ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΦΙΛΑΡΕΤΟ
§1. Δὲν θυμοῦμαι πότε ἀκριβῶς ἦρθε στὴν Πάτρα ὁ μακαριστὸς Φιλάρετος, ἀλλὰ θὰ ἦταν πιθανὸν περὶ τὸ 1985, μετὰ ποὺ πῆρε ἀπολυτήριο ἀπὸ τὴν μητρόπολι ᾿Ελασσόνος καὶ ἐπέστρεψε στὴν «μονὴ τῆς μετανοίας του», στὴν ῾Αγία Λαύρα Καλαβρύτων. καὶ ὁ τότε ἡγούμενος Ἄνθιμος (Δημακόπουλος) τὸν ἔστειλε ὡς οἰκονόμο στὸ μετόχι τῆς μονῆς στὴν Πάτρα, στὸν ἱερὸ ναὸ ἁγίου ᾿Αλεξίου, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ῞Ελληνος Στρατιώτου, λίγο πιὸ δίπλα ἀπὸ τὴν διασταύρωσι μὲ τὴν ὁδὸ ῾Αγίας Σοφίας (ἡ ὁδὸς ῾Αγίας Σοφίας εἶναι κάθοδος· κατεβαίνοντας ὅλο εὐθεῖα περνᾶμε τὸν ναὸ τῆς ἁγίας Σοφίας καὶ τὴν παρακείμενη πλατεῖα, καὶ στὰ ἑπόμενα φανάρια εἶναι ἡ διασταύρωσι μὲ τὴν ὁδὸ ῞Ελληνος Στρατιώτου· στρίβουμε ἀριστερά, καὶ μόλις λίγα μέτρα πιὸ πέρα, στ᾿ ἀριστερά μας, εἶναι ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξίου). ὁ ναὸς φυσικὰ δὲν εἶναι ἐνοριακός, ἀλλὰ βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ δύο μεγάλες ἐνορίες τῶν Πατρῶν, στὴν ἐνορία τῆς ἁγίας Σοφίας καὶ στὴν ἐνορία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ζακυνθηνοῦ. οἱ δύο αὐτὲς ἐνορίες εἶναι οἱ «ἐνορίες μου» στὴν Πάτρα, ἐκεῖ ὅπου ἔζησα καὶ ἀνετράφην ἐκκλησιαστικῶς ἀπὸ 8½ ἕως 20 ἐτῶν. σπίτι δικό μας δὲν εἴχαμε, ἀλλὰ νοικιάζαμε, γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς ἡ πατρική μου οἰκογένεια μετακόμιζε σὲ διάφορα σπίτια μὲ καλλίτερο ἐνοίκιο ἢ καλλίτερες συνθῆκες διαβιώσεως, ἀλλὰ πάντοτε στὴν περιοχὴ αὐτῶν τῶν δύο ἐνοριῶν. στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Διονυσίου βαπτίστηκε ὁ κατὰ μία δεκαετία μικρότερος ἀδερφός μου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἄγγελος. κατὰ μία ὡραία σύμπτωσι δέκα χρόνια νωρίτερα ἐγὼ εἶχα βαπτιστῆ στὸν ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν (δηλαδὴ τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ) τοῦ ᾿Ανατολικοῦ (ἢ Αἰτωλικοῦ) καὶ εἶχα λάβει τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ζακυνθηνοῦ. ἐπειδὴ τὰ περισσότερα σπίτια ποὺ νοικιάζαμε ἦταν πιὸ κοντὰ στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Σοφίας, ἐκεῖ ἐκκλησίαζα τὶς περισσότερες φόρες, πήγαινα κατηχητικό, ἐξωμολογούμην, διδάχτηκα τὰ πρῶτα μαθήματα ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, συμμετεῖχα στὴν ἐνοριακὴ χορῳδία καὶ στὴν νεανικὴ συντροφιά, ἀργότερα ἔψελνα σὲ καθημερινοὺς ἑσπερινοὺς καὶ βοηθοῦσα στὶς διάφορες ἀκολουθίες. γενικῶς ἡ ἐκκλησία ἦταν τὸ δεύτερο σπίτι μου, κάποιες φορὲς μάλιστα πιὸ οἰκεῖο ἀπὸ τὸ πατρικό μου σπίτι. στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Διονυσίου πήγαινα λιγώτερο συχνά, ἀλλὰ πάντως πήγαινα ἀρκετὲς φορές, γιὰ νὰ «συναντῶ» ἄλλωστε καὶ τὸν προστάτη μου ἅγιο.
§2. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ μακαριστοῦ Φιλαρέτου ἦταν ᾿Αναστάσιος καὶ τὸ ἐπώνυμό του Κωνσταντακόπουλος. ὅταν ἦρθε στὴν Πάτρα, φρόντισε ἀμέσως νὰ ἀνακαινίσῃ τὸν ναό, ὁ ὁποῖος ἦταν κάπως παραμελημένος, διότι μᾶλλον δὲν εἶχε μόνιμο ἐφημέριο, δηλαδὴ δὲν ἔμενε ἐκεῖ κάποιος ἀπὸ τὸ μοναστῆρι, τὸ ὁποῖο ἄλλωστε ὑπέφερε ἀπὸ λειψανδρία. ὁ ναὸς καθαρίστηκε, βάφτηκε καὶ ἐπιδιωρθώθηκε ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικά, διακοσμήθηκε, μπῆκαν νέες εἰκόνες, ὅπου μποροῦσαν νὰ μποῦν, ἢ διάφορα σχέδια στοὺς τοίχους καὶ στοὺς κίονες, καὶ γενικῶς ἄλλαξε ἡ ὄψι του ῥιζικῶς· ὁ χῶρος ἀνακαινίστηκε, ὠμόρφυνε, ἔγινε πιὸ «ζεστός», πιὸ φιλόξενος. ὁ μακαριστὸς Φιλάρετος περιποιήθηκε καὶ ἐνίσχυσε ἕναν ἐξωτερικὸ πρόναο, ποὺ προϋπῆρχε, καὶ τοποθέτησε ἐκεῖ τὸ παγκάρι τῶν κεριῶν καὶ τὰ κηροπήγια· μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐλευθερώθηκε πολύτιμος χῶρος στὸν κυρίως ναό, ὁ ὁποῖος πλέον ἔδειχνε μεγαλείτερος καὶ πιὸ ἄνετος. ἰδιαιτέρως φρόντισε τὸ ἱερὸ μὲ ντουλάπια, ῥάφια καὶ ἄλλες νέες ξύλινες κατασκευές, τὸ ὁποῖο ἐπίσης ἔγινε πιὸ ὡραῖο καὶ ἄνετο, ὥστε στὰ συλλείτουργα νὰ μὴ στριμώχνωνται οἱ ἱερεῖς. γενικῶς στὸν Φιλάρετο ἄρεσε ἡ τάξις καὶ ἡ καθαριότητα καὶ ἤθελε τὸ κάθε τὶ νὰ εἶναι τακτοποιημένο στὴν θέσι του.
