από Dionysios » Σάβ 21 Φεβ 2009, 17:42:54
ΓΕΝΕΣΙΣ
(μετάφρασι ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο τῆς ἐκκλησίας, ἤ τοι ἀπὸ τὴν μετάφρασι τῶν ῾Εβδομήκοντα)
γ΄ κεφάλαιο τρίτο
1 Λοιπόν, τὸ φίδι ἦταν τὸ πιὸ φρόνιμο* ἀπὸ ὅλα τὰ ἄγρια θηρία ποὺ ὑπῆρχαν στὴν γῆ καὶ τὰ ὁποῖα τὰ ἐδημιούργησε ὁ Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπε τὸ φίδι στὴν γυναῖκα· «εἶναι ἀλήθεια ὅτι εἶπε ὁ Θεὸς νὰ μὴ φᾶτε ἀπὸ κανένα δέντρο ποὺ εἶναι στὸν παράδεισο;» 2 καὶ εἶπε ἡ γυναῖκα στὸ φίδι· «ἀπὸ τὸν καρπὸ τῶν δέντρων στὸν παράδεισο νὰ τρῶμε, 3 ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ δάσους ποὺ εἶναι στὸ μέσον τοῦ παραδείσου εἶπε ὁ Θὲος· “νὰ μὴ φᾶτε ἀπὸ αὐτὸν οὔτε κἂν νὰ τὸν ἀγγίξετε, γιὰ νὰ μὴν πεθάνετε''». 4 καὶ εἶπε τὸ φίδι στὴν γυναῖκα· «δὲν θὰ πεθάνετε μὲ θάνατο· 5 διότι ξέρει ὁ Θεὸς ὅτι τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ φᾶτε ἀπ' αὐτὸν τὸν καρπὸ θὰ ἀνοίξουν διάπλατα τὰ μάτια σας καὶ θὰ εἶστε ὡς θεοὶ γνωρίζοντας τὸ καλὸ καὶ τὸ πονηρό». 6 καὶ διεπίστωσε ἡ γυναῖκα ὅτι τὸ δάσος εἶναι κατάλληλο γιὰ τροφὴ καὶ ὅτι χαίρονται τὰ μάτια νὰ τὸ βλέπουν καὶ ὅτι εἶναι ἐπιθυμητὸ νὰ τὸ δοκιμάσῃ, καὶ ἔκοψε ἀπὸ τὸν καρπό του καὶ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ στὸν ἄντρα της μαζί της, καὶ ἔφαγαν. 7 καὶ ἄνοιξαν τελείως τὰ μάτια καὶ τῶν δύο καὶ ἀντιλήφτηκαν ὅτι ἦσαν γυμνοί, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκιᾶς καὶ ἔφτιαξαν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους ποδιές.
8 Καὶ ἄκουσαν τὸν θόρυβο τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ποὺ περπάταγε στὸν κῆπο κατὰ τὸ δειλινό, καὶ κρύφτηκαν καὶ ὁ 'Αδὰμ καὶ ἡ γυναῖκά του ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στὰ δέντρα τοῦ κήπου. 9 καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν 'Αδὰμ καὶ τοῦ εἶπε· «'Αδάμ, ποῦ εἶσαι;» 10 καὶ τοῦ εἶπε ὁ 'Αδάμ· «ἄκουσα τὸν θόρυβό σου, καθὼς περπατοῦσες στὸν κῆπο, καὶ φοβήθηκα, διότι εἶμαι γυμνός, καὶ κρύφτηκα». 11 καὶ τοῦ εἶπε ὁ Θεός· «ποιός σοῦ ἀποκάλυψε ὅτι εἶσαι γυμνός; μήπως ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ δάσος ποὺ εἶναι τὸ μόνο γιὰ τὸ ὁποῖο σοῦ ἔδωσα ἐντολὴ νὰ μὴ φᾷς, μήπως ἀπὸ αὐτὸ ἔφαγες;» 12 καὶ εἶπε ὁ 'Αδὰμ· «ἡ γυναῖκα ποὺ ἐσὺ μοῦ ἔδωσες νὰ εἶναι μαζί μου, αὐτὴ μοῦ ἔδωσε ἀπὸ τὸ δάσος καὶ ἔφαγα». 