶ πλούσιες χῶρες καὶ θὰ κάμῃ πράγματα τὰ ὁποῖα οἱ πατέρες του δὲν ἔκαμαν, οὔτε οἱ πατέρες τῶν πατέρων του. θὰ μοιράσει στὶς χῶρες αὐτὲς λάφυρα καὶ πλούτη καὶ πολὺ ἐπισιτισμό, ἐνῶ κρυφὰ θὰ καταστρώνῃ πονηρὰ σχέδια γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Αἰγύπτου, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ γιὰ λίγον καιρό. 25 θὰ ξεσηκώσῃ τὸν νοῦ του καὶ τὸν στρατό του ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ τοῦ νότου καὶ θὰ ἐκστρατεύσῃ ἐναντίον του μὲ μεγάλη στρατιωτικὴ δύναμι. ὁ βασιλιᾶς τοῦ νότου θὰ συνάψῃ πόλεμο ἐναντίον του μὲ μεγάλη καὶ πολὺ ἰσχυρὴ δύναμι. καὶ δὲν θὰ μπορέσουν αὐτὸς καὶ τὰ στρατεύματά του νὰ ἀντισταθοῦν, διότι θὰ ἔχουν σχεδιάσει ἐναντίον του προδοσία. 26 θὰ καταφάγουν τὶς προμήθειές του, θὰ τὸν συντρίψουν, θὰ κατακλύσῃ τὶς δυνάμεις, καὶ θὰ πέσουν πολλοὶ νεκροί. 27 καὶ οἱ δύο βασιλεῖς θὰ ἔχουν δόλιες καὶ πονηρὲς καρδιές, καὶ ἐνῷ θὰ καθήσουν μαζὶ στὸ ἴδιο τραπέζι, θὰ ψεύδωνται μεταξύ τους ἐπιδιώκοντας νὰ ἐξαπατήσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· ἀλλὰ δὲν θὰ εὐοδωθοῦν τὰ σχέδιά τους, διότι θὰ ἔχουν λίγο χρόνο στὴν διάθεσί τους. 28 κατόπιν θὰ ἐπιστρέψῃ ὁ βασιλιᾶς τοῦ βορρᾶ στὴν χώρα του μὲ πολὺ πλοῦτο. ὁ νοῦς του ὅμως θὰ μελετᾷ πονηρὰ σχέδια ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς ἁγίας Διαθήκης (᾿Ισραήλ). θὰ πραγματοποιήσῃ τὰ πονηρά του σχέδια καὶ ἔπειτα θὰ ἐπιστρέψῃ στὴν χώρα του. 29 μετὰ ἀπὸ καιρὸ θὰ ἐπιστρέψῃ καὶ θὰ κινηθῇ πάλι ἐναντίον τοῦ νότου, ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκστρατεία του ἐπιτυχής, ὅπως ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη. 30 θὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον του μὲ ἐξόρμησι οἱ Κίτιοι (ἀπὸ τὴν Κύπρο), καὶ θὰ ταπεινωθῇ. θὰ καταληφθῇ ἀπὸ θυμὸ καὶ θὰ στραφῇ πάλι ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς Διαθήκης (᾿Ισραήλ). θὰ διαπράξῃ ἀνοσιουργήματα, θὰ γύρισῃ πίσω στὸ βασίλειό του καὶ θὰ ἐπικεντρώσῃ τὴν προσοχή του στοὺς ᾿Ιουδαίους ἐκείνους ποὺ ἐγκατέλειψαν τὸν νόμο τῆς ἁγίας Διαθήκης. 31 δικά του στρατεύματα θὰ ἐμφανιστοῦν καὶ θὰ βεβηλώσουν τὸν ἱερὸ ναό, τὴν ἱερὴ αὐτὴ ἀκρόπολι τοῦ ᾿Ισραήλ, θὰ βάλουν τέρμα στὶς καθημερινὲς θυσίες καὶ θὰ στήσουν κάτι τὸ βδελυρὸ ποὺ θὰ κάνει ὅλους τοὺς πιστοὺς ᾿Ισραηλῖτες νὰ ἐξαφανίζωνται ἀπὸ τὸν ἱερὸ τόπο. 32 καὶ οἱ ἀποστάτες τῆς Διαθήκης θὰ προτείνουν δόλια συμφωνία. ὁ λαὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ πιστεύει στὸν Θεό του, θὰ ὑπερισχύσῃ καὶ θὰ πράξῃ ὅ,τι πρέπει. 