§3. Ἦταν πράγματι φιλάρετος ἀλλὰ καὶ φιλακόλουθος, γι᾿ αὐτὸ ἔβαλε ἕνα πρόγραμμα τακτικῶν ἀκολουθιῶν στὸν ναό, ὅπου φυσικὰ τὸ λειτουργικὸ τυπικὸ ἐτηρεῖτο μὲ ἀκρίβεια καὶ εὐλάβεια. καθιέρωσε ἐπίσης νὰ γίνεται μία φορὰ τὸ μῆνα ἀγρυπνία. οἱ κάτοικοι τῶν Πατρῶν ἀνέκαθεν εὐλαβοῦνταν τὸν ἅγιο ᾿Αλέξιο καὶ σέβονταν τὸν ναό του. ἀλλὰ ἡ προσέλευσις τοῦ νέου ἱερομονάχου, ὁ ἤπιος χαρακτῆράς του, τὸ ἦθός του, ἡ προσήνειά του, ἡ πνευματικότητά του, ἡ αὐστηρότητά του στὴν τήρησι τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμίων, ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς συνανθρώπους του, τὸ ἐνάρετο καὶ φιλακόλουθο πνεῦμά του καὶ πολλὰ ἄλλα στοιχεῖα, ποὺ παραλείπω, ἔκαμαν τὸ μικρὸ μετόχιο σημαντικὸ κέντρο πνευματικῆς καὶ λειτουργικῆς ζωῆς γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας. ἰδιαιτέρως ὅμως πολλοὶ νέοι ἄνθρωποι, φοιτητές, καλλίφωνοι ψάλτες, οἰκογενειάρχες, συνειδητοὶ χριστιανοί, πνευματικὰ τέκνα τοῦ Φιλαρέτου καὶ ἄλλοι δὲν ἔχαναν σχεδὸν καμμία ἀγρυπνία. πολλοὶ ἦσαν ἐπίσης ἐκεῖνοι ποὺ ἔτρεξαν κάτω ἀπὸ τὸ πετραχῆλι τοῦ ταπεινοῦ παπα-Φιλάρετου, ὄχι μόνον γιὰ νὰ βροῦν ἀνακούφισι ἀπὸ τὰ κρίματά τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ λάβουν σωστὲς κατευθύνσεις γιὰ τὴν πνευματική τους πορεία. μὲ λίγα λόγια δημιουργήθηκε ἕνα ἐκκλησιαστικὸ φυτώριο, ποὺ ἀναθέρμανε τὴν λειτουργικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῶν Πατρῶν καὶ ἐνίσχυσε τὸν ἐκκλησιαστικὸ προσανατολισμὸ νέων ἀνθρώπων.
§4. Θυμοῦμαι ὅτι ὡς ἀριστερὸ ψάλτη εἶχε ἕνα πνευματικοπαῖδί του, νέο παλληκάρι, στὴν ἡλικία μου περίπου, τὸν Κώστα, ὁ ὁποῖος σήμερα εἶναι ἱερεὺς στὴν Πάτρα. ἐπίσης πολλὲς φορὲς σὰν τρίτος ψάλτης ἢ σὰν ἀντικαταστάτης τοῦ Κώστα ἐξυπηρετοῦσε ὁ Ματθαῖος Μπαρούσης, ἀρχιμανδρίτης σήμερα σὲ κάποιο νησὶ καὶ κατὰ σάρκα ἀδελφὸς τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Μπαρούση, ἡγουμένου τῆς μονῆς Χρυσοποδαριτίσσης στὰ Νεζερὰ Πατρῶν. θυμοῦμαι ἀκόμη τὸν Σπύρο Γκουρβέλο καὶ τὸν ἀδελφό του ᾿Αλέξανδρο, σημερινὸ ἀρχιμανδρίτη ᾿Αμβρόσιο, ἱεροκήρυκα τῆς μητροπόλεως Πατρῶν. στὸν ἅγιο ᾿Αλέξιο ἦταν συνέχεια καὶ ὁ ᾿Ανδρέας Μακρυγιάννης, ἀνιψιὸς τοῦ μακαριστοῦ ᾿Αθωνίτου μοναχοῦ Παναρέτου (Παναγιώτου) Μακρυγιάννη· ὅταν ὁ Φιλάρετος τὸ 1993 ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς ῾Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, ὁ ᾿Ανδρέας τὸν ἀκολούθησε καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα ᾿Αλέξιος. ἐκεῖ γνώρισα ἐπίσης καὶ τὸν τότε φοιτητὴ Θωμᾶ Ντούσκα ἀπὸ τὴν Πρέβεζα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστῆρι τοῦ προφήτη ᾿Ηλία Πρεβέζης μὲ τὸ ὄνομα Συμεών· μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἦταν διάκονος, καὶ δὲν ξέρω μήπως ἐν τῷ μεταξὺ ἔχει χειροτονηθῆ καὶ ἱερεύς. ὅλοι αὐτοὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀκόμη, ποὺ τώρα δὲν μὲ βοηθάει ἡ μνήμη μου νὰ τοὺς ἀναφέρω, συμμετεῖχαν συχνότατα στὶς ἀγρυπνίες καὶ στὶς ἄλλες ἀκολουθίες ποὺ ἐτελοῦντο στὸ μετόχιο. ὑπάρχει ἠχογραφημένο ὑλικὸ ἀπὸ τότε, καὶ ἤδη ἔχω δημοσιεύσει κάποια τμήματα στὴν ἱστοσελίδα τῆς «Συμβολῆς» καὶ στοὺς «διαλόγους» αὐτῆς, ἐν καιρῷ δὲ θὰ δημοσιευθοῦν καὶ ἄλλα.