13 καὶ εἶπε ὁ Κύριος ὁ Θεὸς στὴν γυναῖκα· «γιατί τὸ ἔκαμες αὐτό;» καὶ εἶπε ἡ γυναῖκα· «τὸ φίδι μὲ ἐξαπάτησε καὶ ἔφαγα». 14 καὶ εἶπε ὁ Κύριος ὁ Θεὸς στὸ φίδι· «ἐπειδὴ τὸ ἔκαμες αὐτό, θὰ εἶσαι τὸ πιὸ καταραμένο ἀπὸ ὅλα τὰ κτήνη καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία ποὺ βρίσκονται πάνω στὴν γῆ· μὲ τὸ στῆθός σου καὶ μὲ τὴν κοιλιὰ νὰ σέρνεσαι καὶ χῶμα νὰ τρῶς ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου. 15 καὶ ἔχθρα θὰ βάλω ἀνάμεσα σὲ σένα καὶ στὴν γυναῖκα καὶ ἀνάμεσα στὸν ἀπόγονό σου καὶ στὸν ἀπόγονό της· αὐτὸς θὰ σοῦ συντρίψῃ τὴν κεφαλή, καὶ σὺ θὰ τοῦ χτυπήσῃς τὴν φτέρνα». 16 καὶ στὴν γυναῖκα εἶπε· «θὰ αὐξήσω ὑπερβολικὰ τὶς θλίψεις σου καὶ τὸν ἀναστεναγμό σου· μὲ πόνους θὰ γεννᾷς παιδιά, καὶ πρὸς τὸν ἄντρα σου θὰ καταφεύγῃς καὶ αὐτὸς θὰ κυριαρχήσῃ πάνω σου». 17 καὶ στὸν 'Αδὰμ εἶπε· «ἐπειδὴ ἄκουσες τὰ λόγια τῆς γυναίκας σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τὸ δάσος, ἀπὸ τὸ μόνο δάσος ποὺ σὲ διέταξα νὰ μὴ φᾷς ἐσὺ ἀπὸ αὐτὸ ἔφαγες, νὰ εἶναι καταραμένη ἡ γῆ στὰ ἔργα σου· μὲ λύπη θὰ τρῶς τοὺς καρπούς της γιὰ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου· 18 ἀγκάθια καὶ τριβόλια θὰ σοῦ φυτρώνουν καὶ θὰ τρέφεσαι ἀπὸ τὰ ἀγριόχορτα τῆς ὑπαίθρου. 19 μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ τρῶς τὸ ψωμί σου, μέχρι νὰ ἐπιστρέψῃς στὴν γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐδημιουργήθηκες, διότι εἶσαι χῶμα καὶ στὸ χῶμα θὰ καταλήξῃς».
20 Καὶ ὁ 'Αδὰμ ὠνόμασε τὴν γυναῖκά του Ζωή, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
21 Καὶ κατασκεύασε ὁ Κύριος ὁ Θεὸς γιὰ τὸν 'Αδὰμ καὶ τὴν γυναῖκά του χιτῶνες δερμάτινους καὶ τοὺς ἔντυσε.
22 Καὶ εἶπε ὁ Θεός· «νά, ὁ 'Αδὰμ ἔγινε σὰν ἕνας ἀπὸ μᾶς, ὥστε νὰ γνωρίζῃ καλὸ καὶ κακό· καί τώρα μήπως καὶ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του καὶ πάρῃ καρπὸ ἀπὸ τὸ δάσος τῆς ζωῆς καὶ φάῃ καὶ τότε θὰ ζῇ αἰωνίως». 23 καὶ τὸν ἔδιωξε ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς χαρᾶς, γιὰ νὰ ἐργάζεται τὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπλάστηκε. 24 καὶ ἔβγαλε τὸν 'Αδὰμ καὶ τὸν ἐγκατέστησε ἀπέναντι ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς χαρᾶς καὶ διέταξε τὰ χερουβὶμ καὶ τὴν «φλογίνη ῥομφαία» τὴν περιστρεφόμενη νὰ φυλάσσουν τὸν δρόμο τοῦ δέντρου τῆς ζωῆς.
*εὐφυὲς
copyright 1994 Διονύσιος Μπιλάλης ᾿Ανατολικιώτης