33 οἱ πιὸ πιστοὶ καὶ συνετοὶ ἀπὸ τὸν λαὸ θὰ περάσουν πολλὲς δοκιμασίες. θὰ καταδιωχθοῦν γιὰ νὰ ἐξοντωθοῦν μὲ σπαθὶ καὶ μὲ φωτιὰ καὶ μὲ αἰχμαλωσία καὶ μὲ διαρπαγὴ τῶν ὑπαρχόντων τους, γιὰ μέρες. 34 ὅταν βρεθοῦν ὑπὸ διωγμόν, θὰ πάρουν κάποια μικρὴ βοήθεια, καὶ πολλοὶ θὰ προστεθοῦν μὲ τὸ μέρος τους ἀλλὰ δολίως καὶ ὑποκριτικῶς. 35 μερικοὶ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς συνετοὺς θὰ ὀλιγοπιστήσουν πάνω στὴν φωτιὰ τῆς δοκιμασίας, ὥστε ὁ Κύριος νὰ ἐκλέξῃ τοὺς πράγματι σταθεροὺς στὴν πίστι καὶ νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ ἀνάξιοι· καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ ὡρισμένο χρονικὸ διάστημα. 36 καὶ αὐτὸς ὁ ἀσεβὴς βασιλιᾶς θὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει, θὰ ὑπερηφανευθῇ, θὰ ἔχῃ ἀλαζονικὴ στάσι ἐνάντια σὲ κάθε θεό, θὰ μιλᾷ βλάσφημα καὶ μὲ ἔπαρσι, καὶ θὰ πετυχαίνουν τὰ σχέδιά του, μέχρις ὅτου ξεσπάσῃ ἐναντίον του ἡ θεία ὀργή, διότι ὅλα αὐτὰ ἔχουν προκαθωρισμένο τέρμα. 37 δὲν θὰ δείξῃ σεβασμὸ σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς θεοὺς τῶν προγόνων του, θὰ εἶναι ἀδιάφορος στὴν ἐπιθυμία γυναικῶν, δὲν θὰ σέβεται κανένα θεό, καὶ θὰ θελήσῃ νὰ ὑψώσῃ τὸν ἑαυτό του πάνω ἀπὸ τοὺς πάντες. 38 θὰ σεβαστεῖ μόνο τὸν θεὸ τοῦ πολέμου Μαωζίν, καὶ θὰ τοῦ χτίσῃ ναό, ὅπου θὰ τιμᾷ ἕναν θεό, ποὺ δὲν τὸν γνώρισαν οἱ πρόγονοί του. αὐτὸν θὰ τὸν τιμήσῃ μὲ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι καὶ πολύτιμους λίθους καὶ μὲ ζηλευτὰ πολύτιμα δῶρα. 39 μὲ τὴν βοήθεια, ὅπως θὰ νομίζῃ, τοῦ ξένου αὐτοῦ θεοῦ θὰ οἰκοδομήσῃ ὀχυρωματικὰ ἔργα καὶ καταφύγια γιὰ τὶς στρατιωτικὲς φρουρές του. θὰ πολλαπλασιαστῇ ἡ δόξα του, θὰ ὑποτάξῃ πολλοὺς λαοὺς στοὺς συνεργάτες του καὶ θὰ τοὺς διανείμῃ τὴν γῆ μὲ πολλὰ δῶρα. 40 ὅταν ὅμως θὰ φτάσῃ τὸ τέλος τῶν καθωρισμένων καιρῶν, θὰ συγκρουστῇ μὲ τὸν βασιλιᾶ τοῦ νότου. ὁ βασιλιᾶς τοῦ βορρᾶ θὰ κινηθῇ ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ τοῦ νότου, μὲ ἅρματα καὶ μὲ ἱππικὸ καὶ μὲ πολὺ ναυτικό. θὰ εἰσβάλουν στὴν χώρα, θὰ τὴν συντρίψῃ καὶ θὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν μία ἄκρη της μέχρι τὴν ἄλλη. 41 θὰ εἰσβάλῃ στὴν χώρα Σαβί, καὶ θὰ ἐξοντωθοῦν πολλοί. θὰ διασωθοῦν ἀπὸ τὰ χέρια του οἱ φυλὲς τοῦ ᾿Εδὼμ καὶ τοῦ Μωὰβ καὶ τὸ σπουδαιότερο τμῆμα τῶν ᾿Αμμωνιτῶν. 