§5. ῾Ο μακαριστὸς Φιλάρετος ἦταν ταπεινός, ἀλλὰ καὶ αὐστηρός, ἰδίως στὸ νὰ ὑπάρχῃ μία τάξι μέσα στὴν ἐκκλησία. κάποιες φορὲς ἀναγκαζόταν νὰ κάμῃ παρατηρήσεις σὲ ἀνθρώπους τοῦ ἐκκλησιάσματος, ὅταν διεπίστωνε ὑπερβολικὲς συμπεριφορὲς ἢ ἀνοίκειες πρωτοβουλίες. οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ σήμερα μπορεῖ νὰ πιστεύουν, μπορεῖ νὰ ἔχουν εὐλάβεια, μπορεῖ νὰ ἔχουν ἀγαθὲς προθέσεις, εἶναι ὅμως γεγονὸς ὅτι στὴν οὐσία εἶναι ἀκατήχητοι καὶ ὡς πρὸς τὴν Βίβλο καὶ ὡς πρὸς τὴν πίστι τους καὶ ὡς πρὸς τὴν λειτουργικὴ ζωή. ἔτσι μπορεῖ νὰ νομίζουν ὅτι εἶναι σωστὸ πρᾶγμα καὶ δεῖγμα εὐλαβείας νὰ πράξουν τὸ α ἢ τὸ β, χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζουν πράγματι τοὺς θεολογικοὺς ἢ λειτουργικοὺς κανόνες τῆς ἐκκλησίας. οἱ περισσότεροι ἱερεῖς πάλι εἴτε βρίσκονται σὲ παρόμοια ἄγνοια ἢ σύγχυσι εἴτε δὲν θέλουν νὰ «κακοκαρδίσουν» τὸν πιστὸ καὶ δὲν τὸν ἐνημερώνουν γιὰ τὸ τυχὸν λάθος. αὐτὸ μετὰ γίνεται μία συνήθεια, μία καθιερωμένη πρᾶξι, καὶ φτάνουμε στὸ σημεῖο πολλοὶ νὰ νομίζουν τὸ λάθος γιὰ σωστὸ καὶ τὸ σωστὸ γιὰ ἀνευλάβεια! ἔτσι σήμερα πολλοὶ πιστοὶ μπορεῖ νὰ ζητήσουν νὰ τελεσθοῦν ἀκολουθίες κατὰ παράβασιν τοῦ τυπικοῦ ἢ νὰ νομίζουν ὅτι ἔχουν δικαίωμα νὰ ὑποδεικνύουν τοῦ ἱερέως τί θὰ κάμῃ σὲ κάποια τελετὴ ἢ μέσα στὸ ἱερὸ καὶ ἄλλα παρόμοια. ἔτσι ὁ κόσμος συνηθίζει νὰ κάνῃ καὶ νὰ ζητᾷ στραβὰ πράγματα θεωρῶντάς τα σωστά, καὶ οὐσιαστικὰ παραμένει ἀκατήχητος καὶ ἀκατάρτιστος. δημιουργεῖται λοιπὸν ἕνας φαῦλος κύκλος ποὺ διαιωνίζει στραβὲς συνήθειες καὶ νοοτροπίες. ὁ μακαριστὸς ἱερομόναχος τέτοια κρούσματα τὰ ἔκοβε ἐξ ἀρχῆς καὶ δὲν τὰ ἄφηνε νὰ ἀναπτυχθοῦν. θυμοῦμαι, μία φορὰ ἦρθε μία κυρία στὸν ναὸ κρατῶντας ἕνα μπουκάλι λάδι, γιὰ νὰ τὸ προσφέρῃ γιὰ τὰ καντήλια· συνηθισμένη ὅμως ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατάστασι πρὸ Φιλαρέτου, ὅταν ὁ ἅγιος ᾿Αλέξιος ἦταν κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο «ἀμπέλι ξέφραγο», πλησιάζει μία εἰκόνα καὶ προσπαθεῖ νὰ βάλῃ μέσα στὸ καντῆλι λάδι ἀπὸ τὸ μπουκάλι ποὺ κρατοῦσε. ἀστραπιαῖα ἀνοίγει ἡ πλαϊνὴ θύρα τοῦ ἱεροῦ, ἐμφανίζεται ὁ Φιλάρετος καὶ τῆς λέει σὲ αὐστηρὸ τόνο· «Τί κάνεις ἐκεῖ; ποιόν ῥώτησες, γιὰ νὰ βάλῃς λάδι στὸ καντῆλι;» σαστισμένη ἡ γυναῖκα ἀπαντᾷ· «Δὲν κάνω κάτι κακό· λίγο λάδι θέλω νὰ βάλω». ὁ Φιλάρετος τῆς λέει πάλι· «Φύγε ἀπὸ κεῖ! δὲν εἶναι δική σου δουλειὰ αὐτό. ἂν θέλῃς, δῶσε τὸ μπουκάλι στὸν νεωκόρο. αὐτὸς ξέρει πότε θὰ βάλῃ λάδι στὰ καντήλια. τώρα εἶναι γεμᾶτα, κι ἂν ῥήξουμε κι ἄλλο, θὰ πέσῃ τὸ λάδι στὸ πάτωμα». ἀνέφερα ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα ποὺ θυμήθηκα. πολὺ δὲ περισσότερο δὲν δεχόταν ἄλλα πράγματα, παραδείγματος χάριν νὰ κάμῃ κάποιος πιστὸς μία λειτουργία καὶ νὰ ζητήσῃ νὰ ψαλοῦν καὶ τὰ ἀπολυτίκια διαφόρων ἁγίων ποὺ εὐλαβεῖται, χωρὶς νὰ εἶναι ἡ μνήμη τους, ἢ νὰ ζητήσῃ νὰ ποῦν οἱ ψάλτες διάφορα μεγαλυνάρια· ἢ νὰ πάῃ κάποια κυρία καὶ νὰ ζητήσῃ νὰ τοποθετηθοῦν πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸ ἀρτοφόριο καὶ τὸν τίμιο σταυρὸ διάφορες εἰκόνες ἁγίων ἢ –ἀκόμα χειρότερα– φωτογραφίες συγχρόνων γεροντάδων! τέτοια πράγματα οὔτε ποὺ τολμοῦσαν νὰ τὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Φιλάρετο. σήμερα δυστυχῶς τὰ κάνουν αὐτὰ ἀκόμη καὶ ἱερεῖς, καὶ δὲν βρίσκεται κανείς, οὔτε ἐπίσκοπος οὔτε θεολόγος οὔτε πνευματικός, νὰ τοὺς πῇ ὅτι αὐτό, τὸ νὰ τοποθετοῦν δηλαδὴ πάνω στὴν ἁγία τράπεζα εἰκόνες ἁγίων ἢ φωτογραφίες γεροντάδων ἢ ἄλλα ἀντικείμενα, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ὥρα τῆς φρικτῆς ἱερουργίας, ὄχι μόνον δὲν εἶναι εὐσεβὲς καὶ θεάρεστο, ἀλλὰ ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς, δείχνει δὲ καὶ εἰδωλολατρικὴ νοοτροπία, ποὺ εἶναι θεομίσητη. διότι τὴν λειτουργία τὴν τελοῦμε καὶ τὴν προσφέρουμε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὸν Κύριο, τὸν μόνο λατρευτὸ θεὸ τῶν χριστιανῶν· δὲν τὴν προσφέρουμε σὲ κανέναν ἅγιο καὶ σὲ κανέναν γέροντα καὶ δὲν λατρεύουμε κανέναν ἄλλον πλὴν τοῦ ἐν τριάδι θεοῦ μας.
§6. ᾿Ιδιαίτερα αὐστηρὸς ἦταν ὁ μακαριστὸς ἀπέναντι στὶς γυναῖκες, σὲ σημεῖο ποὺ ἔτρεμαν μὴν ἀνοίξῃ τὴν θύρα τοῦ ἱεροῦ καὶ τὶς κατσαδιάσῃ. μοῦ ἔλεγε μάλιστα μία φορὰ ὅτι στὶς γυναῖκες δὲν πρέπει νὰ δίνῃ κανεὶς θάρρος, διότι μετὰ παίρνουν ἀέρα καὶ θέλουν νὰ γίνεται τὸ δικό τους μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ κάνουν ὅ,τι τοὺς καπνίσῃ. μὲ τὴν αὐστηρότητά του εἶχε ἐπιβάλει μία τάξι καὶ ἕναν σεβασμὸ μέσα στὸν ναό. καὶ πρᾶγμα παράξενο, ἐνῷ ἡ νοοτροπία τῶν περισσοτέρων ἱερέων εἶναι νὰ ὑποχωροῦν «κατ᾿ οἰκονομίαν» στὸ θέλημα τῶν πιστῶν, γιὰ νὰ τοὺς κρατοῦν κοντὰ στὴν ἐκκλησία –ὅπως ἰσχυρίζονται–, στὸ μετόχιο τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξίου ὅσο πιὸ αὐστηρὸς ἦταν ὁ Φιλάρετος, τόσο ὁ ναὸς γέμιζε ἀπὸ κόσμο! καὶ ἂς μὴ νομίσῃ κανεὶς ὅτι, ἐπειδὴ ἦταν αὐστηρὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξι, ἦταν καὶ ἀπόκοσμος ἢ ἀντικοινωνικός. κάθε ἄλλο. ἦταν πάντοτε ταπεινὸς καὶ καταδεκτικὸς μὲ τὸν συνομιλητή του, ὅμως χωρὶς ψεύτικες ταπεινολογίες καὶ ταπεινοσχημίες. σὲ κοίταζε κατὰ πρόσωπο μὲ βλέμμα ἁπλὸ καὶ καθαρό, χωρὶς ἔπαρσι ἢ περιφρόνησι, χωρὶς νὰ σοῦ δημιουργῇ τὴν ἐντύπωσι ὅτι τὸν ἐνοχλεῖς ἢ τοῦ «τρῶς τὴν ὥρα». γενικῶς ὅποιος τὸν πλησίαζε, ἄντρας ἢ γυναῖκα, νέος ἢ γέρος, πλούσιος ἢ φτωχός, ὑγιὴς ἢ ἄρρωστος, δὲν ἔνιωθε ἄβολα οὔτε παρείσακτος.
§7. Δὲν θὰ παραλείψω νὰ ἀναφέρω ὅτι, ἂν οἱ πιστοὶ τῶν Πατρῶν χαίρονταν γιὰ τὸν νέο ἱερομόναχο ποὺ ἦρθε στὴν πόλι τους καὶ ἐκτιμοῦσαν τὸ ἦθός του καὶ τὶς ἀρετές του, ἐντούτοις τὰ αἰσθήματα αὐτὰ δὲν τὰ συμμερίζονταν καὶ ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῆς πόλεως. ὑπῆρχαν κάποιοι ποὺ ἐφθόνησαν τὸν Φιλάρετο ὅσο δὲν πήγαινε ἄλλο καὶ τοῦ εἶχαν στήσει ἀκήρυκτο πόλεμο. αὐτὰ βέβαια τὰ ἔμαθα ἀπὸ ἄλλους καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο, διότι ἐγὼ προσωπικῶς δὲν συνάντησα ἱερέα μὲ τέτοια συμπεριφορά. ὁ Φιλάρετος, καθόσον γνωρίζω τοὐλάχιστον, δὲν εἶχε δώσει καμμία ἀφορμή, γιὰ νὰ ἔχουν ἄλλοι ἱερεῖς παράπονο ἀπὸ τὴν συμπεριφορά του. κάποιοι ὅμως τὸν φθονοῦσαν, διότι εἶχε συγκεντρώσει πολὺν κόσμο στὸ μετόχιο, καὶ ἰδίως νέους ἀνθρώπους· τὸ δὲ ἄμεμπτο ἦθός του, τὸ αὐστηρὸ καὶ φιλακόλουθο πνεῦμά του, ὁ ἀφιλοχρήματος βίος του καὶ ὁ ἀσυμβίβαστος χαρακτῆράς του κυριολεκτικὰ τοὺς «χάλαγαν τὴν πιάτσα». ὁ Φιλάρετος ἤξερε ποιοί ἦσαν αὐτοὶ καὶ μάθαινε γιὰ τὶς ἐνέργειές τους καὶ τὴν ἐμπαθῆ τους γνώμη, ἀλλὰ ἀντιμετώπισε τὸ θέμα μὲ πνευματικὴ ἀνωτερότητα καὶ χωρὶς ἴχνος θυμοῦ ἢ προσωπικῆς πικρίας. ἔλεγε· «Δὲν πειράζει· ἐγὼ θὰ πάω στὴν πανήγυρι τοῦ ναοῦ τους» ἢ «στὸν ἑόρτιο ἑσπερινό, καὶ θὰ τιμήσω καὶ τὸν ἅγιό τους καὶ αὐτούς».
§8. ῾Ο Φιλάρετος ἦταν καλὸς ἐξομολόγος, καὶ ὡς ἐκ τούτου γρήγορα οἱ ἐξομολογούμενοι σ᾿ αὐτὸν αὐξήθηκαν πολύ, ὅπως ἤδη ἀνέφερα. μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ἕνας ἡλικιωμένος κύριος, ποὺ θὰ ἦταν πάνω ἀπὸ 85 μᾶλλον, καὶ τὸ σπίτι του βρισκόταν σχεδὸν δίπλα στὸν ἅγιο ᾿Αλέξιο. τὸν εἶχα γνωρίσει καὶ μιλούσαμε συχνά, κανὰ δυὸ φορὲς μάλιστα εἶχα πάει καὶ στὸ σπίτι του. νομίζω πὼς τὸν ἔλεγαν Παναγιώτη ἢ Δημήτρη, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ 25 χρόνια δὲν θυμοῦμαι καλά· ἂς προτιμήσουμε τὸ «κὺρ Παναγιώτης». μοῦ ἐξιστοροῦσε πολλὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωή του, ἀλλὰ δὲν σκέφτηκα τότε νὰ τὰ καταγράψω. ἦταν ἀπὸ κάποιο κοντινὸ χωριὸ τῶν Πατρῶν, ἀλλὰ σὲ μικρὴ ἡλικία, περίπου 13 ἐτῶν, ἀναγκάστηκε λόγῳ τῆς μεγάλης φτώχειας νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ νὰ πάῃ στὴν πόλι (μᾶλλον στὴν Πάτρα), γιὰ νὰ δουλέψῃ. ἀγνοοῦσε βασικὰ πράγματα καὶ ἀγωνιζόταν νὰ ἐπιβιώσῃ. μιὰ φορὰ εἶχε πάρει μπακαλιάρο νὰ φτιάξῃ γιὰ φαγητό, ἀλλὰ δὲν ἤξερε ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸν ξαλμυρίσῃ πρῶτα. ὅταν δοκίμασε τὸ ψάρι, δὲν τρωγόταν· ἀναρωτιόταν τί νὰ κάμῃ, καὶ σκέφτηκε νὰ ῥήξῃ στὸ φαγητὸ ζάχαρη! τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ τὸ πετάξῃ καὶ νὰ μείνῃ νηστικός! ἦταν ὅμως ἕνας πολὺ πιστὸς ἄνθρωπος καὶ ἁγνὸς χριστιανός. ὅταν ἔγινε ἡ ἐπιστράτευσι γιὰ τὴν Μικρὰ ᾿Ασία, ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ του μάζεψε ὅλα τὰ παλληκάρια ποὺ θὰ στρατεύονταν καὶ ἔκαμε παράκλησι στὴν παναγία, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν ζωντανὰ στὴν πατρίδα τους. νομίζω ὅτι ὅσα πῆγαν στὴν παράκλησι πράγματι ἐπέστρεψαν. ὁ Παναγιώτης παρακαλοῦσε τὸν Κύριο νὰ μὴ σκοτώσῃ ἄνθρωπο καὶ νὰ μὴν πιάσῃ ὅπλο στὰ χέρια του. πράγματι στὸν στρατὸ τοῦ ἔδωσαν μία θέσι (καὶ πάλι δὲν θυμοῦμε τί ἀκριβῶς· μᾶλλον ἀνεφοδιασμοῦ), ποὺ δὲν χρειαζόταν νὰ ἔχῃ ὅπλο. ἐξεστράτευσε κανονικὰ στὸ μέτωπο, στὴν πρώτη γραμμὴ κιόλας, ἀλλὰ ὁ θεὸς εἶχε ἀκούσει τὴν προσευχὴ τοῦ πιστοῦ δούλου του καὶ τὸν προστάτευε, ὥστε νὰ μὴ σκοτώσῃ οὔτε νὰ τὸν σκοτώσουν, παρ᾿ ὅλο ποὺ βρισκόταν στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν μαχῶν! μοῦ ἔλεγε ὅτι μία φορὰ σὲ μία τρομερὴ μάχη ἕνας Τοῦρκος πλησίασε τὸν λοχαγό του πισώπλατα καὶ τὸν σημάδευε. ὁ Παναγιώτης φωνάζει· «Κὺρ λοχαγέ, προσέξτε πίσω σας!» γυρνάει ὁ λοχαγός, προλαβαίνει νὰ πυροβολήσῃ πρῶτος καὶ σκοτώνει τὸν Τοῦρκο στρατιώτη. πάει τότε ὁ Παναγιώτης καὶ παίρνει τὸ ὅπλο τοῦ σκοτωμένου, διότι ἤθελε μέσα στὸν πόλεμο νὰ ἔχῃ κάτι νὰ ἀμυνθῇ. τότε ὁ λοχαγὸς τοῦ λέει μὲ εὐγνωμοσύνη· «Ἄσ᾿ το κάτω αὐτό· δὲν σοῦ χρειάζεται». ὁ Παναγιώτης πετάει τὸ ὅπλο καὶ βάζει τὰ κλάματα! τὸν πλησιάζει ὁ λοχαγὸς καὶ τὸν ῥωτάει· «Τί ἔχεις;» καὶ ὁ Παναγιώτης τοῦ διηγεῖται γιὰ τὴν θερμὴ παράκλησι πρὸς τὸν Κύριο νὰ μὴν πιάσῃ ὅπλο καὶ νὰ μὴν ἀφαιρέσῃ ζωὴ ἀνθρώπου καὶ πῶς ὁ Κύριος μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ (καὶ καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐκστρατείας) τὸν προστάτευε μέσα στὶς μάχες. ὅταν ὁ λοχαγὸς τοῦ φώναξε νὰ πετάξῃ τὸ ὅπλο, διότι δὲν τὸ χρειάζεται, δὲν τὰ ἤξερε αὐτά· καὶ πράγματι μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου δὲν ἔπιασε ὅπλο, ὄχι γιατί τὸ ἀρνήθηκε, ἀλλὰ διότι δὲν χρειάστηκε! ὅταν μετὰ κατέρρευσε τὸ μέτωπο, ὁ Παναγιώτης περπάτησε ὅλη τὴν ἀπόστασι ἀπὸ τὸν Σαγγάριο ποταμὸ μέχρι τὰ μικρασιατικὰ παράλια περνῶντας μέσα ἀπὸ τὴν ῾Αλμυρὴ ἔρημο. οἱ ῞Ελληνες στρατιῶτες, διότι συντεταγμένος ἑλληνικὸς στρατὸς δὲν ὑπῆρχε πλέον, ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν δίψα καὶ τὶς κακουχίες. ὁ Παναγιώτης κάποια στιγμὴ μέσα στὴν ἔρημο εἶδε ἕνα φίδι, τὸ σκότωσε καὶ τὸ ἔκοψε σὲ μικρὰ κομμάτια, ποὺ τὰ κουβαλοῦσε στὴν τσέπη του· ἦταν τόσο φοβερὸ τὸ μαρτύριο τῆς δίψας, ὥστε ἔβαζε ἕνα ἕνα τὰ κομμάτια τοῦ φιδιοῦ στὸ στόμα του καὶ ἀπομυζοῦσε τοὺς ἐλάχιστους χυμούς, καὶ ἔτσι μπόρεσε νὰ περάσῃ τὴν ἔρημο, νὰ φτάσῃ στὰ παράλια καὶ νὰ βρῇ τρόπο διαφυγῆς καὶ ἐπιστροφῆς στὴν ῾Ελλάδα! στὸν τιτάνιο αὐτὸν ἀγῶνά του γιὰ ἐπιβίωσι μοναδικό του στήριγμα εἶχε τὴν βοήθεια τοῦ θεοῦ, στὰ χέρια τοῦ ὁποίου εἶχε ἐναποθέσει τὴν ζωή του καὶ ὅλες τὶς ἐλπίδες του, καθὼς διέθετε ἀκλόνητη πίστι καὶ θερμὴ προσευχή. ἀργότερα ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Πάτρα, ἔκαμε οἰκογένεια καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο. παρέμεινε συνειδητὸς χριστιανός, τακτικὸς στὸν ἐκκλησιασμό, σταθερὸς στὴν πίστι του καὶ στὶς ἀρχές του μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα. μὲ ταπείνωσι ὁ κὺρ Παναγιώτης ἐμπιστεύτηκε τὴν πνευματική του ζωὴ στὸ πετραχῆλι τοῦ κατὰ πολὺ νεωτέρου του ἀρχιμανδρίτου Φιλαρέτου, καὶ ἦταν ἱκανοποιημένος καὶ ἀναπαυμένος. θεωροῦσε τὸν Φιλάρετο πολὺ ἐνάρετο καὶ καλὸ κληρικό. ἀλλὰ καὶ ὁ Φιλάρετος σεβόταν τὸν κὺρ Παναγιώτη καὶ τὸν ἐθαύμαζε γιὰ τὴν πίστι του, τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του, τὴν ἁπλότητά του, τὴν τιμιότητά του, καὶ τὸν πατριωτισμό του· μοῦ εἶπε μάλιστα μία μέρα· «῞Οταν ἦρθε καὶ ἐξωμολογήθηκε σ᾿ ἐμένα γιὰ πρώτη φορὰ ὁ κὺρ Παναγιώτης, ντράπηκα πάρα πολύ!» ἐννοῶντας ὅτι εἶχε ἐνώπιόν του ὡς ἐξομολογούμενο ἕναν τόσο πιστὸ καὶ συνεπῆ χριστιανό, ποὺ εἶχε φτάσει σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, ἀλλὰ ἦταν ἀφανὴς καὶ ταπεινός. καὶ ὁ ἴδιος ὁ Φιλάρετος δὲν ἦταν μόνον καλὸς ἐξομολόγος, ἀλλὰ καὶ ἐξωμολογεῖτο τακτικά, χωρὶς νὰ ἔχῃ κάτι στραβὲς καὶ ἀντιβιβλικὲς ἰδέες πλανεμένων κληρικῶν ὅτι τάχα ὁ ἐξομολόγος δὲν χρειάζεται νὰ ἐξομολογῆται. κατὰ τὸ διάστημα ποὺ ἔμενε στὴν Πάτρα ἐξωμολογεῖτο συνήθως στὸν ἀρχιμανδρίτη Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου, ἱεροκήρυκα τῆς μητροπόλεως Πατρῶν καὶ προηγούμενο τῆς μονῆς Γηροκομείου, τὸν ὁποῖο ἐκτιμοῦσε καὶ σεβόταν πολύ. στὸν ἴδιο πνευματικὸ ἐξωμολογούμην καὶ ἐγώ, καὶ μάλιστα ἔχω γράψει μία σειρὰ ἄρθρων γι᾿ αὐτόν, ποὺ δημοσιεύτηκαν στὴν «Συμβολὴ» (τεύχη 3-11). ὁ μακαριστὸς Φιλάρετος ἐνίοτε καλοῦσε τὸν ἀρχιμανδρίτη Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου στὴν πανήγυρι τοῦ μετοχίου τὴν 17η μαρτίου, συνήθως στὸν ἑόρτιο ἑσπερινό, γιὰ νὰ ἐκφωνήσῃ καὶ τὴν κατάλληλη πανηγυρικὴ ὁμιλία.
§9. Γιὰ τὶς ἀκολουθίες ποὺ γίνονταν στὸν ναὸ ὁ Φιλάρετος μεριμνοῦσε, ὥστε νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν «Τάξι» τοῦ ἀειμνήστου Γεωργίου Μπεκατώρου. ἐκεῖ γνώρισα καὶ ἐγὼ τὴν σπουδαία αὐτὴ ἐτήσια ἔκδοσι τοῦ τυπικοῦ καὶ ὠφελήθηκα πολὺ ἀπὸ τὴν χρῆσί της. μετὰ τὴν 3η λυκείου ἐπὶ δύο χρόνια πήγαινα καθημερινῶς στὸ μετόχι τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ τελούσαμε τὸν ὄρθρο (καὶ τὴν λειτουργία, ἂν ὑπῆρχε), τὸν ἑσπερινό, καὶ τὸ ἀπόδειπνο. τὸν πρῶτο καιρό, ἂν ἦταν ἁπλὴ καθημερινή, χωρὶς λειτουργία, στὸν ὄρθρο ἤμασταν συνήθως ἐμεῖς οἱ δύο καὶ ὁ νεωκόρος. ἂν γινόταν λειτουργία, ὑπῆρχε καὶ ἐκκλησίασμα καὶ ἐρχόταν νὰ ψάλῃ ὁ Κώστας ἢ ὁ Ματθαῖος. σιγὰ σιγὰ ὅμως τὸ ἔμαθαν καὶ ἄλλοι, ὥστε ἀκόμη καὶ τὶς ἁπλὲς καθημερινὲς νὰ ὑπάρχουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ ὄρθρου κάποιοι πιστοί, συνήθως λίγες ἡλικιωμένες κυρίες. τότε καθιερώσαμε νὰ τελῆται καθημερινῶς σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου καὶ τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο, στὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς συμμετεῖχαν καὶ διάφοροι γνωστοὶ τοῦ Φιλαρέτου, ποὺ τύχαινε νὰ τοὺς φιλοξενῇ, ἢ καὶ δικοί μου φίλοι καὶ συμμαθητές. ἂν ποτὲ ἔλειπα καὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλος νὰ βοηθήσῃ στὸ ἀπόδειπνον, οἱ εὐσεβεῖς γερόντισσες ἀναλάμβαναν ἐκεῖνες νὰ ἀναγνώσουν τοὺς ψαλμοὺς τῆς ἀκολουθίας, τοὺς ὁποίους εἶχαν μάθει ἀπ᾿ ἔξω. καὶ ὅταν ἀργότερα ὁ Φιλάρετος ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς Λαύρας καὶ ἔφυγε, πάλι ἐκεῖνες συνέχισαν νὰ τελοῦν κάθε βράδυ τὸ ἀπόδειπνο· τὸ συνεχίζουν δὲ μέχρι σήμερα, διότι ὅταν πρὸς τὸ τέλος τοῦ 2010 ἔτυχε νὰ περάσω ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾿Αλέξιο, μὲ πολλὴ συγκίνησι εἶδα καμμιὰ δεκαριὰ γερόντισσες νὰ διαβάζουν τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο. καὶ μάλιστα τὸ τελοῦν ἀκολουθῶντας τὴν ὑπόδειξι τοῦ τυπικοῦ τῆς λαύρας τοῦ ἁγίου Σάββα· «Δεῖ δὲ τὸν ἐκκλησιάρχην καὶ τοῦτο σκοπεῖν ἀκριβῶς, ἵνα, ὅταν τὰ ἀπόδειπνα ἀπολύωσιν, ὑπάρχῃ ἀκμὴν ἡμέρας, ἤγουν πρὸ τοῦ συνοψιασμοῦ» (κεφ. 31).
§10. Τὸ 1986 τέσσερις φίλοι ἀποφασίσαμε νὰ φτιάξωμε μία χριστιανικὴ ὁμάδα μὲ νέους τῆς ἡλικίας μας μὲ σκοπὸ 1ον) νὰ εἶναι μία ὁμάδα παρεμβάσεως στὴν κοινωνικὴ πραγματικότητα, 2ον) νὰ ἀντιμετωπίσωμε τὶς αἱρέσεις στὴν Πάτρα καὶ νὰ ἐνημερώσωμε καὶ ἄλλους, καὶ 3ον) νὰ ἐκδώσωμε ἕνα νεανικὸ περιοδικό. στὴν ἐπιθυμία μας αὐτὴ ὡδηγηθήκαμε καὶ ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία ποὺ συναντήσαμε τότε ἀπὸ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς φορεῖς (ἱερεῖς, ἐνορίες, κατηχητικὲς ὁμάδες) γιὰ τὸ θέμα τῶν αἱρέσεων. ἐσυζητήσαμε ἀρκετὰ αὐτὴν τὴν ἰδέα μας καὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν ἀείμνηστο Φιλάρετο, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ εἶχε ἀγωνιστικὸ φρόνημα, δέχτηκε νὰ μᾶς βοηθήσῃ, νὰ εἶναι σύμβουλος στὴν ὁμάδα μας καὶ νὰ συγκεντρωνώμαστε στὸ σπίτι ποὺ ἦταν δίπλα στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξίου καὶ ὅπου ἔμενε ὁ ἴδιος. συντάξαμε ἕνα καταστατικὸ τῆς ὁμάδος, τὴν ὁποία τὴν ἐβαπτίσαμε «῾Ομάδα δράσεως νέων», ἐνῷ στὸ περιοδικὸ ἐδώσαμε τὸ ὄνομα «Νεανικὸς ἀγῶνας». πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ σύμβουλος τῆς ὁμάδος στὰ δύο περίπου χρόνια λειτουργίας της ἦταν φυσικὰ ὁ μακαριστὸς Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐχάρισε καὶ πολλὰ μικρὰ βιβλία ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη του. στὶς συγκεντρώσεις ποὺ ἐκάναμε ὁ Φιλάρετος παρευρισκόταν, ἂν εὐκαιροῦσε· μὲ ὑπομονὴ καὶ καλωσύνη ἄκουγε τὰ ὅσα λέγαμε, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐπενέβαινε· σπανίως μᾶς ἔλεγε τὴν γνώμη του ἐντελῶς συμβουλευτικά, ἀλλὰ ἡ ἐνθάρυνσί του καὶ ἡ βοήθειά του, ἀκόμη καὶ ἡ οἰκονομικὴ ἐνίσχυσι γιὰ τὰ ἔξοδα τοῦ περιοδικοῦ ἦταν πάντοτε οὐσιαστικά.
