Εὐαγγέλιον 4ου σαββάτου νηστειῶν
Θεραπεία μογιλάλου
Σάβ. Δ΄ ἑβδομάδος Νηστειῶν (Μρ 7, 31-37)
Ἦταν ἡ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Παλαιστίνης, βορειοδυτικῶς, καὶ μπῆκε στὰ μέρη τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος, δύο ἱστορικῶν ναυτικῶν χαναανιτικῶν ἢ φοινικικῶν πόλεων, ποὺ εἶναι κτισμένες στ’ ἀνατολικὰ παράλια τῆς Μεσογείου, κάτω ἀπὸ τοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους Καρμήλου. Ἐκεῖ κάπου εἶχε κάνει ἄλλοτε καλὰ καὶ τὴ θυγατέρα τῆς Χαναναίας, ποὺ εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτο, τὴν ὁποία ἐπαίνεσε γιὰ τὴν πίστη της καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη της.
Παίρνοντας τώρα τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ ἀφήνοντας τὰ ὅρια τοῦ κρατιδίου τῆς Φοινίκης, κατευθύνεται πρὸς τὶς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τῆς Γεννησαρέτ, κινούμενος ὄχι βορείως τῆς λίμνης, ἀλλὰ νοτίως, μέσῳ τῆς ἐπαρχίας Δεκαπόλεως1, ποὺ ἐκτεινόταν νοτιοανατολικῶς τῆς Γεννησαρέτ. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ ἀνῆκαν καὶ τὰ Γάδαρα, ἀπὸ ὅπου οἱ κάτοικοί τους τὸν εἶχαν διώξει, ὅταν σὲ κάποια ἄλλη εὐκαιρία τοὺς εἶχε ἐπισκεφθεῖ.
Στὴν ἐπαρχία τῆς Δεκαπόλεως τοῦ φέρνουν ἕναν κωφὸ μογιλάλο (= μόγις + λάλος)2, δηλαδὴ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἄκουγε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει καθαρά. Μὲ δυσκολία (= μόγις) ἔλεγε κάποιες λέξεις μὲ παράξενη προφορά, ποὺ λίγοι τὴν καταλάβαιναν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔφεραν παρακαλοῦν τὸν Ἰησοῦ νὰ βάλει πάνω του τὸ χέρι του καὶ νὰ τὸν θεραπεύσει (32).
Ὁ Κύριος ποὺ στὶς περιπτώσεις ἀσθενῶν ἔδειχνε πάντοτε συμπάθεια, ἀφοῦ τὸν ξεχώρισε ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ τὸν πῆρε ἰδιαιτέρως, ἔβαλε τὰ δάχτυλά του στ’ αὐτιά του, δηλαδὴ τὸ ἕνα δάχτυλο τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ του στὸ δεξιὸ αὐτί του καὶ τὸ ἄλλο δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του στὸ ἀριστερὸ αὐτί του.
Ἔκανε δηλαδὴ ὁ Κύριος κάποιες ἐποπτικὲς κινήσεις, γιὰ νὰ δεῖ τὴ θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ ἀντίδραση τοῦ πάσχοντος, τὴν ἐμπιστοσύνη του ἢ τὴν ἀμφισβήτηση, μιὰ καὶ δὲν μποροῦσε ἀλλιῶς νὰ ἐπικοινωνήσει μαζί του. Διότι σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις θεραπειῶν ὁ Κύριος ζητοῦσε ἐμπιστοσύνη ἀπὸ τὸν θεραπευόμενο. Καὶ ἔδειξε λοιπὸν καὶ αὐτός, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν εἶχε λαλιά, θετικὴ ἀντίδραση. Ἔδειξε τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸ Χριστό, παρ’ ὅλο ποὺ τὸν ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά.
Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἔκανε καὶ ἕνα τὲστ ἀκόμη πιὸ τολμηρὸ καὶ ἀσυνήθιστο· ἔφτυσε τὸ δάχτυλό του καὶ ἄγγιξε μ’ αὐτὸ τὴ γλῶσσα τοῦ ἀσθενοῦς (33).
Καὶ πάλι ὁ ἀσθενὴς ἀντιδρᾷ θετικά. Τότε ὁ Κύριος σήκωσε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἔβγαλε ἕναν ἀναστεναγμό, προφανῶς ἀπὸ συμπάθεια γιὰ τὸ πῶς καταντᾷ τοὺς ἀνθρώπους ὁ διάβολος, καὶ τέλος ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸ μογιλάλο, τοῦ λέει·
–Ἐφφαθά3, ποὺ σημαίνει, Ν’ ἀνοιχθεῖ ἡ γλῶσσα σου καὶ ἡ ἀκοή σου, ποὺ εὐθύνονται γιὰ τὴ βουβοκουφαμάρα σου.
Σίελο χρησιμοποίησε ὁ Κύριος, ὅπως ξέρουμε, καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὅταν ἔφτυσε κάτω, ἔκανε πηλό, καὶ ἄλειψε τὶς κόγχες του, χωρὶς νὰ δεῖ ἐκεῖνος πῶς ἔκανε τὸν πηλό. Ἐδῶ δοκιμάζεται περισσότερο ὁ πάσχων, διότι ἡ ὅρασή του λειτουργεῖ καὶ βλέπει τί κάνει ὁ Χριστός, ἀλλὰ δὲν δείχνει οὔτε ὑπόνοια ἀηδίας. Ἔτσι ἔδειξε τὴν ἐμπιστοσύνη του ὁ μογιλάλος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀνοίχτηκαν ἀμέσως τ’ αὐτιά του καὶ λύθηκε ἡ δεμένη γλῶσσα του, καὶ μιλοῦσε πλέον σωστὰ (34-35).
Ἡ φράση «ἐλάλει ὀρθῶς» μᾶς δίνει τὴν ἔννοια τῆς λέξεως μογιλάλος = αὐτὸς ποὺ πρὶν δὲν μιλοῦσε ὀρθῶς.
Μετὰ τὴν ἴαση τοῦ μογιλάλου ὁ Κύριος ἔδωσε αὐστηρὴ ἐντολὴ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔφεραν καὶ προφανῶς καὶ στὸν ἴδιο, νὰ μὴν τὸ ποῦν σὲ κανέναν. Ἀλλὰ ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τους ἦταν ἀσυγκράτητες· ἀντιθέτως, ὅσο ὁ Κύριος τοὺς ἀπαγόρευσε αὐστηρά, τόσο περισσότερο αὐτοὶ τὸ διακήρυτταν παντοῦ, γιὰ ν’ ἀκούγονται οἱ ἀγαθοεργίες του καὶ τὸ καλὸ ὄνομά του.
Φαίνεται καθαρὰ πῶς πρέπει νὰ ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κάνει καλό, νὰ μὴν τὸ λέει. Ὅταν ὅμως τοῦ κάνουν καλό, νὰ τὸ λέει, γιὰ ν’ ἀκοῦν καὶ παρακινοῦνται καὶ οἱ ἄλλοι.
Καὶ τὰ πλήθη ποὺ τοὺς ἄκουγαν καταλαμβάνονταν ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἔκπληξη καὶ ἔλεγαν· Πάντα καλοσύνες κάνει ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τοὺς κωφοὺς τοὺς κάνει ν’ ἀκοῦν καὶ τοὺς ἄλαλους νὰ μιλοῦν (36-37).
Γιὰ τὸν Κύριο βλέπει κανεὶς τὴν αὐθόρμητη καὶ ἀπονήρευτη μαρτυρία τοῦ λαοῦ, ποὺ ὅλες εἶναι πρὸς ἔπαινό του καὶ δόξα του. Μόνο οἱ κακόψυχοι γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ποὺ εἶχαν πάθος νὰ διαβάλλουν τὸν Ἰησοῦ, γιατί ἡ συμπεριφορά του ἀπέδειξε πῶς πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ δική τους συμπεριφορά, ἀλλὰ δὲν ἦταν, ἔλεγαν ὅτι εἶναι κακοποιός.
Δὲν μπόρεσαν ὅμως μὲ τὶς συκοφαντίες νὰ συσκιάσουν τὴν ὁλοφώτεινη προσωπικότητα τοῦ Κυρίου οὔτε στὶς μέρες τους οὔτε ἀργότερα στὴν ἱστορία. Τὸ μόνο ποὺ πέτυχαν εἶναι ἡ αἰώνια καταδίκη τους. Ὁ Κύριος παραμένει παντοτινὰ τὸ ἴνδαλμα τῆς ἀγάπης τῆς εὐεργεσίας καὶ τῆς καλοσύνης πρὸς ὅλους, ἀκόμη καὶ πρὸς αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐχθρεύονταν.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
᾿Επισημειώσεις
1. Τὴ Δεκάπολη ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια ἀναφέρουν καὶ ὁ Ἰώσηπος (Βίος 65, 341) καὶ ὁ Πλίνιος (Φύσ. Ἰστ., 5,18,74) καὶ ἄλλοι. Πόλεις τῆς Δεκαπόλεως ἀναφέρονται οἱ ἑξῆς· Γάδαρα, Δαμασκός, Δίων, Καναθά, Πέλλα, Ραφανά, Σκυθόπολις, Διλαδέλφεια, κ.ἄ.· ΘΗΕ, 4,999.
2. Σιαμάκη Κ., Λεξικὸ τῆς Κ.Δ., λ. Μογιλάλος.
3. Ἀραμαϊκὴ λέξη, δηλαδὴ συροχαναανιτική (ντόπια τῆς περιοχῆς ὅπου βρισκόταν), ποὺ σημαίνει ν’ ἀνοιχθοῦν.
(δημοσίευσις 13/4/2013)