42 θὰ ἁπλώσῃ τὴν κυριαρχία του σὲ ὅλη τὴν εὐρύτερη περιοχή, ἀκόμη καὶ ἡ χώρα τῆς Αἰγύπτου δὲν θὰ τοῦ ξεφύγῃ. 43 Θὰ γίνῃ κύριος κρυμμένων θησαυρῶν μὲ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι καὶ κάθε ἄλλο πολύτιμο ἀντικείμενο τῆς Αἰγύπτου, τῶν Λιβύων καὶ τῶν Αἰθιόπων, ποὺ ἔχουν κρύψει τοὺς θησαυρούς τους στὰ ὀχυρώματά τους. 44 ἀνησυχητικὲς ὅμως καὶ ἐπείγουσες πληροφορίες ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς καὶ βόρειες περιοχὲς θὰ τὸν ταράξουν. θὰ κινηθῇ ἐναντίον τους μὲ πολὺ θυμό, γιὰ νὰ ἐξαφανίσῃ καὶ νὰ ἐξολοθρεύσῃ πολλοὺς λαούς. 45 θὰ στήσῃ τὴν σκηνὴ τοῦ ἐπιτελείου του ἀνάμεσα στὶς δύο θάλασσες (Μεσόγειο καὶ Νεκρὰ Θάλασσα), στὸ ὄρος Σαβὶ τὸ ἅγιο. τότε ὅμως θὰ φτάσῃ τὸ τέλος του καὶ δὲν θὰ βρεθῇ κανεὶς νὰ τὸν γλιτώσῃ.
12
1 ᾿Εκεῖνο τὸν καιρὸ θὰ ἐμφανιστῇ ὁ μέγας ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος στέκεται προστάτης τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ σου. θὰ εἶναι τότε περίοδος θλίψεως, μεγάλης θλίψεως, ποὺ ὅμοια της δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐμφανίστηκαν ἄνθρωποι καὶ ἔθνη πάνω στὴν γῆ μέχρι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. καὶ τὴν ἴδια περίοδο ὅμως θὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν λαό σου ὅσοι εἶναι γραμμένοι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. 2 πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κοιμοῦνται τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου θὰ ἀναστηθοῦν, ἄλλοι μὲν γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ ἄλλοι γιὰ ὀνειδισμὸ καὶ καταισχύνη αἰώνια. 3 ὅσοι ἐμελέτησαν καὶ κατάλαβαν θὰ λάμψουν σὰν τὴν λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς δικαίους θὰ λάμψουν σὰν τὰ ἀστέρια στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων καὶ γιὰ πάντα. 4 καὶ ἐσύ, Δανιήλ, κρῦψε αὐτοὺς τοὺς λόγους τῆς προφητείας καὶ σφράγισε τὸ βιβλίο, μέχρι νὰ τελειώσῃ ὁ καθωρισμένος καιρός. τότε πολλοὶ ἄνθρωποι θὰ διδαχθοῦν, καὶ θὰ αὐξηθῇ ἔτσι ἡ γνῶσι τοῦ θείου θελήματος». 