§11. Θυμοῦμαι ὅτι τὸ σπίτι δίπλα στὸν ῞Αγιο ᾿Αλέξιο εἶχε ἕνα μικρὸ σαλόνι μὲ τζάκι, ὅπου τὸν χειμῶνα ἔκαιγαν ὡραῖα χοντρὰ κούτσουρα, καὶ μετὰ τὴν κυριακάτικη λειτουργία ἢ τὶς ἀγρυπνίες μαζευόμασταν ὅσοι βοηθούσαμε στὸ ψαλτῆρι, πιάναμε τὴν συζήτησι καὶ παράλληλα παίρναμε κάποιο κέρασμα, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, δίπλες, καὶ ἄλλα παρόμοια, ἀναλόγως ἂν ἦταν περίοδος νηστείας ἢ ὄχι· γιὰ τὸ καλοκαῖρι μιὰ μεγάλη φέτα καρπούζι ἢ πεπόνι καὶ ἄλλα φροῦτα τῆς ἐποχῆς εἶχαν τὴν τιμητική τους. κάποτε μᾶς εἶπε ὁ Φιλάρετος ὅτι σκεφτόταν νὰ ἀνοίξῃ ἕνα βιβλιοπωλεῖο δίπλα στὸν ναό, διότι στὴν περιοχὴ δὲν ὑπῆρχε χριστιανικὸ βιβλιοπωλεῖο· ὅποιος ἤθελε κάτι ἔπρεπε νὰ πάῃ στὸ κέντρο τῆς πόλεως ἢ πιὸ πέρα πρὸς τὸν ἅγιο ᾿Ανδρέα, ποὺ ὑπῆρχαν τρία χριστιανικὰ βιβλιοπωλεῖα, τῆς «Ζωῆς», τοῦ «Σωτῆρος» καὶ τοῦ Βαγενᾶ. διετύπωσα τὴν ἄποψι νὰ μὴν τὸ ὀνομάσῃ χριστιανικὸ βιβλιοπωλεῖο ἀλλὰ «ἔκθεσι χριστιανικοῦ βιβλίου», ὅπως καὶ ἔγινε. μία ἄλλη φορὰ εἶχα ῥωτήσει τὸν μακαριστὸ Φιλάρετο πῶς ἔγινε ἱερεύς· ἂν ἀπὸ μικρὸς ἤθελε νὰ ἱερωθῇ ἢ νὰ γίνῃ μοναχός. μοῦ ἀπάντησε ὅτι, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδί, δὲν ἤξερε ἀπὸ μοναχισμὸ καὶ τέτοια· τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμοῦσε ἦταν νὰ γίνῃ παπᾶς καὶ νὰ ὑπηρετῇ τὸν θεὸ καὶ τὴν ἐκκλησία του. ἀργότερα ἔμαθε ὅτι, γιὰ νὰ γίνῃ κανεὶς παπᾶς ἄγαμος, εἶναι ὑποχρεωτικὸ –γιὰ τὴν ἐκκλησία τῆς ῾Ελλάδος τοὐλάχιστον– νὰ ἀνήκῃ στὸ μοναχολόγιο κάποιου μοναστηριοῦ· μετὰ πῆγε στὴν ἱερατικὴ σχολὴ καὶ ὕστερα σπούδασε θεολογία στὸ πανεπιστήμιο ᾿Αθηνῶν. σήμερα γνωρίζω ὅτι τὸ νὰ ὑποχρεώνεται νὰ καρῇ πρῶτα μοναχὸς ὅποιος θέλει νὰ γίνῃ ἄγαμος ἱερεὺς σὲ ἐνορία εἶναι διάταξι νεωτεριστικὴ καὶ τελείως ἀντιβιβλικὴ ἀντικανονικὴ καὶ ἀντιπαραδοσιακὴ πρὸς ζημία καὶ τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῆς ἐκκλησίας γενικώτερα· θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν ἐντελῶς προαιρετικὸ θέμα. ὁ Φιλάρετος πάντως ὄχι μόνον ἐκάρη μοναχός, παρ᾿ ὅτι δὲν τὸ εἶχε ἐπιθυμήσει ἀπὸ μικρός, ἀλλὰ εὐτυχῶς δὲν τὸ εἶδε καθόλου σὰν μία τυπικὴ ὑποχρέωσι· γεμᾶτος πίστι, μὲ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ στὶς ἐπιταγὲς τῆς ἐκκλησίας, ἦταν σωστὸς μοναχὸς σὲ ὅλα· καὶ τὸν ἀξίωσε ὁ θεὸς νὰ γίνῃ καὶ ἡγούμενος τὸ 1993, πετυχημένος στὰ διοικητικὰ καὶ πνευματικά, πολὺ ἀγαπητὸς καὶ σεβαστὸς στὸν λαό, καὶ ἐπάνδρωσε μὲ νέα ἀδελφότητα τὴν ῾Αγία Λαύρα Καλαβρύτων, ποὺ κινδύνευε ἀπὸ λειψανδρία.
§12. ῾Ο Φιλάρετος ὑπῆρξε μέγας εὐεργέτης πολλῶν ἀνθρώπων στὴν Πάτρα, καὶ νομίζω ὅτι πάντοτε εὐεργετοῦσε τοὺς συνανθρώπους του σὲ ὅλη του τὴν ζωή· ἀλλὰ τὶς εὐεργεσίες του τὶς κρατοῦσε μυστικές, καὶ πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ μάθουμε ἀργότερα. ἕνα ἀπὸ τὰ νέα παιδιὰ ποὺ σύχναζαν τότε στὸν ἅγιο ᾿Αλέξιο, βοηθοῦσε δὲ καὶ στὸ ἀναλόγιο, ἦταν μαθητὴς τῆς 3ης λυκείου· ἀγαποῦσε τὰ γράμματα καὶ εἶχε ζῆλο νὰ σπουδάσῃ θεολογία. στὸ σχολεῖο ἦταν καλὸς μαθητής, ἂν καὶ δὲν ἔκανε φροντιστήριο σὲ κανένα ἀπολύτως μάθημα, διότι ἡ οἰκογένειά του ἦταν πολὺ φτωχή· τὰ κατάφερνε μὲ προσωπικὴ πολύωρη μελέτη. στὴν 3η λυκείου ὅμως ὑπῆρχε καὶ τὸ μάθημα τῶν λατινικῶν. ἡ φιλόλογος ποὺ εἶχε ἀναλάβει αὐτὸ τὸ μάθημα δὲν εἶχε καμμία ἀπολύτως διάθεσι νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν διδασκαλία· θεωροῦσε δεδομένο ὅτι ὅλοι οἱ μαθητὲς πηγαίνουν σὲ φροντιστήρια καὶ μαθαίνουν ἐκεῖ τὰ λατινικά, ὁπότε ἕκανε μία ὑποτυπώδη παράδοσι καὶ ἐξέτασι, ἀνακοίνωνε τὸ παρακάτω μάθημα, ἔβαζε καὶ κανὰ δυὸ ἀσκήσεις, ἔτσι γιὰ τοὺς τύπους, «γιὰ τὰ μάτια», γιὰ νὰ δικαιολογῇ τὴν ὕπαρξί της καὶ νὰ κοροϊδεύῃ τοὺς μαθητές, τοὺς γονεῖς καὶ τὸ κράτος ποὺ τὴν μισθοδοτοῦσε καὶ μᾶλλον τὴν μισθοδοτεῖ ἀκόμη. ἐνδιαφερόταν ὅμως πολὺ γιὰ θεατρικὰ ἔργα καὶ ἄλλες «πολιτιστικὲς» ἐκδηλώσεις, διότι αὐτὰ ἀναβαθμίζουν τὸν ῥόλο τοῦ σχολείου καὶ ἀνεβάζουν τὴν ποιότητα τῆς παρεχομένης ἐκπαιδεύσεως· ἐνῷ ἡ διδασκαλία, ἡ προσφορὰ γνώσεως, τὸ νὰ καλλιεργήσῃς στοὺς μαθητὲς ἐνδιαφέρον καὶ ἀγάπη καὶ ὄρεξι γιὰ μάθησι σπουδὲς καὶ πρόοδο εἶναι τόσο «μπανὰλ» καὶ παρῳχημένα πράγματα! ἡ συγκεκριμένη καθηγήτρια, ἂν καὶ νέα στὴν ἡλικία καὶ πιθανὸν χωρὶς προηγούμενη διδακτικὴ ἐμπειρία, ἐρχόταν καθημερινῶς στὸ σχολεῖο βαμμένη, μακιγιαρισμένη καὶ κοκεταρισμένη μὲ ἐπιμέλεια, σὲ σημεῖο ποὺ τὴν σχολίαζαν ὅλες οἱ μαθήτριες. εἶχε γίνει ἀκόμη γνωστὸ ὅτι ἦταν καὶ πολὺ γλεντζοῦ καὶ σχεδὸν κάθε βράδυ πήγαινε στὰ διάφορα λαϊκὰ κέντρα καὶ ξενυχτάδικα τῆς περιοχῆς μαζὶ μὲ τὸν ἄντρα της, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσης καθηγητὴς ἄλλης εἰδικότητος στὸ ἴδιο λύκειο, ἀλλὰ δὲν φαινόταν γιὰ ἄνθρωπος τοῦ γλεντιοῦ καὶ τοῦ ξενυχτιοῦ. κατὰ τ᾿ ἄλλα ἡ ἐν λόγῳ φιλόλογος γιὰ τὸν μοναδικὸ σὲ μία τάξι 22 ἀτόμων μαθητή της ποὺ δὲν πήγαινε φροντιστήριο, δὲν ἔδειξε κανένα ἀπολύτως ἐνδιαφέρον, καμμία σημασία, δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν παραμικρὴ βοήθεια οὔτε μία ἁπλὴ ὑπόδειξι· τὸν ἄφησε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι... γιατί νὰ χαλάσῃ τὴν ζαχαρένια της ἄλλωστε; ὁ μαθητὴς τῆς ἱστορίας μας φυσικὰ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβῃ ἀπὸ τὰ λατινικὰ γρῦ, στὰ διαγωνίσματα ἔγραψε χάλια καὶ στὸ 1ο τρίμηνο πῆρε κάτω ἀπὸ τὴν βάσι. τὸ παιδὶ ἔβλεπε ὅλα τὰ ὄνειρά του γιὰ σπουδὲς νὰ γκρεμίζωνται· ὁ θεὸς ὅμως μεριμνοῦσε· καὶ φώτισε τὸν φύλακα ἄγγελό του ἀρχιμανδρίτη Φιλάρετο νὰ ῥωτήσῃ μιὰ μέρα τὸ παιδὶ γιὰ τὰ μαθήματά του. κι αὐτὸ τοῦ εἶπε γιὰ πρώτη φορὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπιζε καὶ ὅτι δὲν εὐελπιστοῦσε νὰ σπουδάσῃ. τότε στὸν Φιλάρετο ἐξωμολογεῖτο μία φιλόλογος ὀνόματι ῾Ελένη, ποὺ ἦταν ὄχι μόνο πιστὴ χριστιανὴ ἀλλὰ καὶ δεινὴ λατινίστρια· γνώριζε τὰ λατινικὰ ἀπταίστως, καὶ παρ᾿ ὅτι γεροντοκόρη μιᾶς κάποιας ἡλικίας, ἦταν εὐγενικὸς καλόκαρδος καὶ καλωσυνᾶτος ἄνθρωπος καὶ ἰδιαίτερα φιλομαθής, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ τελειοποιοῦσε τὰ γαλλικά της καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ πάρῃ κάποιο δίπλωμα σ᾿ αὐτὴν τὴν γλῶσσα, ἀφοῦ ἡ ἄριστη γνῶσι τῶν λατινικῶν τὴν διευκόλυνε πολὺ στὴν ἐκμάθησι τῶν λατινογενῶν γλωσσῶν. μὲ ζῆλο φροντίδα καὶ ἐπιμέλεια ἀνέλαβε τὸν φτωχὸ μαθητὴ ἀπὸ τὸν ἰανουάριο μῆνα καὶ χωρὶς καμμία ἀπολύτως ἀμοιβὴ τοῦ ἔκαμε ἰδιαίτερα μαθήματα λατινικῶν. καὶ μέσα σὲ λίγους μῆνες, μέχρι τὸ τέλος μαΐου, τοῦ εἶχε μάθει ὅλο τὸ βιβλίο τῶν λατινικῶν, καὶ μετάφρασι καὶ λεξιλόγιο καὶ τυπολογικὸ καὶ συντακτικό! καὶ κατὰ τὶς πανελλήνιες ἐξετάσεις τὸ παιδὶ ἀρίστευσε στὰ λατινικὰ πρὸς δόξαν θεοῦ καὶ ἔπαινον τῶν πιστῶν ἀνθρώπων του καὶ πρὸς αἰσχύνην τῆς ἀκατονόμαστης ἐκείνης καθηγήτριας τοῦ σχολείου. ἔτσι χάρις στὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν μέριμνα τοῦ μακαριστοῦ Φιλαρέτου καὶ χάρις στὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς κυρίας ῾Ελένης ἐκεῖνος ὁ νέος μπόρεσε νὰ σπουδάσῃ καὶ νὰ αἰσθάνεται παντοτινὴ εὐγνωμοσύνη γιὰ τοὺς δύο εὐεργέτες του. μετὰ τὴν θεολογία ὁ νέος ἐκεῖνος συμπλήρωσε τὶς σπουδές του καὶ σὲ ἄλλες ἐπιστῆμες, ἀργότερα δέ, ὥριμος ἄντρας πλέον, προχώρησε στὴν ἐκπόνησι διδακτορικοῦ. ὁ ἀοίδιμος φιλάνθρωπος καὶ ἐνάρετος Φιλάρετος ἐκοιμήθη στὶς 30 ἰουνίου 2011. μόλις λίγες ἡμέρες μετὰ ἡ διδακτορικὴ ἐργασία τοῦ εὐεργετηθέντος ἀνδρὸς ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο μὲ ἄριστα· δὲν πρόλαβε νὰ ἀναγγείλῃ ὁ ἴδιος τὸ χαρούμενο νέο στὸν Φιλάρετο, ἀλλὰ εἶναι βέβαιο ὅτι ἐκεῖνος τὸ ἔμαθε καὶ χάρηκε.
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης
᾿Αθῆναι, 22/7/2011