Εὐαγγέλιον 4ης κυριακῆς Ματθαίου
Τηλεθεραπεία
Δ΄ Κυριακὴ Ματθαίου (Μθ 8, 5-13)
Ὁ Ἰησοῦς μόλις εἶχε κατεβεῖ ἀπὸ τὸ βουνό, ὅπου εἶχε κάνει τὴ γνωστή μας ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία (κεφ. 5-7), μὲ τὴν ὁποία ἔθεσε τὸ θεμέλιο τῶν ἀλλαγῶν στὴ μέχρι τότε διδασκαλία τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, καὶ θαυμάστηκε ἀπὸ τὸ λαὸ σὰν διδάσκαλος ποὺ δίδασκε μὲ ἐξουσία καὶ ὄχι ὅπως οἱ γραμματεῖς. Καὶ σίγουρα μέσα στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ἐγέρθηκε αὐτόματα καὶ καλοπροαίρετα τὸ ἐρώτημα· Ἀπὸ ποῦ αὐτὴ ἡ ἐξουσία;
Ὁ καρδιογνώστης πῆρε τὸ μήνυμα καὶ σιωπηρὰ θ’ ἀποδείξει τώρα ἀμέσως ὅτι δὲν εἶχε μόνο τὴν ἐξουσία τῆς διδασκαλίας ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξουσία τῆς φύσεως, καὶ ὅτι καὶ οἱ δύο ἐξουσίες ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὴ θεία του φύση. Γι’ αὐτὸ ἱστορικὰ μετὰ τὴ διδασκαλία ἀρχίζει τὴ θαυματουργία, ποὺ ἐξιστορεῖται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο στὰ κεφάλαια 8 καὶ 9, καὶ ποὺ σὰν πιὸ αἰσθητὴ καὶ ἐντυπωσιακὴ ἡ θαυματουργία, θὰ τὸν ἑδραιώσει στὶς συνειδήσεις τῶν ἀκροατῶν σὰν μοναδικὸ διδάσκαλο καὶ θαυματουργό. Θὰ δοῦν σὲ λίγο νὰ θεραπεύει ἕνα λεπρό, τὴν πεθερὰ τοῦ Πέτρου, καὶ ἄλλους πολλοὺς ἀσθενεῖς, νὰ καταπαύει τὴν τρικυμία, νὰ θεραπεύει δύο δαιμονισμένους, τὸν παράλυτο τῆς Καπερναούμ, ν’ ἀνασταίνει τὴν κόρη τοῦ Ἰαΐρου, νὰ κάνει καλὰ τὴν αἱμορροοῦσα γυναῖκα, τοὺς δύο τυφλούς, τὸν κωφό, νὰ κάνει καὶ ἄλλες θεραπεῖες.
Μία ἀπ’ ὅλες αὐτὲς τὶς θεραπεῖες εἶναι καὶ ἡ θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου, πού, ἂν θέλαμε νὰ ἀκριβολογήσουμε, εἶναι τηλεθεραπεία, διότι, ὅπως θὰ δοῦμε, ὁ Χριστὸς θὰ τὴν κάνει ἀπὸ μακριά. Καὶ περνᾶμε στὶς λεπτομέρειες.
Κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὄρος καὶ κατευθυνόμενος πρὸς τὴν πρωτεύουσα τῆς Γαλιλαίας Καπερναούμ, ἀφοῦ θεράπευσε τὸ λεπρό, δέχεται τὸ πλησίασμα ἑνὸς ἑκατοντάρχου, λοχαγοῦ τοῦ κατοχικοῦ στρατοῦ, ἀνθρώπου μὲ ἀνθρώπινα αἰσθήματα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς δούλους του. Ὁ ἑκατόνταρχος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ἀκούγοντας τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Ἰησοῦ στὴ γύρω περιοχὴ εἶχε πιστέψει σὲ τόσο μεγάλο βαθμό, ὥστε ἡ πίστη του νὰ θαυμαστεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀκολουθοῦντας καὶ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀναγνῶστες τῶν Εὐαγγελίων τῶν εἴκοσι αἰώνων.
Ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματικὸς λέει παρακλητικὰ στὸν Ἰησοῦ· Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι παράλυτος καὶ κατάκοιτος στὸ σπίτι μου, καὶ βασανίζεται πάρα πολύ. Τοῦ ἀπαντᾷ ἀμέσως καὶ πρόθυμα ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ θἄρθω καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω. Ἐκεῖνος ἀνταπαντᾷ ἀμέσως καὶ τοῦ λέει ὅτι· Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχτῶ κάτω ἀπὸ τὴ στέγη μου. Σὲ παρακαλῶ, τοῦ λέει, πὲς ἕνα λόγο μόνο ἀπ’ ἐδῶ ποὺ εἶσαι, καὶ ὁ δοῦλος μου θὰ γίνει καλά. Καὶ ἐγὼ σὰν στρατιωτικὸς ὑπηρετῶ σ’ ἕνα σύστημα ἐξουσίας, ὄντας ὁ ἴδιος κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία ἀνωτέρων μου, ἀλλ’ ἔχοντας καὶ στρατιῶτες κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία μου. Καὶ λέω σ’ αὐτόν· Πήγαινε, καὶ πηγαίνει. Καὶ στὸν ἄλλον· Ἔλα, καὶ ἔρχεται. Καὶ στὸ δοῦλο μου· Κάνε αὐτό, καὶ τὸ κάνει.
Ὁ κατηχούμενος αὐτὸς εἰδωλολάτρης ἔχει ὄχι ἁπλῶς πίστη στὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ πίστη αἰσθητοποιημένη καὶ χειροπιαστή, καὶ θεωρεῖ φυσικὸ καὶ ἀναντίρρητο νὰ πεῖ ἕνα λόγο ἐκεῖνος καὶ νὰ ὑποχωρήσει ἡ βαριὰ ἀρρώστια τοῦ δούλου του ἀμέσως.
Ὅταν τὸν ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, τοὺς εἶπε· Ἀλήθεια σᾶς λέω, τόσο μεγάλη πίστη οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλῖτες, ποὺ εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχω βρεῖ. Καὶ σᾶς προειδοποιῶ ὅτι πολλοὶ (εἰδωλολάτρες) ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως θ’ ἀποδεχτοῦν καὶ θὰ προσέλθουν στὴν πίστη, καὶ στὸν κατάλληλο καιρὸ θὰ παρακαθήσουν κοντὰ στὸν Ἀβραὰμ στὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, στὴν εὐφροσύνη τῆς αἰωνίου βασιλείας σὰν σὲ τραπέζι, ἐνῷ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι γιοὶ τῆς βασιλείας, δηλαδὴ ἔχουν κατὰ κάποιο τρόπο κληρονομικὸ δικαίωμα στὴ βασιλεία σὰν Ἰσραηλῖτες, καὶ εἶναι ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν, θὰ πεταχτοῦν στὸ πιὸ ἀπομακρυσμένο σκοτάδι, ὅπου θὰ εἶναι τὸ μεγάλο κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν ἀπὸ τὸ φόβο, θὰ εἶναι ἡ μεγάλη καὶ αἰώνια τιμωρία τους, διότι, ἂν καὶ κληρονόμοι, ἀποποιήθηκαν καὶ δὲν ἐγκολπώθηκαν τὴν πίστη στὸ πρόσωπό μου,
Καὶ λέει ὁ Ἰησοῦς στὸν ἑκατόνταρχο· Πήγαινε, καὶ ὅπως πίστεψες, ἔτσι ἂς γίνει. Καὶ γιατρεύτηκε ὁ δοῦλος του τὴν ἴδια ὥρα.
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἰησοῦς δείχνει τὴν ἀγάπη του θεραπεύοντας τοὺς ἀρρώστους, δείχνει καὶ τὴν ἀποτομία του γιὰ ὅσους ἐπιμένουν νὰ τὸν ἀρνοῦνται. Εἶναι καὶ ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη ὁ Κύριος. Ἂς τὸ πάρουμε χαμπάρι. Ἄλλο εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ τὸν πιστεύω καὶ τὸν παρακαλῶ νὰ μὲ σώσει, κι ἄλλο νὰ τὸν ἀπορρίπτω ἢ καὶ νὰ τὸν πολεμῶ, ἐπειδὴ δὲν μὲ συμφέρει νὰ τὸν πιστέψω.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσι 2/7/2012)