5 καὶ ἐγὼ ὁ Δανιὴλ εἶδα καὶ νά δύο ἄλλοι ἄντρες εἶχαν σταθῆ ὄρθιοι, ὁ ἕνας στὴν μία ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καὶ ὁ ἄλλος στὴν ἄλλη ὄχθη. 6 ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶπε στὸν ἄνδρα ποὺ φοροῦσε ἔνδυμα λινὸ καὶ ἦταν πάνω ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ· «Πότε θὰ ἔρθῃ τὸ τέρμα τῶν θαυμασίων αὐτῶν προφητειῶν, ποὺ εἶπες;» 7 ἄκουσα τὸν ἄντρα τὸν ντυμένο μὲ τὸ πολύτιμο λινὸ ροῦχο, ποὺ στεκόταν πάνω ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ καὶ σήκωσε καὶ τὸ δεξὶ καὶ τὸ ἀριστερό του χέρι πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ὡρκίστηκε στὸν ζωντανὸ Κύριο, καὶ εἶπε· «Σὲ ἕνα ἔτος καὶ δύο ἔτη καὶ μισὸ ἀκόμη ἔτος (δηλαδὴ 3,5 χρόνια), ὅταν θὰ ὁλοκληρωθῇ καὶ θὰ πάρῃ τέρμα ὁ διασκορπισμὸς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ μάθουν τὸ περιεχόμενο ὅλων αὐτῶν τῶν προφητειῶν». 8 καὶ ἐγὼ τὰ ἄκουσα αὐτά, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάλαβα καὶ ρώτησα· «Κύριε, πότε θὰ ἔλθῃ τὸ τέλος αὐτῶν τῶν πραγμάτων;» 9 καὶ μοῦ ἀπάντησε· «Ἔλα τώρα, Δανιήλ, ἡσύχασε. οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς προφητείας θὰ εἶναι κλεισμένοι καὶ σφραγισμένοι (δηλαδὴ θὰ παραμείνουν ἀνερμήνευτοι), μέχρι νὰ ἔρθῃ τὸ τέλος τοῦ καθωρισμένου χρόνου. 10 οἱ δίκαιοι θὰ ἀναδειχτοῦν, θὰ λευκανθοῦν μὲ τὶς θλίψεις, θὰ περάσουν ἀπὸ φωτιά, καὶ πολλοὶ θὰ ἐξαγιαστοῦν· οἱ παράνομοι ὅμως θὰ ἐκτραποῦν σὲ περισσότερες ἀνομίες, καὶ οἱ ἀσεβεῖς δὲν θὰ καταλάβουν τίποτε ἀπὸ τὴν προφητεία, ἐνῷ οἱ εὐσεβεῖς καὶ νοήμονες θὰ καταλάβουν τὰ πάντα. 11 ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ καταργηθῇ ἡ καθημερινὴ θυσία καὶ θὰ στηθῇ κάτι τὸ σιχαμερὸ ποὺ θὰ ἐρημώσῃ τὸν τόπο, θὰ περάσουν χίλιες διακόσιες ἐνενῆντα ἡμέρες δοκιμασίας. 12 μακάριος καὶ εὐλογημένος θὰ εἶναι ὅποιος θὰ ὑπομείνῃ καὶ θὰ φτάσῃ μέχρι τὶς χίλιες τριακόσιες τριάντα πέντε ἡμέρες. 13 σὺ δέ, Δανιήλ, τράβα νὰ ξεκουραστῇς. ἀπομένουν ἀκόμη πολλὲς ἡμέρες καὶ χρόνια, γιὰ νὰ συμπληρωθῇ ὁ χρόνος τῆς συντέλειας. καὶ θὰ ἀναστηθῇς κι ἐσὺ στὸν ἔνδοξο κλῆρο τοῦ λαοῦ σου κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς συντέλειας».
᾿Επιμέλεια μεταφράσεως 2008-2010 Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης
῾Η παροῦσα μετάφρασι προσφέρεται καὶ σὲ μονοτονικὸ σύστημα ἐδῶ (μὲ κάποιες ἀκόμη ἐλαφρὲς προσαρμογὲς σύμφωνα μὲ τὴν σχολικὴ ὀρθογραφία) πρὸς διευκόλυνσι τῶν μαθητῶν καὶ γενικῶς τῶν νεωτέρων στὴν ἡλικία, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν εἶναι ἐξοικειωμένοι στὸ νὰ διαβάζουν πολυτονικὰ κείμενα. Συνιστᾶται ὅμως ἐντόνως σὲ ὅλους νὰ προτιμοῦν τὴν ἀνάγνωσι τῆς πολυτονικῆς μεταφράσεως ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ.